Η φράση του λαού μας «καιρός κι οδηγός» στάζει μεγάλο νόημα. Έχει μέσα του το τυχαίο αλλά και την προσδοκία πώς όλα θα έλθουν κατ’ ευχήν. Κι όταν πρόκειται για χαρές παιδιών, αυτός που εύχεται θέλει να σταματήσει στην ανατολή ο ήλιος, να ’ρθούνε όλα τα καλά, το χαμόγελο να μη σβήσει από τα σπλάγχνα του. Ένας άλλος πόλεμος κι αυτός, χωρίς αίματα αλλά με πολύ φροντίδα έργο, γεμάτα δάκρυα χαράς και ελπίδας. Τέτοιες μέρες ζήσαμε όλοι στο στεφάνωμα της Αγγελικής, πρωτανεψιάς, τρίτης θυγατέρας του Αντρουλιδονικολή, στον Ορθέ. Στο φεύγα του τρυγητή και την εκπνοή του θέρους, όλοι μας δροσερέψαμε, μέσα στα καλά μας, καμαρώνοντας το ζευγάρι της άνοιξης, το Γιώργη του Κώστα Δανδουλάκη και την Αγγελική. Το αδελφικό σπίτι έλαμπε, σαν είχαν απομείνει τόσα άνθη, όχι μόνο από άλλες χαρές, αφού γεννήθηκαν καινούργιες με τις σκορπιστές φωνές των τεσσάρων, σαν τις γωνίες του σπιτιού, εγγονιών. Μέρες χαράς, μέρες πολέμου, αφού η φροντίδα να μη λείψει τίποτε μεγάλη, η μάνα, η Βασιλική, τρέχει να προλάβει να αγκαλιάσει τ’ αδέλφια της που ‘ρθαν, σαν την καλή παρέα, στις χαρές της ανιψιάς.
Ο Αντρουλιδονικολής δεν προλαβαίνει να υποδέχεται, ο νους στο τραπέζι του γάμου, να μη λείψουν τα ευλογημένα από το θεό, το κρασί και το λάδι, μαθημένος σε τέτοια, ανάμεσα σε πατρικές φωνές και δάκρυα. Ο γείτονας Άη Φανούριος φανερώνει και πάλι, όπως σε πολλούς επισκέπτες, ένα άλλο μυστήριο, τη σύναξη τόσων ανθρώπων, μια μικρή πολιτεία που την κουμαντάρει η ευτυχία των νεονύμφων. Μέρες άλλου πολέμου. Η νύφη σκορπάει χαμόγελα, σαν τα μαργαριτάρια με τη λάμψη του. Στέκεται αυτή τη φορά ενώπιον θεού και ανθρώπων, δίπλα στην ανάσα των γονέων και των αδελφών της, πιο κοντά όμως, κατά τη μοίρα καρδιάς και ζωής στον άνθρωπο που διάλεξε στον αγώνα της ζωής της. Ο Γιώργος καμαρώνει κι εκείνος, στα άσπρα του αξιωματικού της θάλασσας, διάδοχος εξάλλου του πατέρα. Λες και δεν έδυσε ακόμη ο ήλιος, έτσι που όλοι κοιτάζουν ανατολικά, να μη δύσει ποτέ η ευτυχία των παιδιών. Μέσα σε τόσα χρώματα μπορεί κανείς να νιώσει πόσο μεγάλη χαρά κάνει τους γονείς να στέκουν, ύστερα από μέρες κούρασης, να περιμένουν, ό τι περίμεναν χρόνια.
Το πατρικό σπίτι της Αγγελικής, του Αντρουλιδονικολή, μένει και πάλι φωτεινό, ποτέ γερασμένο μα ανοικτό, πατρογονικά για όλους, για κείνους που γέμισαν το σπίτι, ευχές και γλυκά λόγια, που παιδεύτηκαν στα χρειαζούμενα, που έσυραν το γαμήλιο χορό, κρατώντας το μαντήλι και το χέρι της καρδιάς των νεονύμφων. Οι πολλές μπαλωθιές, τα πλούσια κεράσματα, το ρυζοβρόχι και τόσα άλλα, σμίξανε πιο πολύ του Ρεθεμνιώτες συμπεθέρους, στο τραπέζι της χαράς, αφού ήθελαν τέτοια αναμιγή. Κι όπως εκείνοι κυνήγησαν το βραβείο του πρωτοχορευτή το ίδιο μας έκαμε κι εμάς να «τυπώσουμε» τούτη την ώρα, όλοι μας, θείοι και θειάδες, πρωτοξάδελφα κι άλλοι, απ’ όλη την Κρήτη, όλη η Κρήτη. Πόλεμος χαράς λοιπόν, με τη φωτιά να μένει άσβηστη στα καινούργια πουλιά της ευτυχίας, μαζί με την αγάπη και την προσδοκία μας για την ανέφελη ζωή τους. Άλλωστε το ρήμα πολεμώ έχει εδώ τη σημασία του έντονου αγώνα και της αγωνίας «να ‘πομείνουν πράματα στα τραπέζια», όπως θα μείνουν στο τραπέζι της ζωής τα παιδιά μας που στέφθηκαν με την ευλογίες του Μητροπολίτου Ρεθύμνης, καθαγιάζοντας με την παρουσία του άλλη μια φορά την ιστορική εκκλησία και ενορία του Πατέρα Εμμανουήλ Σηφάκη, τον Άη Φανούργιο. Μακάρι να ζήσουμε κι άλλα τέτοια. Το φως στο σπίτι του Αντρουλιδονικολή δεν θα σβήσει ποτέ. Αύριο θα περιμένει κι άλλη χαρά. Τέτοιες χαρές δεν μανταλώνονται αλλά πετούν στον αέρα, γιατί πάνε μαζί με την ευχή: η κακή ώρα να μη τ’ ακούσει. Ο Θεός να τους προικίζει με χαρά και ελπίδα.
Ορθές, πρωτομηνιά τ’ Οκτώβρη 2013