Γίνεται πολύς λόγος και μεγάλη προσπάθεια για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης του γ’ μνημονίου ώστε να παρθούν τα προσωρινά μέτρα ελάφρυνσης του δυσθεώρητου ελληνικού χρέους, που θα οδηγήσουν θεωρητικά στην έξοδο της χώρας στις αγορές. Απώτερο ζητούμενο είναι να δανειζόμαστε ιδιωτικά κεφάλαια από το 2017 προκειμένου να αποπληρώνουμε τους τόκους και τα κεφάλαια των δανείων, που μας έχουν χορηγήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ.
Μέχρι σήμερα η αποπληρωμή γίνεται με νέα δάνεια, που μας χορηγούν οι ίδιοι οι δανειστές μας λόγω της ύφεσης της οικονομίας μας και της συνεπαγόμενης αδυναμίας δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο δανεισμός μας γίνεται με επιτόκια κάτω από 1%.
Ευχή και ελπίδα όλων των πολιτικών παρατάξεων είναι να βγούμε από τα μνημόνια και να αρχίσουμε να δανειζόμαστε από την ελεύθερη αγορά, όπως γινότανε μέχρι το 2008, φεύγοντας ταυτόχρονα από την επιτροπεία των μνημονίων και της Κομισιόν.
Για να κάνουμε ξανά όσες προσλήψεις θέλουμε θα σημειώσουμε εμείς, αλλά μέχρις εδώ, ας πούμε «όλα καλά».
Η κυβέρνηση μας διαβεβαιώνει πως το 2017 θα έχουμε ανάπτυξη 2,7% και το 2018 γύρω στο 3-3,5%, συνεπώς δεν θα χρειαζόμαστε ευρωπαϊκά κρατικά δανεικά χρήματα για να αποπληρώνουμε τους τόκους και τα κεφάλαια που οφείλουμε, αλλά αυτό θα γίνεται με τη χρήση των χρημάτων των πλεονασμάτων που θα έχουμε και με λίγο ιδιωτικό δανεισμό. Και αφού θα βγούμε από το μνημόνιο στο τέλος του 2017, θα ξαναγίνουμε «αφέντες στο σπίτι μας» και θα φροντίζουμε πάντα να κάνουμε αυτοβούλως τις οικονομίες που απαιτούνται για την αποπληρωμή των χρεών μας.
Το 3,5% πλεόνασμα σημαίνει ότι με μια διαχείριση των οικονομικών μας, ανάλογη με αυτή που κάναμε τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια, με ΜΕΓΑΛΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ δηλαδή, θα μας περισσεύουν κάπου 5 δισεκατομμύρια το χρόνο.
Με μια σύντομη έρευνα που κάναμε, οι απαιτήσεις για τόκους μόνο των δανείων μας για την περίοδο 2018-2023 είναι 35 δισεκατομμύρια €. Αν προσθέσουμε σε αυτά και ένα μέρος των οφειλομένων κεφαλαίων που πρέπει κάποτε να αρχίσουμε να επιστρέφουμε για να μειώνουμε το χρέος μας, τότε το συνολικό ποσό που θα χρειαστεί μπορεί να ξεπεράσει τα 50 δις ή χονδρικά τα 10 δις το χρόνο. Τα πέντε από αυτά θα προέρχονται από τα πλεονάσματα (που θα παράγουμε ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ, άσχετα με τις συνθήκες της περιοχής, της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας Οικονομίας, πράγμα ΠΟΛΥ δύσκολο) και τα υπόλοιπα πέντε θα πρέπει να τα δανειζόμαστε από τις Αγορές. Με τι επιτόκιο; Το Ισπανικό σήμερα είναι 1,6%, το Ιταλικό 2,13%, το Πορτογαλικό 3,67%, το δικό μας εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στο 5%. Βασική προϋπόθεση, φυσικά, να βάλουμε στο τραπέζι όλες τις εγγυήσεις, που θα απαιτήσουν για να μην την πατήσουν με ένα δεύτερο κούρεμα οι ιδιώτες δανειστές μας. Υπενθυμίζουμε ότι η Κυβέρνηση Σαμαρά στην πρώτη προσπάθεια εξόδου στις αγορές δανείστηκε με επιτόκιο 4,75% και αυτό θεωρήθηκε τότε θρίαμβος. Τα πέντε αυτά δις, αν μας τα δάνειζαν οι Ευρωπαίοι, θα είχαν επιτόκιο μικρότερο από 1%, δηλαδή θα κόστιζαν κάτω από 50 εκατομμύρια το χρόνο. Αφήστε που δεν θα χρειαζόταν, αφού δεν θα ήταν απαραίτητο να μας δανείζουν νέα κεφάλαια για να τους επιστρέψουμε τα παλαιά. Η πληρωμή των τόκων θα αρκούσε.
Τα πέντε δισ. το χρόνο από την ελεύθερη αγορά με επιτόκιο 5+%, θα κόστιζαν στην ελληνική οικονομία 250 εκατομμύρια παραπάνω το 2018, 500 εκατομμύρια το 2019, 750 εκατομμύρια το 2020, 1 δισ. το 2021 κοκ. Συνεπώς το 2022 θα χρειαζόμασταν 1,25 δισ. περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να παράξουμε ως οικονομία, παρά το πλεόνασμα του 3,5%. Έτσι, το αδιέξοδο θα μας χτυπούσε ξανά την πόρτα.
Και η μόνη λύση θα ήταν να πάμε τότε ξανά στους δανειστές μας και να τους παρακαλέσουμε για ένα τέταρτο μνημόνιο προκειμένου να μπορούμε να δανειζόμαστε φθηνά για να τους αποπληρώνουμε τους τόκους των δανείων μας.
Εφιαλτικό, αλλά πέρα για πέρα λογικό σενάριο με βάση τους πραγματικούς αριθμούς.
Μήπως, λοιπόν, αντί να παλεύουμε για να βγούμε από τα μνημόνια, για να μπούμε στις αγορές και για να ανακτήσουμε τη διαχείριση των οικονομικών μας που σήμερα έχει το κουαρτέτο, πρέπει επί τέλους να κάνουμε τις απαιτούμενες τομές στην οικονομία μας, να μειώσουμε και να αναδιοργανώσουμε τον υπερτροφικό δημόσιο τομέα, να κάνουμε τις χρονίζουσες ιδιωτικοποιήσεις, να μειώσουμε τους φόρους και να κρεμάμε γενικώς το καλάθι μας όπου φτάνει το χέρι μας, ώστε να έρθουν πράγματι επενδύσεις, να εισρεύσει νέο χρήμα στην αγορά, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, να αρθούν τα capital controls και να βγουν επί τέλους τα 50 δισ. που είναι κρυμμένα στα στρώματα; Διότι, χωρίς όλα τα παραπάνω, ούτε τα δανεικά θα μπορέσουμε ποτέ να επιστρέψουμε, ούτε τη λιτότητα θα ξεπεράσουμε, ούτε σα χώρα θα ορθοποδήσουμε. Ή μήπως υπάρχει κι άλλος δρόμος, που θα τον βρει και θα τον υποδείξει μετά τις επόμενες εκλογές, η «Τρίτη φορά Αριστερά», αν φυσικά τις κερδίσει;