Στις 20 Δεκεμβρίου, πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μια ομάδα ανθρώπων περίμενε τη συντέλεια του κόσμου. Μέλος αυτής της ομάδας, χωρίς να έχει αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, ήταν κι ένας νεαρός κοινωνικός ψυχολόγος ο Λέον Φέστινγκερ. Ο Φέστινγκερ, στα πλαίσια της ερευνητικής του εργασίας, είχε διατυπώσει την υπόθεση ότι τα μέλη της ομάδας που δεν είχαν πιστέψει απόλυτα στα κηρύγματα του επικεφαλής, δηλαδή δεν είχαν παραιτηθεί από τη δουλειά τους και δεν είχαν παραχωρήσει την περιουσία τους περιμένοντας το τέλος του κόσμου, από τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου θα έχαναν σιγά σιγά την πίστη τους και θα απομακρύνονταν. Το αντίθετο όμως θα συνέβαινε με τα πιο πιστά μέλη. Η συντέλεια του κόσμου δεν ήρθε καθώς η επικεφαλής της ομάδας, τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου, είχε ένα νέο όραμα σύμφωνα με το οποίο η Θεία χάρη συνετέλεσε στην αποφυγή του μοιραίου. H υπόθεση όμως του νεαρού επιστήμονα επιβεβαιώθηκε μιας που οι πιστοί οπαδοί, πλέοντας σε πελάγη αγαλλίασης πλέον, μετά τη νέα αποκάλυψη άρχισαν να τηλεφωνούν στον τύπο για να αναφέρουν το θαύμα, ενώ στην πορεία οι προσπάθειες για προσηλυτισμό νέων μελών, ακόμη και από αυτούς που δεν είχαν προβεί σε τέτοιες ενέργειες στο παρελθόν, εντατικοποιήθηκαν.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο της αυτό-επιβεβαίωσης (self-affirmation) εξηγούν ότι οι άνθρωποι νιώθουμε μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη να «προστατέψουμε» όσα ενστερνιζόμαστε. Όσο μεγαλύτερη η πίστη μας, δηλαδή η συναισθηματική επένδυση που έχουμε σε κάτι, τόσο εντονότερη γίνεται η προσπάθεια να ερμηνεύσουμε γεγονότα, καταστάσεις ή συμπεριφορές με τέτοιο τρόπο που να επιβεβαιώνουν ή επεξηγούν το «ορθό» των επιλογών μας.
Τα παραπάνω ίσως προσφέρουν βήμα ερμηνείας γιατί το τρίτο μνημόνιο, το πιο βαρύ και σε μια εξαντλημένη κατά γενική ομολογία χώρα, παρουσιάζεται από τα κυβερνητικά και άλλα κομματικά στελέχη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως το καλύτερο. Ενώ, ο πρωθυπουργός ενός κυβερνητικού σχήματος που δεν κατάφερε να κυβερνήσει έξι ολόκληρους μήνες και με τις αποφάσεις και επιλογές του (σε θέματα τόσο προσώπων όσο και στρατηγικών) επέτεινε, αντί να ανακουφίσει, τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτική οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει η Ελλάδα, διατηρεί, σύμφωνα πάντα με δημοσκοπικές φημολογίες, ισχυρά ποσοστά προτίμησης ανάμεσα στους ψηφοφόρους.
Η αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 υπήρξε η πιο συναισθηματικά φορτισμένη εκλογική αναμέτρηση μετά από χρόνια «λυσσαλέας» αντιπολίτευσης εντός κι εκτός του κοινοβουλίου. Αποτέλεσμα, να αναλάβει καθήκοντα η κυβέρνηση -που μόλις παραιτήθηκε- κουβαλώντας υψηλές προσδοκίες από τη μεριά των ψηφοφόρων, ακόμη και αυτών που παραδοσιακά δεν την είχαν ξαναψηφίσει. Οι προσδοκίες αυτές είχαν φυσικά συστηματικά καλλιεργηθεί από τον πρωθυπουργό και τα στελέχη του τόσο σε επίπεδο ρητορικής και συνθημάτων: «Η ελπίδα έρχεται», όσο και επίπεδο ερμηνειών: «Πρώτη φορά αριστερά».
Θεωρητικά μαθαίνουμε από τα λάθη μας, στην πραγματικότητα, φαίνεται ευκολότερο να δικαιολογήσουμε ένα λάθος παρά να το παραδεχθούμε. Η ωριμότητα όμως (και η πολιτική ωριμότητα για όσους ψηφίζουν και ψηφίζονται), είναι μια διαδικασία μάθησης που στηρίζεται στην αυτογνωσία. Ας ελπίσουμε ότι το σημείο καταστροφής στο οποίο οδήγησαν τη χώρα οι μέχρι τώρα κοντόφθαλμες πολιτικές να συντελέσει ώστε να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους φέρνοντας στην επιφάνεια φωνές και συνθήματα που δεν ακουμπούν στο θυμικό αλλά στο ορθολογικό, που αναζητούν στρατηγικές και αποφάσεις με ορίζοντα το μέλλον των παιδιών μας και της χώρας κι όχι το επόμενο σημείωμα της εφορίας!
* Η Δρ. Μαργαρίτα Γερούκη είναι σχολική σύμβουλος, μέλος της συντονιστικής ομάδας εθελοντών στο Ποτάμι Ρεθύμνου και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα θέματα Παιδείας στο Ποτάμι