Η πόλη μας εμπερικλείει όχι απλώς και μόνον σημαντικούς, αλλά ανεκτίμητης αξίας θησαυρούς. Μοναδικά και πολλαπλά τα ενδιαφέροντα της, τα οποία κινούν την περιέργεια και προσελκύουν τον επισκέπτη, επομένως θα ήταν ευχής έργο, να ‘βρίσκαν και την ανάλογη ανταπόκριση, την εκτίμηση και τη στήριξη από τα κατά τόπους γραφεία των τουριστικών επιχειρήσεων.
Αρχοντικά ενετικής αρχιτεκτονικής, Λέσχη Ευγενών (Loggia) κρήνες όπως η Rimonti, εκκλησίες, νομίσματα, αρχαιολογικά ευρήματα, σαχνισιά, κιόσκια, μιναρέδες, προσόψεις σπιτιών, μοναδικά αριστουργήματα και πολλά άλλα δίδουν στην πόλη το δικό της χαρακτήρα και την αληθινή, πολιτιστική της ταυτότητα και φυσικά μαζί με τη Φορτέτζα, εντός και εκτός και το Δημοτικό κήπο.
Σε πρόσφατες επισκέψεις του γράφοντος και περιηγήσεις σε τρία μουσεία της πόλης (Λαογραφικό, Εκκλησιαστικό, Παλαιοντολογικό) υπήρξε η θλιβερή διαπίστωση αδικαιολόγητης και θλιβερής απουσίας επισκεπτών. Δεν υπήρχε ψυχή ζώσα, σε κανένα από αυτά και δεν είναι υπερβολή να επισημάνουμε ότι αν δεν είχαν συντηρηθεί, θα είχαν αραχνιάσει.
Έτσι συμβαίνει το παράδοξο, τα ξενοδοχεία να χρησιμεύουν μεν για διαμονή, αλλά όχι και για περιήγηση της πόλης, για μια προγραμματισμένη σε γκρουπ τουριστών επίσκεψη αυτής και των εντυπωσιακών μουσείων με το σπάνιο, αξιόλογο ως και πολύτιμο περιεχόμενο. Κατάμεστα πούλμαν ξεκινούν με αφετηρία το Ρέθυμνο και με προορισμό, για ευνόητους λόγους, τα πέρατα της Κρήτης για να επισκεφθούν και να γνωρίσουν οι ξένοι πολλά άλλα αξιοθέατα, ενώ απαξιώνουν αυτή τη θελκτική, την περιώνυμη πόλη, την πόλη του Χορτάτση, του Τρωίλου, του Πρεβελάκη, και του Χατζηδάκη.
Είναι θλιβερό, να έρχεται ο επισκέπτης στο Ρέθυμνο και να φεύγει, αγνοώντας την πόλη και τα μουσεία της, σαν αυτά τα τρία που αναφέραμε και φυσικά με την ανάλογη οικονομική απώλεια. Θα σταθούμε σήμερα στο Εκκλησιαστικό μουσείο σε μια σύντομη περιγραφή. Δημιούργημα του Πατέρα, πανεπιστημιακού και περινούστατου Χαράλαμπου Καμηλάκη, αποτελεί σημαντικό θησαυρό της τοπικής Εκκλησίας μας και αντικατοπτρίζει την καλαισθησία των παλαιοτέρων ευλαβών καλλιτεχνών της πόλης μας και μέσω αυτών ο επισκέπτης γνωρίζει και κατανοεί εν πολλοίς πτυχές της ιστορίας και των παραδόσεων του τόπου μας. Η έκθεση της συλλογής ξεκινά με το συντηρημένο μηχανισμό του παλαιού ρολογιού της πόλης, που κατασκευάστηκε το 1894 στην Ιταλία. Είναι το μοναδικό δείγμα που σώζεται στον ελληνικό χώρο.
Ακολουθεί μια εικόνα της Ένθρονης Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου του προικισμένου αγιογράφου Ιωάννου Σταθάκη, που χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Κάτω από την εικόνα αυτή εκτίθεται μια ανάγλυφη πλάκα με παράσταση δικέφαλου αετού του 1816, η οποία βρέθηκε στο ναό της Αγίας Βαρβάρας και από κάτω μια λιθογραφημένη πλάκα στην οποία εικονίζονται ο Ναός των Εισοδίων και οι Άγιοι που τιμώνται. Δεξιά της εικόνας εκτίθενται ένας ασημένιος σταυρός, δύο εξαπτέρυγα, μεταλλικοί δίσκοι με έκτυπες παραστάσεις, δισκοπότηρα, τέσσερις αρχιερατικές μίτρες, από τις οποίες ξεχωρίζει εκείνη του Επισκόπου Ρεθύμνης Γερασίμου Μαχαιριώτη 1789 και διάφορα άλλα ιερατικά και λειτουργικά σκεύη.
Στο τέταρτο τμήμα της προθήκης παρουσιάζονται τρία χρυσοκέντητα ιερατικά άμφια με αργυρά και επάργυρα καντήλια και θυμιατήρια, ένα κηροπήγιο αρτοκλασίας, ένα μυροδοχείο και ένα εξαιρετικής ομορφιάς διβάμβουλο σε μορφή φλόγας. Πρόκειται για είδος θυμιατηριού, που χρησιμοποιείται στη διάρκεια της Σαρακοστής και ιδιαίτερα τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το κάτω μέρος της προθήκης καταλαμβάνουν δύο καμπάνες κωδωνοκρουσίας και δύο χρυσοί φανοί, ρωσικής κατασκευής και προέλευσης, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σε λιτανείες και περιφορές.
Η μεγαλύτερη από τις δυο καμπάνες κατασκευάστηκε στην Ιταλία και προέρχεται από το Παλαιό Κωδωνοστάσιο του Μητροπολιτικού Ναού, ενώ η μικρότερη του 1899 φέρει σκηνές των Εισοδίων και της Σταύρωσης.
Αυτή η δεύτερη καμπάνα, όπως και οι άλλες επτά που βρίσκονται στο εικονοστάσιο του Μητροπολιτικού Ναού κατασκευάστηκαν από άλλη πολύ μεγαλύτερη καμπάνα σαν ευλαβική προσφορά της Συντεχνίας των Οινοπωλών του Ρεθύμνου, η οποία είχε ραγίσει και είχε σταλεί στη Βενετία γι’ αυτό το λόγο. Στο Εκκλησιαστικό Μουσείο εκτίθεται επίσης συλλογή από σπάνια, παλαιά νομίσματα (γαλλικά του 1868 , της αυτόνομης Κρήτης του 1901 και τουρκικά οι λεγόμενοι μαχμουτγιέδες) και ακόμα μια σειρά από αναθήματα (τάματα) από τα οποία ξεχωρίζει αυτό με την παράσταση 51 στρατιωτών, που το αφιέρωσαν στον Ιησού οι πολεμιστές του μετώπου της Αλβανίας, επειδή επέστρεψαν σώοι κατά τον πόλεμο του 1940-1941.
Σε άμεση σχέση με την Ορθοδοξία το Εκκλησιαστικό Μουσείο, είναι εύλογο να κινεί το ενδιαφέρον Θρησκευόμενων τουριστών άλλων δογμάτων.