Η πολιτική γεωγραφία της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου έχει αλλάξει άρδην, διαμορφώνοντας ένα νέο περιβάλλον. Έπειτα από επτά χρόνια αναταράξεων και ανακατατάξεων το πολιτικό τοπίο αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται. Τα όρια μέσα στα οποία προσπαθεί να κινηθεί κάθε πολιτική δύναμη είναι ρευστά. Η αποσαφήνισή τους θα επιτευχθεί σε βάθος χρόνου. Το πέρασμα σε μια άλλη εποχή αποτελεί δύσκολη και σύνθετη διαδικασία.
Συνδέεται με τη θεσμική, κοινωνική και πολιτική υστέρηση της χώρας. Προσκρούει σ’ ένα κυρίαρχο αναχρονιστικό και συντηρητικό σύστημα – και πρωτίστως στα υπολείμματα του παρελθόντος. Εντούτοις, οι επιχειρούμενες νέες οριοθετήσεις είναι εμφανείς. Χαρακτηριστικότερες εκείνες που σχεδιάζονται από τους επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Ο Αλέξης Τσίπρας, μετά τις τραυματικές περιπέτειες της πρωθυπουργίας του, επιδιώκει να εμφανιστεί ως εκφραστής μιας πιο μετριοπαθούς Αριστεράς. Τη συγκεκριμένη στόχευση εξυπηρετούν και τα ανοίγματα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Άλλωστε και οι απαιτήσεις της διακυβέρνησης τον αναγκάζουν να επιδείξει τον απαραίτητο ρεαλισμό. Η σταδιακή του απεξάρτηση από τις απολυτότητες και τις ιδεοληπτικές εμμονές τον βοηθά να απευθυνθεί στο ευρύτερο κεντροαριστερό ακροατήριο. Η φθορά που υπέστη εξαιτίας της ακολουθούμενης κυβερνητικής πολιτικής, αν και μεγάλη, δεν ακυρώνει αυτή του τη δυνατότητα.
Βέβαια, ο πρωθυπουργός στερείται καθαρού και διακριτού πολιτικού σχεδίου. Εξ ου και η ασάφεια, η διγλωσσία, αλλά και οι αμφισημίες του στα πλέον καίρια ζητήματα. Η αδυναμία, ωστόσο, του ενδιάμεσου χώρου να ανασυγκροτηθεί, ελλείψει και ισχυρής ηγετικής προσωπικότητας, του επιτρέπει να εδραιώσει την παρουσία του στην κατακερματισμένη Κεντροαριστερά, επαναχαράσσοντας τα δικά του πολιτικά όρια.
Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να θεμελιώσει τη μεταρρυθμιστική του επαγγελία σε ένα κόμμα που βρίσκεται σε δυσαρμονία με αυτή. Η διάστασή του με τη ΝΔ εύλογα δυσκολεύει το εγχείρημά του. Έτσι ερμηνεύεται και το ότι η δυναμική που εμφάνισε αμέσως μετά την εκλογή του δεν διακρίνεται από την ίδια ένταση. Το πλεονέκτημά του είναι ότι ο λόγος του βρίσκει απήχηση σε ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο. Γίνεται προσφιλής και σε δυνάμεις που άλλοτε στήριζαν την Κεντροαριστερά. Αντιθέτως μειονέκτημα του συνιστά ότι ηγείται ενός σχήματος που δεν έχει προβεί στον αναγκαίο πολιτικό και ιδεολογικό εκσυγχρονισμό του. Η απόσταση της ΝΔ από την παλιά συντηρητική Δεξιά καθίσταται δυσδιάκριτη.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν επιλύονται με συγκερασμούς ούτε με λογικές μέσου όρου. Επιμένοντας σε μια καθαρή στρατηγική ο Κ. Μητσοτάκης μπορεί να οριοθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στις δυνάμεις που αντικειμενικά απομειώνουν την εμβέλειά του. Κάτι τέτοιο θα του επιτρέψει να ανασυνθέσει την Κεντροδεξιά, δίνοντάς της σύγχρονο στίγμα.
Ως εκ τούτου, το καίριο ερώτημα είναι αν ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης έχουν τις προϋποθέσεις να αξιοποιήσουν εκείνες τις ευκαιρίες που τους προσφέρονται, προκειμένου ο καθένας από τους δύο να εκφράσει τον πολιτικό χώρο στον οποίο στοχεύει.