Ήταν οι πρώτες μέρες του Ιανουαρίου του 1982, λίγο μετά τις εκλογές που είχαν αναδείξει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όταν ένα πρωί κατά τις 10 χτύπησε το τηλέφωνό μου στο δημαρχείο.
– «Παρακαλώ».
– «Είστε ο δήμαρχος; Λέγομαι Θωμάς και είμαι ιδιαίτερος γραμματέας της υπουργού της κυρίας Μελίνας. Βρισκόμαστε στο Ηράκλειο. Μπορούμε να σας επισκεφθούμε στο γραφείο σας;»
– «Και βέβαια μπορείτε. Πότε θα ‘ρθετε;»
– «Τώρα».
– «Τώρα; Και γιατί δεν με ειδοποιήσατε νωρίτερα; Θα μπορούσα να λείπω».
– «Καλά, καλά, θα τα πούμε».
Σκέφτηκα αμέσως ότι το θέμα μας θα ήταν η Παλιά Πόλη. Μέχρι τότε, ύστερα από τις ισχυρές πολιτικές πιέσεις που ασκούσε ο πολυάνθρωπος και δυναμικός «Σύλλογος Ιδιοκτητών Παλιάς Πόλης», είχαν έρθει ήδη στο Ρέθυμνο για το ίδιο θέμα («κατάργηση του νόμου που επέβαλε ο δήμαρχος στην Παλιά Πόλη») τρεις υπουργοί Πολιτισμού, οι Πλυτάς, Νιάνιας και Αδριανόπουλος, αλλά και οι τρεις είχαν αντισταθεί με εύσχημο τρόπο στις έντονες πιέσεις του συλλόγου και είχαν διαβληθεί γι’ αυτό ότι δήθεν «μου έκαναν πλάτες». Τώρα που υπουργός Πολιτισμού ήταν πρόσωπο αντίθετο πολιτικά μ’ αυτούς, ο σΣύλλογος ήταν βέβαιος ότι θα «με έβαζε στη θέση μου» καταργώντας την αρχαιολογική προστασία του ιστορικού κέντρου και υπήρχε ενθουσιασμός και βιασύνη γι’ αυτό. Ήταν η πρώτη επίσκεψη υπουργού της νέας κυβέρνησης στο νησί μας.
Αυτά σκεπτόμουν, όταν κατά τις 11:30 ανέβηκε στο γραφείο μου ασθμαίνοντας ο μακαρίτης Βαγγέλης Νικολακάκης, ο κλητήρας του δήμου, και μου είπε: «Κύριε δήμαρχε, ήρθαν».
Βγήκα να τους προϋπαντήσω, αλλά ήδη η Μελίνα πρώτη-πρώτη ανέβαινε στο κεφαλόσκαλο. Την αγκάλιασα και τη φίλησα -ήταν η συμπάθειά μου ως καλλιτέχνιδα- και περάσαμε στο γραφείο με την πολυάριθμη συνοδεία της από στελέχη του υπουργείου, προσωπικούς συμβούλους της και τοπικούς πολιτικούς παράγοντες, και την έβαλα να καθίσει στη θέση μου («Να νιώσει κι αυτή για λίγο δήμαρχος, όπως ο πατέρας της» την αστειεύτηκα), και μετά τον καφέ ζήτησα να καθορίσει το πρόγραμμα και τα θέματα που θα εξετάζαμε. Το θέμα ήταν πράγματι η Παλιά Πόλη και ήθελε να την επισκεφθούμε αμέσως και το απόγευμα να κάμουμε σύσκεψη γι’ αυτήν.
Ήμουν έτοιμος να κάμω προσωπικά την ενημέρωση, όπως είχα κάμει και με τους άλλου υπουργούς Πολιτισμού, αλλά για να είναι η ξενάγηση αδιάβλητη, είχα παρακαλέσει την αρχιτέκτονα Ρένα Μαγιάφα, στέλεχος τότε της αρχαιολογικής υπηρεσίας, να την κάμει αυτή και ήδη περίμενε στο δημαρχείο. Κατεβήκαμε λοιπόν από την οδό Βάρδα Καλλέργη και μπήκαμε στο πρώτο στενό αριστερά. Εκεί μας σταμάτησε η Ρένα και δείχνοντας ένα παραδοσιακό μπαλκόνι είπε: «Αυτό το μπαλκόνι, κυρία υπουργέ, φτειάχτηκε σύμφωνα με σχέδια που δώσαμε στον ιδιοκτήτη».
– «Πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο», σχολίασε η Μελίνα.
– «Μπγάβο, μπγάβο», επικρότησε με τη γαλλική προφορά του κι ο σύζυγός της ο Ζυλ Ντασσέν, που ήταν πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος και πάντα δίπλα της.
Εκεί κοντά ήταν ένα άλλο μπαλκόνι, σωστό τσιμεντένιο κουτί, και η Ρένα δείχνοντάς το είπε:
– «Κυρία υπουργέ, αυτός ο ιδιοκτήτης δεν δέχτηκε τις υποδείξεις μας και του κάμαμε μήνυση».
– «Καλά του κάνατε», σχολίασε η Μελίνα.
– «Μπγάβο, μπγάβο», συμφώνησε και ο Ντασσέν.
Τότε ο πανύψηλος μακαρίτης Τερζιδογιάννης, ωραίος Ρεθεμνιώτικος τύπος που ήταν αντιπρόεδρος του Συλλόγου των Ιδιοκτητών, έσκυψε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Δήμαρχε, εκομποδέσαν οι κλωστές»!
Με το πνεύμα αυτό περιήλθαμε σχεδόν ολόκληρη την Παλιά Πόλη. Παντού οι συμπολίτες υποδεχόταν τη Μελίνα με θερμές εκδηλώσεις, με φιλοφροσύνη ή και ενθουσιασμό, που το τηλεοπτικό συνεργείο κατέγραφε. Και ύστερα από ένα γεύμα, κατά τη διάρκεια του οποίου ζήτησε να γίνει η σύσκεψη στις 7 μ.μ., αποσύρθηκε για ανάπαυση.
Το απόγευμα πήγα νωρίς στο Δημαρχείο να βεβαιωθώ ότι όλα ήσαν έτοιμα για τη σύσκεψη και βρήκα να περιμένουν στον προθάλαμο δύο ηλικιωμένες κυρίες, άψογα ντυμένες, ωραίες αρχοντικές μορφές, που λες και είχαν αναστηθεί από τη χρυσή εποχή του Ρεθύμνου. Δεν τις ήξερα ούτε τις ξαναείδα ποτέ.
– «Κύριε δήμαρχε», μου είπε η μια, «την αδελφή μου την έχει βαφτίσει ο πατέρας της Μελίνας. Μπορούμε να τη δούμε και να της προσφέρουμε ένα αναμνηστικό»; Κρατούσαν ένα πακέτο κι ένα κουτί, πολύ περιποιημένα.
– «Και βέβαια μπορείτε. Θα σας παρουσιάσω εγώ. Καθίστε εδώ».
Στις 7 που ήρθε η Μελίνα με το κλιμάκιό της τις παρουσίασα. Αγκαλιάστηκαν συγκινημένες, φιλήθηκαν και η Μελίνα άνοιξε το πακέτο. Ήταν μια εσάρπα από κόκκινο βελούδο κεντημένο περιμετρικά με χρυσοκλωστή, υπέροχο κομμάτι, που εύλογα θα έλεγε κανείς ότι φιλοτεχνήθηκε σε κορυφαίο βενετσιάνικο εργαστήριο. Η Μελίνα την αποθαύμασε, τη δίπλωσε σε τρίγωνο και σκέπασε τους ώμους της. Κατόπιν ήρθε η σειρά του λουστραρισμένου μακρόστενου ξύλινου κουτιού. Το άνοιξε και παρουσιάστηκε ένα μεγάλο χειροποίητο ασημένιο κρητικό μαχαίρι, μουσειακό κομμάτι επίσης.
Η Μελίνα ένιωσε κάπως αμήχανη, αλλά εγώ την ενθάρρυνα: «Πάρτο, κυρία υπουργέ, να κρατά και η Στέλα μαχαίρι», απηχώντας την γνωστή κραυγή του Γιώργου Φούντα στην ομώνυμη ταινία: «Στέλα, κρατάω μαχαίρι»! Γέλασε, το έπιασε από τη λαβή, το τράβηξε από το θηκάρι με προσποιητή απειλητική έκφραση και το ξανάβαλε στο κουτί του.
Γράφω αυτές τις λεπτομέρειες και μακραίνω το κείμενο συνειδητά, ως φόρο τιμής στη μνήμη μιας γυναίκας που συνδύαζε έντονη προσωπική γοητεία με πολύ μυαλό και στήριξε έμμεσα την Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου.
Η σύσκεψη που ακολούθησε πήρε κατά κάποιο τρόπο μορφή δικαστηρίου. Η Μελίνα κάλεσε τον πρόεδρο του Συλλόγου των Ιδιοκτητών, τον μακαρίτη Γιώργη Μουσούρο, να εκθέσει τις απόψεις του. Αυτός περιέγραψε με πολύ μελανά χρώματα τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης (σ’ αυτό είχε κάθε δίκιο) και τις απέδωσε στη δέσμευση του αρχαιολογικού νόμου, που απαγόρευε το γκρέμισμα των «τουρκομαχαλάδων» και την ανέγερση σύγχρονων πολυκατοικιών. Και για όλη αυτή τη δυστυχία κατηγορούσε με πάθος εμένα, «που προσπαθούσα να τους αποκοιμίσω με φανταστικά Προγράμματα και όνειρα» (σ’ αυτό είχε άδικο, αλλά δεν ήξερε ότι τα προβλήματα της Παλιάς Πόλης δεν μπορούσαν να λυθούν με άλλο τρόπο παρά μόνο με την αξιολόγηση του ιστορικού χαρακτήρα της).
Μετά ήταν η σειρά μου να «απολογηθώ». Εξέθεσα αναλυτικά τους στόχους του δήμου για την πολιτιστική, τουριστική και κοινωνική ανάπτυξη του Ρεθύμνου με μια γενικότερη στροφή της οικονομίας του από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στον τριτογενή, τις υπηρεσίες, παρουσίασα τη μελέτη Μουτσόπουλου – Ζέρβα, τα προγράμματα για τη Φορτέτσα, το Ενετικό Λιμάνι και τα επί μέρους μνημεία, τη στενή συνεργασία μας με την αρχαιολογική υπηρεσία και υπογράμμισα την τεράστια πολιτιστική και τουριστική σημασία που απέδιδε ο δήμος στην Παλιά Πόλη ως βασικό αναπτυξιακό κεφάλαιο του Ρεθύμνου.
Έκαναν ακόμη σύντομες παρεμβάσεις οι τοπικοί υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Πολιτισμού (θετικές) και οι πολιτικοί εκπρόσωποι του νομού (προσεκτικά αρνητικές) και έκλεισε τη σύσκεψη η Μελίνα. Μίλησε γενικά, είπε ότι ήρθε για να ενημερωθεί επί τόπου και ότι θα μελετήσει το θέμα και απόφυγε οποιαδήποτε δέσμευση. Ούτε στη σύσκεψη ούτε αργότερα δεν έκανε καμιά ενέργεια, που θα μπορούσε να εκτρέψει το θέμα από την τροχιά στην οποία το είχα θέσει, αντίθετα στην «Ελευθεροτυπία» της 7-1-1982 δημοσιεύτηκαν δηλώσεις της με τον εκφραστικό τίτλο «ΘΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ».
Το πρακτικό αποτέλεσμα της σύσκεψης ήταν αυτό που μου είχε ψιθυρίσει ο Τερζιδογιάννης. Οι πολέμιοι του προγράμματος προστασίας και ανάδειξης της Παλιάς Πόλης πείσθηκαν, όσο κι αν δεν το ήθελαν, ότι, αφού και οι δύο πολιτικές παρατάξεις υιοθετούσαν το πρόγραμμα του δήμου για την Παλιά Πόλη, δεν γινόταν να ανατραπεί και στο εξής κατεύθυναν την πολεμική τους με δημοσιεύματα και αρνητικά σχόλια εναντίον μου προσωπικά. Δεν τους συνερίστηκα ποτέ.
Αλλά δεν μου ερχόταν καλά να έρθει υπουργός στο Ρέθυμνο και να μη δώσει και κάτι πιο συγκεκριμένο. Έθεσα λοιπόν θέμα χρηματοδότησης της μεταστέγασης της δημόσιας βιβλιοθήκης στο οικοδομικό τετράγωνο γύρω από τη Loggia κατάλληλα αναστηλωμένο, αλλά το αίτημα τέθηκε στα υπ’ όψιν. Ως επίμετρο, λοιπόν, της σύσκεψης ζήτησα από την καλλιτέχνιδα Μελίνα να χρηματοδοτήσει η υπουργός Μελίνα ένα μικρό κηποθέατρο στον Δημοτικό Κήπο, η μελέτη του οποίου ήταν έτοιμη (την είχε εκπονήσει και προσφέρει δωρεάν στον δήμο η καλή Ρεθεμνιώτισσα Αρχιτέκτων Ευρυδίκη Κούνουπα για την θερινές εκδηλώσεις της πόλης).
Μου απάντησε: «Φέρε μου τη μελέτη στο υπουργείο να τη δούμε».
Πράγματι τις επόμενες μέρες πήγα στο Υπουργείο, είδαμε μαζί τη Μελέτη, τη χρηματοδότησε και χτίσαμε αυτό το μικρό αλλά τόσο χρήσιμο θεατράκι. Γενικά δημιουργήσαμε μια πολύ φιλική σχέση.
Βγαίνοντας από το γραφείο της συνάντησα μια Ρεθεμνιώτισσα αρχιτέκτονα σύμβουλό της, που ως φοιτήτρια ανήκε στην ομάδα Μουτσόπουλου και είχε συμμετάσχει τόσο στην εκπόνηση της Μελέτης της Παλιάς Πόλης όσο και στην προχθεσινή σύσκεψη. Πήγαμε στο γραφείο της και εκεί έμαθα διάφορα παρασκήνια: ότι η εισήγηση των κομματικών παραγόντων από το Ρέθυμνο ήταν ότι, αν ερχόταν στο δημαρχείο, ο «χουντικός δήμαρχος» θα τους έβγαζε έξω και επομένως να πάνε κατ’ ευθείαν στη Νομαρχία και εκεί να τον καλέσουν.
Η Μελίνα όμως είχε μυαλό: «Εμείς θα πάμε στο δημαρχείο κι ας μας βγάλει έξω ο δήμαρχος». Και μέχρι να λυθεί η διαφορά πέρασε η ώρα και γι’ αυτό ειδοποιήθηκα την τελευταία στιγμή. Κι όταν το βράδυ τελείωσε η σύσκεψη στο δημαρχείο, φεύγοντας είπε στους εισηγητές αυτής της αντάξιάς τους πρότασης (συγγνώμη που θα το πω): «Τι μου λέγατε μωρέ για τον δήμαρχο, μακάρι να είχαμε πολλούς τέτοιους δημάρχους».
Η Μελίνα ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, που θα μείνει πάντα ζωντανή στη μνήμη μας.
* O Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης