Διάβασα προχθές με χαρά ανακοίνωση του αντιδημάρχου αρμόδιου για να μνημεία Μίνωα Αλεφαντινού, ότι ο Δήμος προωθεί την περαιτέρω ανάδειξη του φρουρίου Φορτέτζα. Δεν χρειάζεται να τονίσω τη βαρύτητα που έχει το μνημείο αυτό για τον Πολιτισμό και τον Τουρισμό του Ρεθύμνου και εκφράζω τις πιο καλές προσδοκίες μου για την πορεία του στα χέρια του Μίνωα, που έχει δώσει ήδη δείγματα καλής δουλειάς.
Φρονώ, λοιπόν, ότι μια σύντομη ανασκόπηση της πορείας του θέματος από τη γένεσή του μέχρι και το 2006 θα είναι ίσως χρήσιμη από δύο απόψεις:
Αφ’ ενός από ιστορική άποψη, γιατί γεγονότα, που ενίσχυσαν τον αγώνα της πόλης να αναστρέψει την πορεία της από καθοδική σε ανοδική, πρέπει να καταγράφονται και να καταχωρούνται στο τοπικό γνωστικό απόθεμα ως κεφάλαιο ιστορικής πείρας, που σηματοδοτεί την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξή της.
Και αφ’ ετέρου, από πρακτική άποψη, μια ανασκόπηση ενδέχεται να είναι χρήσιμη στον σημερινό χειριστή του θέματος ως ιστορικό υπόβαθρο, δηλαδή να συμβάλει στη σφαιρικότητα και ενδεχομένως στον εμπλουτισμό του δικού του σχεδιασμού.
Λογικά η ανασκόπηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τρεις ενότητες:
α. Την απόκτηση του φρουρίου από τον Δήμο.
β. Τις βασικές αρχές και τον αντίστοιχο σχεδιασμό του Δήμου για την ανάδειξή του.
γ. Τα κεφάλαια του σχεδιασμού που έχουν ήδη πραγματωθεί με έργα.
Αυτονόητο είναι ότι ο αρμόδιος σήμερα αντιδήμαρχος θα προχωρήσει στον δικό του σχεδιασμό για την περαιτέρω προώθηση του σπουδαίου αυτού θέματος με βάση τα σημερινά δεδομένα του φρουρίου και βεβαίως τις υφιστάμενες οικονομικές δυνατότητες.
Α’
Πως η Φορτέτζα δεν έγινε ξενοδοχείο 1.000 κλινών
Πρέπει να πω ότι η διεκδίκηση του φρουρίου από τον Δήμο είχε «σωστικό» χαρακτήρα με την έννοια που δίδουν στη λέξη οι αρχαιολόγοι. Έγινε ως εξής:
Το καλοκαίρι του 1979, αν θυμούμαι σωστά, ένα βράδυ με επισκέφθηκε στο παλιό Δημαρχείο ένας μεγαλοεπιχειρηματίας συμπολίτης και μου είπε ότι είχε σχηματιστεί ένας Όμιλος επιχειρηματιών με πρωτοβουλία Γερμανών επενδυτών και ζητούσαν να τους δοθεί η Φορτέτζα, για να δημιουργήσουν ξενοδοχείο 1.000 κλινών με εισαγωγή 2 εκατ. δολαρίων και ότι η Κυβέρνηση έβλεπε θετικά την πρόταση, αλλά οι Γερμανοί ήθελαν και τη γραπτή συμφωνία του τοπικού Δημάρχου. «Εσύ, λοιπόν», συνέχισε, «που επιδιώκεις με τόση έμφαση την ανάπτυξη του Τουρισμού, δεν έχεις παρά να υπογράψεις ένα Συμφωνητικό ή, ακόμη καλύτερα, να πάρεις μια θετική Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου».
Εγώ είχα ήδη διαμορφώσει διαφορετικό προσανατολισμό για το φρούριο, τον οποίο διατύπωσα το επόμενο έτος στη Ρυθμιστική Μελέτη μου «ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ». Συγκεκριμένα έγραψα ότι η Φορτέτζα, με τα κατάλληλα έργα, «ελπίζεται ότι θέλει αποβή το κυριώτερον πολιτιστικόν κέντρον και κέντρον ψυχαγωγίας του νομού Ρεθύμνης και εκ των κυριωτέρων της νήσου Κρήτης. Ο χώρος προσφέρεται άριστα δια την οργάνωσιν θεατρικών παραστάσεων υψηλού επιπέδου, ως Φεστιβάλ Μεσαιωνικού Θεάτρου ή Αρχαίας Τραγωδίας, καλλιτεχνικών εκδηλώσεων ως «Ήχος και Φως» ή μουσικών εκδηλώσεων ποιότητας, Ιστορικών Εορτών, Λαογραφικών εκδηλώσεων (Κρητικά έθιμα, Κρητικοί χοροί κλπ) και άλλων. Εφ’ όσον ολοκληρωθή το έργον τούτο, δύναται να λεχθή ότι απευθύνεται προς τον Τουρισμόν ολοκλήρου της νήσου», (σελ. 59). Το όραμά μου για το φρούριο ήταν ένα ευρύτερης ακτινοβολίας Κέντρο Προβολής του Ρεθεμνιώτικου Πολιτισμού (Ιστορίας, Παράδοσης, Πνευματικής Δημιουργίας) και Τουρισμού (φυσικών καλλονών, αρχαιοτήτων σε συνδυασμό με γενικότερη πληροφόρηση κ.λ.π.), ώστε να στηρίζει γενικά τον τόπο και όχι ειδικά τα συμφέροντα μερικών επιχειρηματιών.
Ας σημειωθεί, σε παρένθεση, ότι στο κείμενο αυτό γίνεται η πρώτη, απ’ όσο γνωρίζω, επισήμανση για την ανάγκη ιδρύσεως Αναγεννησιακού Φεστιβάλ και ήδη σκάβοντας με τρεις εργάτες είχα διαμορφώσει στον Προμαχώνα του Αγίου Ηλία με χωμάτινες κερκίδες πρόπλασμα του Θεάτρου «Ερωφίλη», που φτιάξαμε αργότερα. Πάνω στις χωμάτινες κερκίδες, στρωμένες με πευκοβελόνες, τοποθετούσαμε τότε καρέκλες για τις παραστάσεις.
Με τις σκέψεις αυτές απάντησα ότι δεν μπορώ να δεχτώ την πρότασή τους και προσφέρθηκα να τους βοηθήσω σε ότι άλλο περνά από το χέρι μου.
«Δεν κατάλαβες Δημήτρη», μου είπε ο επισκέπτης μου. «Αν δεχτείς, δεν θα χρειαστεί να ξαναδουλέψεις ούτε εσύ ούτε τα παιδιά σου ούτε τα εγγόνια σου». Η προσφορά του ενίσχυσε την άρνησή μου. Έφυγε φανερά έκπληκτος.
Νόμιζα ότι το θέμα έληξε εκεί, αλλά κάθε άλλο, τότε άρχιζε. Πριν περάσει ένας μήνας από την επίσκεψη αυτή, μου τηλεφώνησε συμπολίτης, μακαρίτης σήμερα, συμβολαιογράφος με τον οποίο είχαμε απλή σχέση αλληλεκτίμησης, αν μπορούσε να με επισκεφθεί αργά το βράδυ στο Δημαρχείο. Ήλθε λοιπόν το ίδιο βράδυ και μου αποκάλυψε ότι «ένας φίλος του καθηγητής» του τηλεφώνησε και του είπε ότι οι επιχειρηματίες που τους είχα αρνηθεί τη Φορτέτζα ενεργούσαν στην Κυβέρνηση με δέλεαρ την εισαγωγή 2 εκατ. δολαρίων για την αντικατάστασή μου στην Δημαρχία.
Τώρα ήταν η δική μου σειρά να μείνω έκπληκτος!
Τον ευχαρίστησα για την ενημέρωση και το επόμενο πρωί πέταξα στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκα τον προϊστάμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Υπουργό Εσωτερικών. Του ανέφερα το θέμα και πρόσθεσα την άποψή μου ότι το φρούριο είναι «προίκα της Ιστορίας προς την πόλη», όπως το είχα χαρακτηρίσει παλαιότερα προλογίζοντας ένα ιστορικό τομίδιο του μακαρίτη βιβλιοθηκάριου Μάρκου Γιουμπάκη, και δεν επιτρέπεται η εκποίησή του. Αν η Κυβέρνηση ήθελε να δοθεί για να γίνει ξενοδοχείο, εγώ ως αρχαιολογών Φιλόλογος υποβάλλω την παραίτησή μου και ας υπογράψει άλλος Δήμαρχος. Αν πάλι δεν ήθελε, ας παραχωρήσει το φρούριο στον Δήμο Ρεθύμνης, για να το αναπτύξει πολιτιστικά και τουριστικά. Δεν ήθελα να μείνει το φρούριο μετέωρο, ελκυστικός στόχος παντός ισχυρού επιχειρηματία μετά την αποχώρησή μου από τον Δήμο.
Η απάντηση ήταν: «Δεν νομίζω ότι θα το δώσει, αλλά μην κάμεις τίποτε. Θα σου τηλεφωνήσω σε δυο μέρες».
Σε δυο μέρες μου τηλεφώνησε έξι λέξεις: «Κάμε τη διαδικασία παραχώρησης στον Δήμο».
Ωραία! Αλλά από πού ν’ αρχίσω; Ερευνώντας βρήκα ότι από τα 56 στρέμματα του φρουρίου είχαν δοθεί 28 οικόπεδα σε ιδιώτες ως ανταλλάξιμα, από τα οποία τα 27, συνολικής έκτασης 8.738 τ.μ., είχαν ήδη απαλλοτριωθεί υπέρ του ΕΟΤ. Επίσης 8.321 τ.μ. ήταν ιδιοκτησία του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (Τ.Α.Π.) και 38.866 τ.μ. ανήκαν στο Δημόσιο, νομίζω στα Υπουργεία Πολιτισμού και Εθνικής Άμυνας. Τέλος, ένα οικόπεδο 75 τ.μ. ανήκε στον μακαρίτη συμπολίτη Χαρ. Τζέληση. Ανακάλυψα επίσης το Διάταγμα με το οποίο ο αείμνηστος Ελευθέριος Βενιζέλος είχε παραχωρήσει το αντίστοιχο φρούριο των Χανίων στον Δήμο Χανίων.
Κατόπιν με νομικό προηγούμενο το Διάταγμα αυτό και πρακτικό επιχείρημα την προφορική αποδοχή της Κυβέρνησης, άρχισα ένα κύκλο διαπραγματεύσεων με τους ιδιοκτήτες αρχίζοντας από τον Χ. Τζέληση, το οικόπεδο του οποίου εξαγοράσαμε. Ακολούθησε το Υπ. Πολιτισμού και το Τ.Α.Π., που αποδέχτηκαν τους πολιτιστικούς και τουριστικούς στόχους του Δήμου και δήλωσαν ότι παραχωρούν δωρεάν την ιδιοκτησία τους, το ίδιο και το Υπ. Εθνικής Άμυνας. Έμενε ο ΕΟΤ, ο οποίος συμφωνούσε μεν, αλλά η νομοθεσία του δεν επέτρεπε τη δωρεάν παραχώρηση. Κατόπιν τούτου ορίστηκε η προβλεπόμενη Επιτροπή, που καθόρισε το τίμημα σε 1.500.000 δρχ. Συμφωνήσαμε να καταβληθεί το ποσόν αυτό σε 20 ετήσιες άτοκες δόσεις των 75.000 έκαστη. Όταν έκρινα ότι είχαν εξασφαλιστεί όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, ζήτησα να συγκληθεί σύσκεψη στο Υπ. Εσωτερικών για το όλο θέμα. Η σύσκεψη έληξε κατ’ ευχήν και ολοκληρώθηκε νομικά η διαδικασία παραχώρησης του φρουρίου στον Δήμο με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Έκτοτε η «Φορτέτζα» αποτελεί περιουσία της πόλης και προ καιρού διάβασα στον τοπικό Τύπο ότι τα ετήσια έσοδα του Δήμου από το φρούριο είναι περίπου 600.000 ευρώ. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο, το σημαντικό είναι ότι βρίσκεται στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου, που είναι ο μόνος θεμιτός ιδιοκτήτης του.
Ύστερα από την απόκτηση του φρουρίου ο Δήμος άρχισε την αναστήλωση των ερειπωμένων και λεηλατημένων κτισμάτων του και τη σταδιακή ανάδειξή του.
Όταν θα ολοκληρωθούν οι αναστηλωτικές και διαμορφωτικές εργασίες και φορτιστεί το φρούριο με αρμόζουσες πολιτιστικές και τουριστικές λειτουργίες, πιστεύω ότι θα γίνει από τα ωραιότερα μνημεία της Ελλάδας. Αν μάλιστα η Παλιά μας Πόλη ευτυχήσει να περιληφθεί στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, η Φορτέτζα θα είναι επάξια κορωνίδα του.
Περιττό να πω ότι ο συμπολίτης επιχειρηματίας που του αρνήθηκα τη Φορτέτζα με πολέμησε εκλογικά με πάθος μέχρι που ζούσε. Δεν του κράτησα κακία, τη δουλειά μας κάναμε κι αυτός κι εγώ.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης