Το παρόν άρθρο αποτελεί το πρώτο από μια ενότητα τριών κειμένων, που τα άλλα δύο θα δημοσιευτούν τις επόμενες εβδομάδες και τα οποία αποτελούν μια σπονδυλωτή αφήγηση για τη Μινωική Κρήτη.
Τα επόμενα δύο τιτλοφορούνται ως:
– Πώς οι Μινωικές πόλεις γοητεύουν τους αρχαιολόγους, Έλληνες και ξένους!
– Το φαινόμενο της «Μινωικοποίησης» (Minoanisation) και η πρόταση για την ίδρυση πνευματικού ιδρύματος στην Κρήτη για μια δυναμική Διεθνή «διάχυση (diffusion)» σκέψης και γνώσης των αρχαίων Μεσογειακών πολιτισμών, με ορίζοντα στο διηνεκές!
Η βασιλική οδός
Οι μύθοι πάντα αποτελούσαν «τη βασιλική οδό» για να περάσει η αφήγηση της δόξας και της ένδοξης λαϊκής παράδοσης ενός λαού στη νεώτερη γενιά! Οι μύθοι αυτοί, πατούσαν κατά βάση σε ένα γεγονός λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακό και η αφήγησή τους γιγαντωνόταν στο βάθος ενός φαντασιακού χρόνου. Οι Αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν οι πρωτεργάτες αυτής της μυθοπλασίας και μέσω αυτής αφηγήθηκαν όλες τις δοξασίες της λαμπρής μας ιστορίας.
Ο των Μινωιτών μύθος
Δέκα αιώνες και περισσότερο πριν ακόμη ο Όμηρος εμπνευστεί τα έπη του, που γλαφυρότερα και αξιολογότερα έως σήμερα δεν έχουν γραφεί, ένας άλλος λαός, ξεχωριστός για τους φημισμένους τοξοβόλους του, οι Μινωίτες, έκτιζαν το δικό τους Μύθο. Ο τόπος τους ήταν το μεγάλο νησί καταμεσής της «Μεγάλης Πράσινης«, όπως τα χρόνια αυτά οι Αιγύπτιοι των Φαραώ, ονομάτιζαν τη Μεσόγειο. Είχαν για βασιλιά τους πρόσωπο στην σφαίρα του φαντασιακού που τον ονομάτιζαν Μίνωα. Τον αγαπούσαν ιδιαίτερα ή πιο συγκεκριμένα τον λάτρευαν για το δίκαιο και σοφό τρόπο που τους κυβερνούσε και γι’ αυτό πήραν και τ’ όνομά του. Ονομάστηκαν Μινωίτες! Η δόξα των Μινωιτών διήρκεσε πολλούς αιώνες, ώσπου, οι θεοί τους, εξαντλώντας την αυστηρότητά τους, περισσότερο σαν δοκιμασία παρά σαν τιμωρία, τους έστειλαν σεισμούς και πύρινα κύματα που γκρέμισαν και έκαψαν τις πόλεις τους και θανάτωσαν τους ανθρώπους τους. Και από τους περίτρανους αυτούς Μινωίτες ελάχιστοι επέζησαν και οι πολιτείες τους ερειπώθηκαν και αφανίστηκαν.
Ο Όμηρος και το «περίρρυτο» νησί
Όμως το διαμαντένιο τους νησί, στο μέσον της «Μεγάλη Πράσινης», όπως με πολύ γλαφυρότητα το περιγράφει ο Όμηρος στην Οδύσσεια:
…«Κρήτη τις γαι’ έστι, μέσω ενί πόντω,
καλή και πίειρα, περίρρυτος…..»,
δηλαδή, …υπάρχει κάποια χώρα, η Κρήτη, στη μέση του γυαλιστερού Πόντου, ωραία και γόνιμη, που βρέχεται ολόγυρα από τη θάλασσα…,
το ορέγονταν όλοι οι λαοί που κατέβαιναν από το Βορρά, για το κλίμα του, το κρασί του, αλλά κυρίως για τη θέση του! Από το νησί αυτό θα μπορούσαν να ελέγχουν ολόκληρη τη «Μεγάλη Πράσινη» και συγχρόνως να έχουν πρόσβαση στις πλούσιες περιοχές, της Αιγύπτου, της γης των Φοινίκων και ως τις χώρες της μακρινής Μεσοποταμίας.
Οι εποικισμοί των βόρειων λαών
Έτσι στο «νησί των Κεφτιού» όπως και πάλι οι Αιγύπτιοι ονομάτιζαν την Κρήτη και τον λαό της, επέδραμαν και οι Πελασγοί και οι Αχαιοί και εν τέλει και οι Δωριείς. Μάρτυρας για την αφήγησή μας αυτή αποτελεί και πάλι ο Όμηρος που την Κρήτη, τόσο στην Ιλιάδα την αναφέρει ως «εκατόμπολιν» όσο και στην Οδύσσεια ως έχουσα «ενενήκοντα πόλεις». Ακόμη ο Όμηρος μας αφηγείται πως στο νησί ομιλείται «γλώσσα μεμειγμένη», αφού όπως μας εξιστορεί, οι κάτοικοί του προέρχονταν τουλάχιστον από πέντε λαούς, τους Αχαιούς, τους Ετεόκρητες, τους Κύδωνες, τους Δωριείς αλλά και τους Πελασγούς. Συνυπήρχαν δηλαδή στο νησί άνθρωποι από πέντε λαούς και μάλιστα ομιλούσαν τις δικές τους γλώσσες! Και οι Κρήτες αυτοί, που σταδιακά ενσωματωνόταν με τους γηγενείς, συμβίωναν στις πόλεις και στις περιοχές του νησιού τους, άλλοτε εν ειρήνη και άλλοτε με συγκρούσεις μεταξύ τους για αιώνες πολλούς! Ώσπου το νησί τους, στους ύστερους κλασσικούς χρόνους μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, τη λεγόμενη Ελληνιστική εποχή γνώρισε ξανά, δόξα λαμπρή. Ήταν οι εποχή που κυρίαρχοι στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου, απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου.
Οι νέοι κατακτητές του νησιού
Ύστερα ήρθαν οι Ρωμαίοι, που εκυρίευσαν το νησί και έκαναν πρωτεύουσά τους, την πόλη της Γόρτυνας που την κατέστησαν μεγάλη και τρανή. Όταν μερικούς αιώνες μετά ο Μέγας Κωνσταντίνος όντας Ρωμαίος Αυτοκράτορας μετονόμασε το Ρωμαϊκό κράτος σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το νησί πέρασε στη κυριαρχία των Βυζαντινών. Αργότερα στο νησί βρήκαν καταφύγιο οι ξεριζωμένοι Ανδαλουσιανοί Άραβες διωγμένοι από το βασιλιά της Ισπανίας, που έκτισαν και έκαναν πρωτεύουσά τους τον Χάνδακα. Η πόλη αυτή έμελλε να μεγαλουργήσει από εκείνη την εποχή! Αργότερα οι Βυζαντινοί έδιωξαν τους Άραβες και επανέφεραν το νησί στη κυριαρχία τους. Αυτή η Β’ Βυζαντινή περίοδος κυριαρχίας κράτησε έως την εποχή των Σταυροφόρων, όπου με το πέρας της Δ’ Σταυροφορίας, το νησί βρέθηκε στη κυριαρχία των Γενουατών. Μετά τους Γεννουάτες η Κρήτη πέρασε στη κυριαρχία των Ενετών που πλήρωσαν χρηματικά ανταλλάγματα στους Γενουάτες για να την αποκτήσουν! Οι νέοι εξουσιαστές του νησιού όντες τη περίοδο αυτή οι κυρίαρχοι της Μεσογείου, το κατέστησαν μεγάλο εμπορικό αλλά και πολιτιστικό κέντρο, και ανέδειξαν σπουδαίες πόλεις το Χάνδακα (το Ηράκλειο), το Rettimo (το Ρέθυμνο) και τα La Canea (τα Χανιά).
Οι τελευταίοι κατακτητές
Ωστόσο οι Μινωίτες, όλους αυτούς τους αιώνες είχαν ξεχαστεί και τα Παλάτια τους και οι πόλεις τους παρέμεναν θαμμένα στην Κρητική γη που όμως εκείνη, τα φύλαγε σαν το πιο ακριβό της μυστικό. Πάνω τους ήταν φυτεμένοι ελαιώνες και αμπέλια και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι ανεκτίμητοι θησαυροί βρίσκονταν να αναπαύονται προστατευμένοι στα σπλάχνα της εύφορης τους γης! Μετά από 400 τόσα χρόνια της κυριαρχίας των Ενετών, έγινε και πάλι εναλλαγή στους κατακτητές του νησιού και η κυριαρχία του πέρασε στους Οθωμανούς που με τη σειρά τους βύθισαν τους Κρήτες στη δική τους σκλαβιά, εκμεταλλευόμενοι τη γη τους και το μόχθο των δύσμοιρων κατοίκων του.
Η ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Όμως φτάνοντας πια στα τέλη του 19ου αιώνα, στη Τουρκοκρατούμενη Κρήτη, η Υψηλή Πύλη κάτω από τις πιέσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων εξ αιτίας της αιματοχυσίας των Επαναστατών Κρητών, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε κάποιες κινήσεις φιλελευθεροποίησης. Αποδέχτηκε αναγκαστικά κάποια από τα αιτήματα των Επαναστατημένων Κρητών, όπως, την ίδρυση κάποιων σχολείων, τις σχετικές ελευθερίες θρησκευτικής λατρείας, την ίδρυση τυπογραφείων και τη δυνατότητα έκδοσης κάποιων εφημερίδων αλλά και το σημαντικότερο την ίδρυση της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών εγκαθιδρύοντας το θεσμό των εκλεγμένων πληρεξουσίων. Στα πλαίσια αυτής της φιλελευθεροποίησης δημιουργήθηκε και η δυνατότητα φοίτησης των Νεολαίων Κρητών στο νεοϊδρυθέν «Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο» στην Ελεύθερη πια Ελλάδα. Έτσι στα μέσα πια του 1800 αρχίζουν να επιστρέφουν στο νησί και οι πρώτοι Κρήτες επιστήμονες κύρια νομομαθείς, απόφοιτοι φιλολογικών και φιλοσοφικών σπουδών καθώς και γιατροί.
Οι πρώτοι Κρήτες πτυχιούχοι, πληρεξούσιοι στη Γενική Συνέλευση
Από τη δεκαετία του 1870, η σύνθεση του σώματος των εκλεγμένων πληρεξουσίων, που έως τότε κυρίως ανήκαν στην αγροτική τάξη, άλλαξε και τα έδρανα των πληρεξουσίων της Γενικής Συνελεύσεως κατελάμβαναν Κρήτες πτυχιούχοι του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Λ. Καλλιβρετάκης, Αθήνα 2004). Στο νησί δηλαδή ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται ένας κύκλος μορφωμένων και λογίων, που πάσκιζαν να βελτιώσουν το μορφωτικό επίπεδο του λαού των Κρητών. Συγχρόνως ο κύκλος αυτών των μορφωμένων αναζητούσε τις ιστορικές ρίζες του πολύπαθου λαού τους. Είχαν διδαχτεί στο Πανεπιστήμιο τα έπη του Ομήρου και τα έργα των Αρχαίων κλασικών και είχαν μάθει για το θαυμαστό κόσμο των Μινωιτών από τις περιγραφές του Ηρόδοτου, τις αναφορές του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη αλλά και από τις περιηγητικές αφηγήσεις του Διόδωρου του Σικελιώτη. Όμως δεν εγνώριζαν ούτε τους χώρους που έζησαν και εμεγαλούργησαν οι Μινωίτες, και ούτε βέβαια και τα έργα του πολιτισμού τους. Ο πρώτος που επιχείρησε να αναζητήσει αυτό το μυθικό κόσμο των Μινωιτών ήταν, ο Ηρακλειώτης έμπορος αλλά και με σπουδές νομικών, ο Μίνωας Καλοκαιρινός το 1878, ξεκινώντας τις πρώτες ανασκαφές στο λόφο της Κνωσού. Ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να ανασκάψει σε αυτό το χώρο και γι’ αυτό δίκαια θεωρήθηκε ως, εκείνος που ανακάλυψε το παλάτι της Κνωσού.
Η ιστορία των ανασκαφών της Κνωσού
Ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης, ο Φωτιάδης Πασσάς που ήταν και μάλιστα χριστιανός, επισκέφθηκε την ανασκαφή και εντυπωσιάστηκε. Στη συνέχεια όμως αρνήθηκε να επιτρέψει άλλες ανασκαφές, όταν του ζητήθηκε άδεια τόσο από την αποστολή του Βρετανικού Μουσείου, όσο και από τη Γαλλική σχολή Αθηνών αλλά και από το Αρχαιολογικό ινστιτούτο της Αμερικής καθώς την Ιταλική αποστολή (Α. Βασιλάκης, 2017). Αυτό, ο Φωτιάδης Πασσάς το έπραξε μετά από πιέσεις των Κρητών Παραγόντων αφενός για να προστατευθεί ο χώρος από τους αρχαιοκάπηλους, αλλά και για να μην αρπαγούν και μεταφερθούν στη Κωνσταντινούπολη τα σπουδαία ευρήματα που η αρχαιολογική σκαπάνη θα έφερνε στην επιφάνεια. Τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές άρχισε αρκετά αργότερα ο Βρετανός σπουδαίος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς το 1900 στην Κνωσό μετά από άδεια που εξασφάλισε από την Οθωμανική διοίκηση. Ακολούθησε το 1901 ο νεαρός τότε Ιταλός επιγραφολόγος Φρειδερίκος Άλμπερ που άρχισε ανασκαφές στη Φαιστό. Στα επόμενα χρόνια ξεκίνησαν ανασκαφές σε πολλά σημεία του νησιού. Από τους πρώτους Έλληνες ανασκαφείς, ήταν οι σπουδαίοι αρχαιολόγοι, ο Σπυρίδωνας Μαρινάτος και ο Νικόλαος Πλάτων αλλά και ο πρώτος Κρήτας αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης. Έκτοτε δημιουργήθηκε ένα τρομακτικό Διεθνές ενδιαφέρον για τις ανασκαφές, που κατέστησαν την Κρήτη ένα πραγματικό παράδεισο αρχαιολογικού «ιμπεριαλισμού» κατά τη φράση του Ηρακλειώτη επίτιμου εφόρου αρχαιοτήτων Αντώνιου Βασιλάκη.
Ο μύθος που διατηρήθηκε για 3.500 χρόνια
Η δύναμη του μύθου των Μινωιτών ήταν τόσο ισχυρή, που παρ’ όλο που είχαν περάσει ήδη 3.500 τόσα χρόνια από τότε που εκείνοι και οι πόλεις τους αφανίστηκαν, ο μύθος τους δεν ξεχάστηκε. Όταν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες ο θαυμαστός τους μύθος αποκαλύφθηκε και μαζί μ’ αυτόν και ο λαμπρός πολιτισμός του νησιού μας.