Θα ήταν λάθος αν ο διάλογος που ξεκίνησε τον τελευταίο καιρό για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη περιοριζόταν μόνο στο θέμα του συμβουλίου και του προέδρου του. Από μόνη της η πλευρά αυτή δεν αρκεί για να κατανοηθεί και να αντιμετωπιστεί συνολικά το πρόβλημα. Ένα σοβαρό ζήτημα που δεν έχει μέχρι σήμερα αναδειχθεί είναι η προβληματική σχέση της Βιβλιοθήκης με το Δήμο. Η Βιβλιοθήκη κατά κύριο λόγο εξυπηρετεί τις ανάγκες της πόλης και των πολιτών της, όντας μια από τις βασικότερες υποδομές παιδείας και πολιτισμού. Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε τη σχέση αυτή στην περίπτωση της πόλης μας.
Μια όχι και τόσο αθώα παρανόηση
Η ονομασία Δημόσια Βιβλιοθήκη σε αντιδιαστολή με την ονομασία Δημοτική Βιβλιοθήκη έχει οδηγήσει σε μια σοβαρή παρανόηση που βολεύει και «απενεχοποιεί» τους δημοτικούς μας άρχοντες σε σχέση με τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους απέναντι στη Βιβλιοθήκη. Η παρανόηση (;) αυτή ξεκινά από την ίδρυσή της και κρατά αδιάλειπτα ως τις μέρες μας επί ζημία και της πόλης και της βιβλιοθήκης της.
Και οι δημοτικές και οι δημόσιες βιβλιοθήκες ταυτίζονται ως προς τους στόχους τους και κυρίως ως προς το κοινό που εξυπηρετούν. Δηλαδή και οι δύο κατηγορίες βιβλιοθηκών είναι γενικές, εξυπηρετούν κυρίως τους πολίτες όλων των κατηγοριών της πόλης ή της ευρύτερης περιοχής. Επομένως, ο δήμος, δηλαδή η πόλη ως συλλογικό πρόσωπο (αυτή η υπέροχη κληρονομιά που μας έδωσε η ελληνική αρχαιότητα) έχει άμεση υποχρέωση να νοιάζεται, να στηρίζει, να αναδεικνύει τη βιβλιοθήκη του αδιάφορο αν ονομάζεται δημόσια ή δημοτική. Ιδιαίτερα οι Δήμοι που διαθέτουν δημόσιες βιβλιοθήκες, ανακουφισμένοι από της ανάγκες μισθοδοσίας προσωπικού ή άλλων λειτουργικών εξόδων έχουν μεγαλύτερη ευθύνη και οφείλουν να τις αναδείξουν σε κέντρο και προμαχώνα των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών τους δραστηριοτήτων.
Γιατί η βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου έγινε δημόσια και όχι δημοτική
Βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο το 1945. Οι Γερμανοί μόλις έχουν φύγει. Η πόλη είναι εντελώς κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς, την πείνα, τη φτώχια, την ανεργία. Τότε, ανάμεσα στα ακόμα καπνίζοντα ερείπια, μια παρέα φωτισμένων ανθρώπων1 συναντάται και ανταλλάσει σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με την πορεία του απελευθερωμένου πια τόπου. Η ζωή της πόλης δειλά – δειλά ξαναρχίζει. Το κράτος ξεκινά μεγάλες προσπάθειες για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση των πόλεων και των οικισμών. Η ανασυγκρότηση, λέει η παρέα των ρεθεμνιωτών, δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική και οικιστική. Η κοινωνία και η πόλη έχει ανάγκη και πνευματικών – ανθρωπιστικών βάσεων. Χρειάζονται υποδομές που θα στηρίξουν την παιδεία και τη μόρφωση των πολιτών. Το Ρέθυμνο, αντίθετα με τα Χανιά και το Ηράκλειο δεν διαθέτει βιβλιοθήκη. Εκεί οι δήμοι είχαν καταφέρει χρόνια πριν να οργανώσουν τις δημοτικές τους βιβλιοθήκες.
Ξεκινά λοιπόν η ρεθεμνιώτικη παρέα μια φιλόδοξη και σχεδόν ουτοπική προσπάθεια να συγκροτήσει ένα σύλλογο, την «Πνευματική Εστία», με κύριο στόχο του τη δημιουργία βιβλιοθήκης για την πόλη. Οι πρώτες συνεδριάσεις του συμβουλίου (βλ. πιο κάτω τη λεζάντα φωτογραφίας) της Πνευματικής Εστίας γίνονται στο καφενείο του Κουτσουρούμπη στην προκυμαία και εκεί μαζεύονται τα πρώτα βιβλία.
Οι αγώνες και οι προσπάθειες της ομάδας είναι ηρωϊκές2. Όμως ήταν ξεκάθαρο ότι ούτε οι ίδιοι από μόνοι τους, αλλά ούτε και ο καθημαγμένος δήμος θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν μόνιμους πόρους, ώστε να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης έστω λειτουργία της Βιβλιοθήκης. Τότε ακριβώς παρουσιάστηκε ως από μηχανής θεός η λύση. Το 1949 δημοσιεύτηκε ο Α.Ν. 1362 «Περί ιδρύσεως, ανασυγκροτήσεως και ενιαίας οργανώσεως των ανά το Κράτος Βιβλιοθηκών» που προβλέπει την ίδρυση δημοσίων δηλ. κρατικών βιβλιοθηκών σε πρωτεύουσες νομών. Οι δαπάνες του προσωπικού καθώς και οι άλλες λειτουργικές δαπάνες των βιβλιοθηκών αυτών καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας. Οι άνθρωποι της Πνευματικής Εστίας αρπάζουν την ευκαιρία και στρέφουν όλες τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση αυτή. Τελικά πετυχαίνουν το στόχο τους. Το 1953 υπογράφεται το διάταγμα, που εντάσσει τη Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου στις διατάξεις του Ν. 1362 για τις δημόσιες βιβλιοθήκες.
Το διαζύγιο Δήμου και βιβλιοθήκης
Σίγουρα το διάταγμα του 1953 ήταν και είναι η μόνη λύση που εξασφαλίζει τη λειτουργία της βιβλιοθήκης. Όμως το γεγονός αυτό είχε και μια ιδιαίτερα αρνητική παράμετρο που δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί. Η πόλη απαλλαγμένη πια από τις υποχρεώσεις της προς τη βιβλιοθήκη της «τυρβάζει περί πολλά» άλλα. Μπορούμε να πούμε ότι με το διάταγμα αυτό σηματοδοτείται το διαζύγιο, ανάμεσα στο Δήμο και τη Βιβλιοθήκη. Βέβαια η βούληση του νομοθέτη δεν ήταν σε καμιά περίπτωση να αποδεσμεύσει το δήμο από τις υποχρεώσεις του. Στο άρθρο 10 παρ. β. του ΑΝ 1362 στον οποίο υπάγονται οι δημόσιες βιβλιοθήκες δηλώνεται ρητά ότι στα έσοδα της βιβλιοθήκης εντάσσεται «ετησία χορηγία του Δήμου της έδρας της Βιβλιοθήκης» . Πλην ματαίως, ο δήμος μας από το 1953 μέχρι σήμερα δεν έχει προσφέρει ούτε μια δραχμή, ως συμβολή του στη βιβλιοθήκη της πόλης, ούτε και νοιάστηκε βέβαια για την ευπρεπή στέγασή της. Συχνά πρόεδροι του Συμβουλίου της Βιβλιοθήκης ήταν οι ίδιοι οι δήμαρχοι, όμως ο ρόλος τους εξαντλούταν στις καθαρώς διαδικαστικές – διαχειριστικές ρουτίνες. Δημιουργήθηκε δηλαδή μια ανεπίτρεπτη παράδοση χωρισμού της βιβλιοθήκης από τα κοινά και τις δραστηριότητες της πόλης.
Να θυμίσουμε εδώ ότι η αγαστή συνεργασία Βιβλιοθήκης και Δήμου στο Ηράκλειο τα χρόνια του Μανώλη Καρέλη και του Νίκου Γιανναδάκη οδήγησε τη Βικελαία Βιβλιοθήκη σε πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο πανελλήνιας αν όχι ευρωπαϊκής εμβέλειας.
Το κτίριο της βιβλιοθήκης και η πόλη
Η υπόθεση της στέγασης της Βιβλιοθήκης αποτελεί την πιο κτυπητή, όχι τη μόνη, περίπτωση των συνεπειών του διαζυγίου Πόλης και Βιβλιοθήκης. Αντίθετα με την Εκκλησία που παρεχώρησε3 για τη Βιβλιοθήκη, ένα σημαντικό ακίνητο της στην καρδιά της πόλης4, ο Δήμος Ρεθύμνης, που αφειδώλευτα στέγασε τον ΟΤΕ, τη Σχολή Χωροφυλακής, τη Φιλαρμονική, το Γυμναστικό Σύλλογο Αρκάδι, το πολεοδομικό έκτρωμα που λέγεται Γυμναστήριο «Μελίνα Μερκούρη», το Δικαστικό Μέγαρο, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου να διαθέσει ή να βρει τον κατάλληλο χώρο για τη βιβλιοθήκη του. Κάποτε ο υπογράφων και ο κ. Γ. Παπιομύτογλου, (γιατί όχι, και ο κ. Μ. Τρούλης;), θα πρέπει να δημοσιεύσουν τις προσπάθειες και τις εκκλήσεις που έκαναν στις δημοτικές αρχές για την παραχώρηση ευπρεπούς οικοπέδου για τη Βιβλιοθήκη. Δυστυχώς οι προσπάθειες αυτές έμειναν ατελέσφορες5. Όμως, η υπόθεση της στέγασης της Βιβλιοθήκης δε μπορεί να είναι δουλειά ή παίνεμα ενός προσώπου. Είναι κατ’ εξοχήν υποχρέωση της πόλης, τις ανάγκες της οποίας θεραπεύει και εξυπηρετεί. Αποτελεί στίγμα που ο Δήμος κώφευσε στις εκκλήσεις αυτές. Να θυμίσουμε εδώ ότι, αντίθετα με το Ρέθυμνο, η Βικελαία Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο είναι στεγασμένη, στο πιο ακριβό και το πιο κεντρικό δημοτικό οικόπεδο της πόλης και ότι στα Χανιά η Βιβλιοθήκη καταλαμβάνει μια ολόκληρη πτέρυγα του Δημαρχιακού μεγάρου.
Λέγοντας τα παραπάνω δε θέλομε να γίνομε τιμητές. Επισημαίνουμε μόνο τις συνέπειες μιας ανεπίτρεπτης παρεξήγησης που κρατά ως σήμερα Στόχος μας είναι η αποκατάσταση των σχέσεων βιβλιοθήκης και πόλης. Ο Δήμος να επανεξετάσει τη στάση του απέναντι στη Βιβλιοθήκη, ν’ ακούσει τις ανάγκες της και να την εντάξει λειτουργικά στους σχεδιασμούς και στις δράσεις του. Ακόμα περισσότερο να ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας νέας συντροφιάς πολιτών για τη στήριξή της. Μιας συντροφιάς που θα λειτουργεί υπό την αιγίδα του και θα τη συμβουλεύεται στα θέματα που την αφορούν. Μόνο τότε θα έχει δικαιωθεί η προσπάθεια και ο κόπος των μεγάλων πραγματικά οραματιστών της ομάδας της «Πνευματική Εστία». Της ωραίας εκείνης ρεθεμνιώτικης παρέας που είχε το κουράγιο να ονειρεύεται πάνω στα ερείπια της μετακατοχικής μας πολιτείας.
1. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από σχετική συζήτηση που είχε ο υπογράφων το παρόν με τον αείμνηστο πρόεδρο της Πνευματικής Εστίας Πολύβιο Τσάκωνα το 1966, όταν διορίστηκε υπάλληλος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης.
2. Η κ. Πόπη Πολ. Τσάκωνα βεβαιώνει τον υπογράφοντα το παρόν ότι συχνά ο μισθός του πρώτου υπαλλήλου της Βιβλιοθήκης, του αείμνηστου Μάρκου Γιουμπάκη, μέχρι το 1953 που η Βιβλιοθήκη έγινε δημόσια, καταβαλλόταν από τα προσωπικά χρήματα του πατέρα της
3. Η χρήση του ακινήτου αυτού παραχωρήθηκε εντελώς δωρεάν μέχρι περίπου το 1970 και με ένα συμβολικό ενοίκιο έκτοτε
4. Είναι βέβαιο ότι ο γενναιόδωρος και πρόθυμος, σε κάθε κρούση για έργα κοινής ωφελείας, χορηγός από τα προσωπικά του χρήματα, αείμνηστος Επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης, συνέβαλε στην αποκατάσταση της στέγης του μέρους του ερειπωμένου κτιρίου που στέγασε τη Βιβλιοθήκη
5. Είναι γνωστή η συνολικά θετική εκτίμηση που έχω για το έργο και τη σημαντική προσφορά του Δημήτρη Αρχοντάκη στην πόλη κατά τη μακρά περίοδο της δημαρχίας του και δε θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να προστεθώ στους επικριτές του (όψιμους ή και παλαιότερους). Όμως οφείλω να πω ότι η ευθύνη του για τη μη εξεύρεση ευπρεπούς χώρου για τη Βιβλιοθήκη της πόλης δεν είναι αμελητέα. Κληρονόμησε, προφανώς, από τους προηγούμενους το διαζύγιο πόλης και Βιβλιοθήκης, δε θέλησε όμως ή δε μπόρεσε να συμβάλει στην υπέρβασή του.
Τo Δ.Σ. της Πνευματικής Εστίας Ρεθύμνης Όρθιοι: Γεώργιος Τσουδερός, ιατρός, Κώστας Αντωνάκης, δικηγόρος, Δημήτριος Δαφέρμος, φιλόλογος, Κώστας Καλοκύρης, θεολόγος (διέπρεψε ως αρχαιολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου, ήταν, μέχρι πριν λίγες μέρες), Ευάγγελος Δρανδάκης, δικηγόρος. Καθήμενοι: Εμμανουήλ Φραγγεδάκης, ιατρός, Πολύβιος Τσάκωνας, δικηγόρος, πρ. Νομάρχης (Πρόεδρος, εμψυχωτής, και όχι μόνο, του Συμβουλίου), Βασίλειος Καλαϊτζάκης, εκδότης της «Κρητικής Επιθεωρήσεως», Ιωάννης Δαλέντζας, λογοτέχνης. Από τη φωτογραφία απουσιάζει ο Νικ. Β. Δρανδάκης, φιλόλογος (διέπρεψε ως αρχαιολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου). Ο τέταρτος από τη σειρά των ορθίων, Κωνσταντίνος Καλοκύρης (1916-7 Μαΐου 2015), ήταν, μέχρι πριν λίγες μέρες, ο τελευταίος επιζών από την ομάδα αυτή των εκλεκτών συμπολιτών μας που οραματίστηκαν κυριολεκτικά εν μέσω ερειπίων την ίδρυση της Βιβλιοθήκης