Από το πολύ ελληνικό φως βλέπομε τον κόσμο μαύρο. Από τους πολλούς φόρους βλέπομε τον ορίζοντα θολό. Κοιταζόμαστε στα μάτια σιωπηλοί. Είναι δύσκολο νομίζω να ανιχνεύσει κανείς τα βαθύτερα αισθήματα και τους φόβους των κατοίκων αυτής της χώρας, διότι μάλλον επιλέγουν να παραμένουν σιωπηλοί.
Με τη νεολαία τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Δεν μπορούμε να ξέρομε τι σκέφτεται η νεολαία, αλλά μπορούμε να μαντεύομε, να παρακολουθούμε τι πράττει, χωρίς να βιαζόμαστε να κρίνομε.
Δεν ξέρω αν οι καταλείψεις σχολείων είναι ή όχι ελληνική αποκλειστικότητα. Δεν έχω γνώση, άρα δεν έχω γνώμη. Έχω όμως το δικαίωμα να καταγράφω γεγονότα και να ανησυχώ.
Μόλις χθες πρωί, με τον ήλιο να μεσουρανεί, έγινα μάρτυρας τραγελαφικών σκηνών από ομάδα νεαρών, οι οποίοι προφανώς είχαν εγκαταλείψει το αγαπημένο (αλλά κατειλημμένο) σχολείο τους και «εισέβαλλαν» στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου Ατσιποπούλου. Εκεί, στο προαύλιο της εκκλησίας, έκριναν ότι είχαν βρει τον πιο κατάλληλο χώρο. Για διαμαρτυρία; Για πάρτι; Για εκτόνωση; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.
Το βέβαιο είναι ότι είχαν φέρει μαζί τους μουσική συσκευή με ηχεία, τα οποία έβαλαν να παίζουν εκκωφαντικά. Για την «ποιότητα» των τραγουδιών ας μη μιλήσω. Σηκώθηκε στο πόδι η γειτονιά. Μια κυρία βγήκε να τους συμβουλέψει, του κάκου βέβαια. Αργότερα έφυγαν αφήνοντας το προαύλιο της εκκλησίας γεμάτο σκουπίδια και κακά προαισθήματα.
Δεν έχω πρόθεση να κρίνω ή να κατακρίνω τους νέους. Ίσως είναι εκείνοι που φταίνε λιγότερο. Επαναλαμβάνω και επιμένω πάντα ότι δεν πρέπει να είμαστε απαισιόδοξοι, αλλά φαίνεται ότι η κακοδαιμονία ξεκινά από πολύ μακριά.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε. Πάλι γράφεις, πάλι παραπονιέσαι, πάλι γίνεσαι «προάγγελος δεινών». Πρέπει όμως φίλε, να ρωτήσω εσένα, εμένα, την κοινωνία μας: Που πάμε ρε παιδιά; Μήπως (λέω μήπως) τα πολιτιστικά μας αξιώματα και οι πολιτιστικές μας προδιαγραφές είναι ψευδεπίγραφες; Μήπως κάπου υπάρχει λάθος;
* Ο Μανόλης Καλλέργης, είναι γιατρός