Τα φαινόμενα της ενδοσχολικής βίας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο προς όφελος τόσο των παιδιών θυμάτων, όσο και των παιδιών θυτών. Ο σχολικός εκφοβισμός σε διάφορες μορφές του -λεκτική βία, σωματική, διαδικτυακή- υπάρχει στα ελληνικά σχολεία μηδενός του Ρεθύμνου εξαιρουμένου και η ανάγκη εξάλειψης του είναι απαραίτητη.
Τις επιπτώσεις της σχολικής βίας, η οποία συνδέεται σε πολλές των περιπτώσεων όπως τουλάχιστον δείχνουν τα ερευνητικά δεδομένα με τις παραβατικές συμπεριφορές εφήβων και νέων, ανέλυσαν ειδικοί επιστήμονες σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το πρωί του Σαββάτου στο Ρέθυμνο με θέμα «Ενδοσχολική βία: πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου».
Την ημερίδα διοργάνωσε η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Χανίων, Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, εποπτευόμενο και επιχορηγούμενο από το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τον Δήμο Ρεθύμνου και τη συνεργασία των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου και τα γραφεία Σχολικού Συμβούλου Πληροφορικής Δυτικής Κρήτης και Σχολικής Συμβούλου Φιλολόγων Ρεθύμνου.
Εξειδικευμένοι επιστήμονες παρουσίασαν στο κοινό τις βασικότερες αιτίες της ενδοσχολικής βίας, αλλά και τους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.
Η Ευτυχία Κατσιγαράκη, εγκληματολόγος και μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων του Εφετείου Κρήτης αναφέρθηκε σε ερευνητικά δεδομένα που καταδεικνύουν ότι η βία που καταγράφεται στα σχολεία πολλές φορές συνδέεται με την παραβατική συμπεριφορά των εφήβων. Παράλληλα, η ίδια τόνισε ότι σε αρκετές των περιπτώσεων, αυταρχικές-επιθετικές συμπεριφορές γονιών προς τα παιδιά τους, έχουν αντίστοιχα αρνητικά αποτελέσματα αφού τα παιδιά υιοθετούν αυτές τις επιθετικές μορφές ως τρόπο επίλυσης των διαφορών τους.
Ειδικότερα η ίδια υποστήριξε: «Μελέτες σε επίπεδο ευρωπαϊκό και σε διεθνές έχουν καταδείξει ότι υπάρχει σύνδεση των μορφών σχολικού εκφοβισμού που υιοθετούν παιδιά κατά τη σχολική τους ηλικία, με εκδήλωση πλέον και εδραίωση παραβατικών συμπεριφορών κατά την ηλικία της εφηβείας. Οι εκφοβιστικές μορφές που ακολουθούν τα παιδιά στο σχολείο, είναι μια μορφή παρεκκλίνουσας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία μας καταδεικνύει ότι αν δεν υπάρξουν κάποια μοντέλα βελτίωσης ή αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού στο στάδιο της εφηβείας που μπαίνει το παιδί, αυτό μπορεί να συνδεθεί άμεσα με την εκδήλωση αξιόποινων παραβατικών πράξεων, που σημαίνει ότι το παιδί αυτό μπορεί να έχει εμπλοκές με τη δικαιοσύνη. Άλλα δεδομένα έχουν καταδείξει τη σχέση του γονεϊκού περιβάλλοντος και ανατροφής με τις γονεϊκές και αυταρχικές πρακτικές ανατροφής, τις οποίες υιοθετούν οι γονείς σε αυτά τα παιδιά και αυτό πολλές φορές λειτουργεί δευτερογενώς, ενισχύει δηλαδή τη συμπεριφορά, την εκφοβιστική ή τη βίαιη συμπεριφορά που εκδηλώνει το παιδί στο σχολείο γιατί έχει μάθει με αυτό τον τρόπο να λύνει τις διαφορές του, έχοντας ως προσλαμβάνουσες παραστάσεις τον τρόπο που επιλύονται οι διάφορες οικογενειακές διαφορές ή διαφωνίες που μπορούν να υπάρξουν στο δικό τους οικογενειακό περιβάλλον».
Η ίδια αναφέρθηκε στον παιδαγωγικό τρόπο με τον οποίο η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει τα αδικήματα αυτά με δράστες παιδιά κάτω των 13 ετών υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν αναμορφωτικά μέτρα με εξαίρεση τα ειδεχθή αδικήματα τα οποία προβλέπουν ποινικό σωφρονισμό.
«Πριν τα 13 έτη κανένα παιδί δεν τιμωρείται. Μετά τα 15 έτη η κάθε πράξη παραβατική που εκδηλώνει το παιδί θεωρείται και αξιόποινη πράξη. Για τους ανήλικους δεν λέμε ότι βάζουμε ποινή στα παιδιά, απλά στα παιδιά δίνονται αναμορφωτικά μέτρα παιδαγωγικού χαρακτήρα. Δηλαδή δίδουμε μια ευκαιρία στο παιδί, λόγω ανωριμότητας ή μη ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του, με την επιβολή αναμορφωτικών μέτρων από το δικαστήριο ανηλίκων και την παρακολούθηση του από τους επιμελητές ανηλίκων, που είναι υπηρεσία που συνδράμει το έργο του δικαστή ανηλίκων, ώστε να μπορέσει να ενταχθεί και να μην υιοθετεί παραβατικές συμπεριφορές. Δεν είναι τιμωρητικό το σύστημα αλλά έχει περισσότερο παιδαγωγικό χαρακτήρα. Φυσικά στην τέλεση κάποιων ειδεχθών αδικημάτων επιβάλλεται ποινικός σωφρονισμός, δηλαδή ο εγκλεισμός σε κάποιο κατάστημα κράτησης μόνο εάν το περιστατικό είναι πολύ σοβαρό και χρειάζεται σε ένα κλειστό ιδρυματικό περιβάλλον η αντιμετώπιση του» τόνισε.
Η ίδια απαντώντας σε σχετική ερώτηση των «Ρ.Ν.» για το αν η δημοσιοποίηση των φαινομένων ενδοσχολικής βίας συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση της τοπικής κοινωνίας, ανέφερε πως όταν αυτό γίνεται εντός επιτρεπτών ορίων αποτελεί ένα θετικό βήμα σε ότι αφορά την επαγρύπνηση για την αναγνώριση του φαινομένου αλλά και τη λήψη μέτρων πρόληψης από γονείς και εκπαιδευτικούς. Ειδικότερα, τόνισε:
«Θεωρώ ότι η παρουσίαση των περιστατικών μερικές φορές ήταν σε όρια επιτρεπτά και άλλες όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως σίγουρα ευαισθητοποιήθηκε ο κόσμος και κινητοποιήθηκε στο να καταλάβει ότι υπάρχει ένα τέτοιο φαινόμενο αλλά και να γίνει ο διαχωρισμός για το τι είναι σχολικός εκφοβισμός και τι βίαιη συμπεριφορά που μπορεί να εκδηλώσει ένα παιδί στους συμμαθητές του» ενώ πρόσθεσε ότι ο ρόλος των εκπαιδευτικών και των γονιών είναι σημαντικός γι’ αυτό και ανέφερε ότι είναι σημαντική η συμμετοχή τους σε σεμινάρια και ημερίδες που διοργανώνονται για την ενημέρωση του κοινού.
Το 26% των παιδιών έχουν δεχτεί διαδικτυακό εκφοβισμό
Αυξάνονται τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά διαδικτυακού εκφοβισμού, το λεγόμενο cyber bullyin, με την τελευταία έρευνα του 2012 να αναφέρει ότι το 26.6% των παιδιών έχουν δεχτεί επιθετική συμπεριφορά μέσω του διαδικτύου. Στους κινδύνους που ελλοχεύει η ανεξέλεγκτη απασχόληση των εφήβων με το διαδίκτυο τόσο σε ότι αφορά τη συμμετοχή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook, instagramm, viber) όσο και στα ηλεκτρονικά παιγνίδια αναφέρθηκε στη διάρκεια της ημερίδας η κ. Λούση Σιρινιάν, συνεργάτης του προγράμματος «Αριάδνη» που ασχολείται με τον εθισμό των εφήβων και των νέων στο διαδίκτυο. «Το cyber bullying είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται από το ’90 και μετά, δηλαδή από τότε που έχουμε διαδίκτυο και έχει ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό εξάπλωσης. Σε μια έρευνα του 2012, το 26.6% των παιδιών δήλωσαν ότι έχουν δεχθεί cyber bullying, δηλαδή επιθετική συμπεριφορά στο διαδίκτυο, προσβλητικά σχόλια και κοροϊδία, συμπεριφορές τις οποίες τα παιδιά δεν τα αντιλαμβάνονται εύκολα. Από κει και πέρα υπάρχουν συμπεριφορές πιο επικίνδυνες, όπως είναι για παράδειγμα η καταδίωξη και παρακολούθηση με την αποστολή συνεχόμενων μηνυμάτων που πιθανόν να θέσουν και τη ζωή του παιδιού ή των παιδιών-στόχο σε κίνδυνο. Υπάρχει αποκάλυψη προσωπικών στιγμών των παιδιών, είτε με βίντεο, είτε με φωτογραφίες -ένα πολύ συχνό φαινόμενο που υπάρχει στο Ρέθυμνο. Τραβάνε τα παιδιά φωτογραφίες για πλάκα καθώς ζούμε στην εποχή της εικόνας και βγάζουν φωτογραφίες είτε στις τουαλέτες, είτε τον εκπαιδευτικό τους, είτε ένα φίλο τους που είναι σε μια στάση όχι και τόσο κολακευτική και τις ανεβάζουν στο διαδίκτυο και γελούν όλοι για πλάκα. Όμως το θύμα δεν γελά. Όταν γελάσει το θύμα τότε δεν μιλάμε για εκφοβισμό. Όμως όταν κάποιος προσβάλλεται, ενοχλείται, κοκκινίζει, νιώθει άσχημα, τότε υπάρχει αυτό το φαινόμενο».
Η κ. Σιρινιάν αναφέρθηκε στον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λέγοντας μεταξύ άλλων: «Όλα τα παιδιά σε πολύ μεγάλο ποσοστό της τάξεως του 80-90% είναι μέλη τουλάχιστον σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Τα παιδιά μέσα από αυτό κοινωνικοποιούνται μεν, χάνουν όμως την κοινωνικότητα που αναπτύσσεται όταν παίζουν ή είναι με άλλα παιδιά στο σχολείο. Δηλαδή μέσα από την εικόνα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χάνουν τη σημειολογία της επικοινωνίας, χάνουν την έκφραση του άλλου- γι’ αυτό έχουμε και emoticons, δηλαδή τις μικρές φατσούλες που δείχνουν τα συναισθήματα μας» και συνέχισε αναφερόμενη στους κινδύνους που εγκυμονούνται από τη συμμετοχή των παιδιών σε ηλεκτρονικά τυχερά παιγνίδια μέσω ιντερνέτ, ενώ ανέφερε πως τα Ελληνόπουλα κατέχουν τη θλιβερή πρωτιά με βάση πανευρωπαϊκή έρευνα: «Παράλληλα τα παιδιά ασχολούνται με ηλεκτρονικά παιγνίδια που είναι επικίνδυνα καθώς είτε είναι ακατάλληλα για την ηλικία τους ή το περιεχόμενο τους είναι βίαιο ή προωθεί τα ναρκωτικά ή τις φυλετικές διακρίσεις. Εκεί μάλιστα γίνεται και προσέγγιση των εφήβων, σε χώρο έξω από το διαδίκτυο σε πραγματικό χώρο δηλαδή, με άτομα που το παιδί δεν ξέρει. Την ίδια στιγμή τα Ελληνόπουλα έχουν την πρωτιά στα τυχερά παιγνίδια -τζόγο, με βάση μια πανευρωπαϊκή έρευνα, ενώ δεν ασχολούνται μόνο με τα ηλεκτρονικά τυχερά παιγνίδια αλλά και με τα πραγματικά και μάλιστα πολύ περισσότερο από τους ενήλικους. Και σε αυτή την περίπτωση των ηλεκτρονικών παιγνιδιών τα παιδιά χάνουν μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας, όπου ενώ αναπτύσσουν τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από τα παιγνίδια, στα ηλεκτρονικά υπάρχει το εύκολο κέρδος, υπάρχει το ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν για κάτι, ανταμείβονται εύκολα κ.λπ. Άρα παίζονται πάρα πολλά ψυχολογικά παιγνίδια και συμβόλαια στον ψυχικό κόσμο του παιδιού τα οποία το ωθούν προς τα εκεί».
Σε ότι αφορά τον εθισμό, την υπερβολική δηλαδή ενασχόληση των παιδιών με το διαδίκτυο, όπως είπε η κ. Σιρινίνα, αφορά ένα πολύ μικρό ποσοστό παιδιών της τάξεως του 1,2%. «Τα παιδιά αυτά δεν μπορούν χωρίς το διαδίκτυο γιατί δεν έχουν τι άλλο να κάνουν, δεν έχουν εξωσχολικά ενδιαφέροντα, δεν έχουν φίλους ή άλλα παιδιά καταλήγουν εκεί γιατί έχουν ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες ή ανήκουν σε μια κατηγορία που αντιμετωπίζουν για παράδειγμα μακροχρόνιες ασθένειες. Αυτά τα παιδιά είναι επιρρεπή στον εθισμό γιατί εκεί στο διαδίκτυο τα καταφέρνουν».
«Υπάρχουν λύσεις αντιμετώπισης του διαδικτυακού εκφοβισμού»
Αναφερόμενη στις προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος η ίδια αναφέρθηκε στον ρόλο του προγράμματος «Αριάδνη» και ξεκαθάρισε πως το βασικότερο είναι να υπάρξει η ενημέρωση ενήλικα για τον διαδικτυακό εκφοβισμό. «Υπάρχουν λύσεις. Τα παιδιά αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, όμως αυτό που τα συμβουλεύουμε είναι πρώτα να απευθυνθούν σε έναν ενήλικα που εμπιστεύονται, είτε στο σχολείο, είτε στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Μέσα από το πρόγραμμα «Αριάδνη» δίνουμε επίσης λύσεις. Υπάρχει δηλαδή ένα τηλέφωνο στο 8001180015, είναι γραμμή ενημέρωσης στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», απαντούν ειδικοί ψυχολόγοι, εκπαιδευμένοι για όλα τα θέματα της τεχνολογίας που μπορούν να δώσουν οδηγίες στα παιδιά για το τι μπορούν να κάνουν. Φυσικά υπάρχει και η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και εμείς όταν αντιληφτούμε ότι υπάρχει ένα σοβαρό περιστατικό, υπάρχει δηλαδή απειλή ζωής ή αυτό το παιδί φοβάται να βγει από το σπίτι ή όταν υπάρχει διάχυση ακατάλληλων φωτογραφιών του παιδιού σε όλο το σχολείο εξαιτίας της ζήλειας κάποιου άλλου συμμαθητή, σε αυτή την περίπτωση θα ζητήσουμε τη συνδρομή της» είπε.
Η κ. Σιρινιάν υποστήριξε τέλος ότι ο διαδικτυακός εκφοβισμός ακολουθεί τον σχολικό εκφοβισμό. «Συνήθως το cyber bullying ακολουθεί τον σχολικό εκφοβισμό. Όπου υπάρχει σχολικός εκφοβισμός συνήθως υπάρχει και διαδικτυακός. Όταν πάρουμε μέτρα κατά του σχολικού εκφοβισμού φθίνει. Από μόνος του δεν υπάρχει, δεν έχει σχέση με την τεχνολογία. Έχει σχέση με το να ξέρω να συμπεριφερθώ ώριμα και να συνδιαλεχτώ με τους άλλους με ευγένεια, καλοσύνη, κριτικό πνεύμα και να μην αποδέχομαι οτιδήποτε μου σερβίρουν».