Πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από την συλλεκτική έκδοση Οι Πρωτομάστορες με θέμα την κρητική μουσική κατά την περίοδο 1920-1955. Η αξιόλογη προσπάθεια του Στέλιου Αεράκη έφερε σε επαφή το ευρύ κοινό με τις ρίζες της κρητικής μουσικής από την Κίσαμο ως τη Σητεία. Το χρονικό διάστημα το οποίο μεσολάβησε από τότε επέτρεψε σε νέους ερευνητές, επιμελητές εκδόσεων και συλλέκτες να ενώσουν τις γνώσεις, το μεράκι και την αγάπη τους για την κρητική μουσική με στόχο την παρουσίαση μιας νέας συλλεκτικής έκδοσης. Αυτή η έκδοση αποτελεί την πραγματοποίηση του κοινού οράματος δυο Κρητικών της παλιάς γενιάς από τους οποίους ο ένας βρίσκεται στην ξενιτιά και ο άλλος στην Κρήτη. Έτσι, ο Μανώλης Βεληβασάκης, πρόεδρος του «Ιδρύματος Πολιτιστική Κρήτη» που εδρεύει στις ΗΠΑ, πρόσφερε τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους, ενώ ο ιατρός Μανόλης Χναράκης έθεσε στη διάθεση της έκδοσης την προσωπική συλλογή και το ερευνητικό του έργο.
Η έκδοση περιλαμβάνει 186 ηχογραφήσεις (η μεγαλύτερη συλλογή σε αριθμό τραγουδιών κρητικής μουσικής η οποία έχει ποτέ πραγματοποιηθεί) με 175 τραγούδια και σκοπούς από τα οποία το 92% επανεκδίδεται για πρώτη φορά. Η συλλογή αφορά κυρίως τη Δυτική Κρήτη και λιγότερο την Ανατολική, η οποία θα παρουσιαστεί εκτενέστερα σε μια μελλοντική δεύτερη έκδοση. Το μουσικό υλικό παρουσιάζεται σε 8 ψηφιακούς δίσκους και συνοδεύεται από ένα ένθετο 300 σελίδων, το οποίο περιλαμβάνει φωτογραφικό υλικό, μουσικολογικά σχόλια, καθώς και ιστορικές, κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές και κινησιολογικές (το τελευταίο για το χορό) πληροφορίες από δυο καθηγητές πανεπιστημίου και άλλους ερευνητές.
Οι επιμελητές της έκδοσης, συλλέκτες και ερευνητές Σταύρος Κουρούσης και Κωνσταντίνος Κοπανιτσάνος ταξινόμησαν το μουσικό υλικό σε τρεις χρονικές περιόδους: α) η πρώτη 1907-1925 αφορά τις ηχογραφήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε Αθήνα, Αμερική, Αίγυπτο, Γερμανία, Ιταλία, Μικρά Ασία με τους: Ιωάννη Καραβανάκη, Χαρίλαο Πιπεράκη, Δημήτρη Καπόκη, Γιώργο Καντέρη, β) η δεύτερη 1926-1939 περιλαμβάνει ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα (Νικόλαος Κατσούλης ή Κουφιανός, Στρατής Καλογερίδης, Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς, Νικόλαος Χάρχαλης, Γιώργος Μαριάνος, Αλέκος Καραβίτης, Κωνσταντίνος Φουστάνης, Γαβριήλ Παπαδοφραγκάκης, Λευτέρης Αντωνογιωργάκης, Σταύρος Ψυλλάκης, Γιώργος Τζιμάκης και Στέλιος Φουσταλιέρης) και Αμερική (Χαρίλαος Πιπεράκης). Αυτή την περίοδο παρουσιάζονται και ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής από μη Κρήτες καλλιτέχνες, όπως οι Μικρασιάτες Γιώργος Βιδάλης, Λευτέρης Μενεμελής, Γιώργος Λαζαρίδης, καθώς και τα δωδεκανησιακά συγκροτήματα των βιολιστών Γιώργου Μακρυγιάννη, Θ. Πίκουλα και Μιχάλη Φελούζη και γ) η τρίτη περίοδος (1945-1955) αφορά μουσικά κομμάτια τα οποία πρωτοεκδόθηκαν μεταπολεμικά. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις από τους φωνογραφικούς κυλίνδρους και τους δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών ψηφιοποιήθηκαν και αναπαράχθηκαν με τη βοήθεια της τεχνολογίας με στόχο την επίτευξη του καλύτερου δυνατού ηχητικού αποτελέσματος. Βέβαια, ο ακροατής οφείλει να γνωρίζει ότι ειδικά οι πρώτες χρονολογικά ηχογραφήσεις παρουσιάζουν κάποια προβλήματα ποιότητας του ήχου, όπως επίσης (για τις προπολεμικές ηχογραφήσεις) πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τόσο τα μουσικά όργανα όσο και το κούρδισμά τους ήταν διαφορετικά από τα σημερινά με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή διαφορετικών μελωδικών ακουσμάτων σε σχέση με τα σημερινά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφορετικού μουσικού οργάνου είναι η ωοειδής λύρα, η οποία κυριαρχούσε προπολεμικά σε αντίθεση με την μεταπολεμική αχλαδόσχημη (χαρακτηριστικό παράδειγμα η λύρα κατασκευής από τον Ρεθυμνιώτη οργανοποιό Μανώλη Σταγάκη). Όσον αφορά τα κουρδίσματα είναι γνωστό ότι μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε μόνο το παλιό κούρδισμα, ενώ στη συνέχεια εμφανίζεται το ευρωπαϊκό, το οποίο συνυπάρχει τη δεκαετία του 1960 με το παλιό. Με άλλα λόγια, ο προπολεμικός ήχος της κρητικής μουσικής είναι διαφορετικός σε σχέση με τον σημερινό.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, το οποίο αφορά τα μουσικά κομμάτια της παρούσας έκδοσης, είναι η διαπίστωση ότι η κρητική μουσική την πρώτη τεσσαρακονταετία του 20ου αιώνα (1900-1939) είναι οικουμενική. Αυτό γίνεται φανερό από την ποικιλία των μουσικών οργάνων, το ρεπερτόριο, τη γεωγραφία των ηχογραφήσεων και των παραστάσεων, καθώς από τους ίδιους τους μουσικούς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ποικιλίας μουσικών οργάνων είναι η μουσική συνεργασία του λυράρη Χαρίλαου Πιπεράκη με τον κυμβαλίστα Σπύρο Στάμο και του λυράρη Νικόλαου Κατσούλη ή Κουφιανού με τον παίκτη σαντουριού Αντώνη Παπαμαρκάκη ή Τσεσμέ. Το ρεπερτόριο αυτή την περίοδο περιλαμβάνει μικρασιάτικα, ρεμπέτικα, κρητικά, αστικά λαϊκά τραγούδια, καθώς και ευρωπαϊκά. Οι ηχογραφήσεις, όπως προαναφέρθηκε, γίνονται στην Ελλάδα (Αθήνα), την Αμερική, την Ευρώπη (Γερμανία, Ιταλία), την Αφρική (Αίγυπτο) και την Ασία (Κωνσταντινούπολη). Οι παραστάσεις λαμβάνουν χώρα σε Βαλκανικές χώρες, Μικρασία, Ελλάδα, Αμερική (περιοδείες του Χαρίλαου Πιπεράκη), ενώ κρητική μουσική παίζουν και μη Κρήτες καλλιτέχνες, όπως Δωδεκανήσιοι λαϊκοί οργανοπαίκτες, διάσημοι μουσικοσυνθέτες (Διονύσιος Λαυράγκας, Μανόλης Καλομοίρης), ορχήστρες με Μικρασιάτες, καθώς και η ιστορική ορχήστρα Ελληνική Εστουδιαντίνα. Αυτό το κοσμοπολίτικο μουσικό πνεύμα, το οποίο αποτυπώνεται ανάγλυφα στις ηχογραφήσεις της έκδοσης, διατηρείται μέχρι το 1939. Με άλλα λόγια, ενώ η νεότερη ελληνική ιστορία αναφέρει ως σημείο τομής για τη δημιουργία του μικρού σύγχρονου εθνικού ελληνικού κράτους την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η κρητική μουσική και οι μουσικοί συνεχίζουν να μην έχουν εθνικά σύνορα, καθώς η μουσική τους αφορά και απευθύνεται σε ολόκληρη την οικουμένη. Ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής, ο οποίος εμφορείται από αυτό το οικουμενικό πνεύμα είναι ο Αποκορωνιώτης λυράρης Χαρίλαος Πιπεράκης. Μια άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι οι πρώτοι Κρητικοί μουσικοί, οι οποίοι ηχογραφήθηκαν και παρουσιάζονται στην παρούσα έκδοση είναι Αποκορωνιώτες (ο Ιωάννης Καραβανάκης, ο Δημήτρης Καπόκης και λίγο αργότερα ο Γιώργος Καντέρης και ο Χαρίλαος Πιπεράκης). Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι λόγω του πολύ μικρού αγροτικού κλήρου στον Αποκόρωνα και της συνυπάρχουσας γενικότερης πενίας η μετανάστευση στις προηγμένες χώρες που έγινε η ηχογράφηση ήταν η μόνη λύση.
Εκτός από τον Χαρίλαο, ο αναγνώστης διαπιστώνει και την μεγάλη αξία του Νικόλαου Κατσούλη ή Κουφιανού. Η πανελλήνια μουσική αξία του Κουφιανού αποτυπώνεται σε ένα άρθρο της εφημερίδας Κήρυξ των Χανίων στις 26/3/1926, όπου ο Κουφιανός παίζει λύρα ενώπιον του Διευθυντή του Κρητικού Ωδείου Χανίων (μετέπειτα Βενιζέλειο Ωδείο) Αλέξανδρου Αλιμπέρτη και του διάσημου μουσουργού και Διευθυντή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών Μανόλη Καλομοίρη, οι οποίοι εντυπωσιάζονται τόσο πολύ από την δεξιοτεχνία του Κουφιανού, ώστε ο Καλομοίρης αφιερώνει πρωτοσέλιδο άρθρο στην αθηναϊκή εφημερίδα το Βήμα (Κήρυξ 9/4/1926) με τίτλο «Ο λυράρης» εξαίροντας τον Χανιώτη μουσουργό (από το βιβλίο του Αγησίλαου Αλιγιζάκη Όπερες, Μαντολινάτες & Καντάδες, Βαλς & Συρτός στα Παλιά Χανιά, Πολιτισμός και κοινωνία κατά την περίοδο 1878-1967, σ. 244-245). Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η επιλογή του εξώφυλλου της έκδοσης, η οποία παρουσιάζει τον Κουφιανό ενώ παίζει λύρα. Στους πολύ μεγάλους μουσικούς της παρούσας έκδοσης συμπεριλαμβάνονται και οι γνωστοί στο ευρύ κοινό Στρατής Καλογερίδης (η μεγαλύτερη μουσική προσωπικότητα της Ανατολικής Κρήτης), ο κορυφαίος Ανδρέας Ροδινός, ο δεξιοτέχνης Αλέκος Καραβίτης και ο Κωνσταντίνος Φουστάνης από την Πόμπια (ο διασημότερος λυράρης της Μεσαράς). Η οικονομία του χώρου και του χρόνου δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε και τους άλλους εκτός από τον κλαρινιτζή Ιβραϊμάκη, του μοναδικού (μέχρι σήμερα) ηχογραφημένου Τουρκοκρητικού μουσικού.
Εκτός από τα βιογραφικά των μουσικών, τα οποία παρουσιάζονται από τους επιμελητές της έκδοσης και τους συνεργάτες τους, οι καθηγητές πανεπιστημίου Μαρία Χναράκη και Ιωάννης Ζαϊμάκης με δυο εκτενή κείμενα αναλύουν σημαντικές πτυχές της μουσικοχορευτικής παράδοσης. Πιο συγκεκριμένα, η διακεκριμένη εθνομουσικολόγος, λαογράφος και πολιτισμικός ανθρωπολόγος, διευθύντρια Ελληνικών Σπουδών -καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Drexel στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ με το δοκίμιο «Το μυστήριο της κρητικής μουσικής» εξηγεί γιατί ασχολούμαστε με την κρητική μουσική. Επίσης, ερευνά τον διαχρονικό πολιτισμικό μουσικοχορευτικό συγκρητισμό, καθώς η Κρήτη είναι το σταυροδρόμι των Μινωϊτών, των Ευρωπαίων και των Ανατολιτών, ενώ ταυτόχρονα μέσα από το μύθο ενώνει το παρελθόν με το παρόν, τον τόπο με τους ανθρώπους και την τοπική κοινωνία με τα έθιμα των προγόνων της. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει την ιστορική συνέχεια της ομηρικής κοινωνίας και της ομηρικής εποποιΐας με την κρητική κοινωνία και τη μουσική. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην «κρητική ταυτότητα», η οποία σφυρηλατήθηκε μέσα από πολέμους και αγώνες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γεωμορφολογία της Κρήτης. Αυτή η ταυτότητα προσδιορίζεται από τα γλέντια, τα οποία φανερώνουν άλλοτε την ορεινή, άλλοτε την καμπίσια και άλλοτε πάλι την λιμανίσια ρίζα τους. Η κα Χναράκη καταλήγει ότι ο κρητικός χορός είναι μια γλώσσα χωρίς λόγια, μια προσευχή προς τον Δημιουργό, καθώς ο κρητικός χορευτής όταν ανοίγει τα χέρια για χορέψει ταυτόχρονα προσεύχεται διότι το σώμα γίνεται σταυρός με το κεφάλι να ατενίζει τον ουρανό, τα χέρια να αγκαλιάζουν τους συγχορευτές (κι όλους τους συνανθρώπους), ενώ τα πόδια ξορκίζουν το θάνατο και ευγνωμονούν για την τροφή που παρέχει η γενέθλια κρητική γη.
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ιωάννης Ζαϊμάκης παρουσιάζει νέα στοιχεία για τα λεγόμενα «ταμπαχανιώτικα». Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Ζαϊμάκης στην εισήγησή του «Σταυροδρόμια πολιτισμών και μουσικά δίκτυα στις πόλεις της Κρήτη. Από τη προφορική ανώνυμη δημιουργία στη δισκογραφία των 78 στροφών» εξηγεί τα μεθοδολογικά προβλήματα στην έρευνα, την καταγραφή και τη μελέτη των τραγουδιών των κρητικών πόλεων. Στη συνέχεια, ερμηνεύει τον όρο «ταμπαχανιώτικα» προτείνοντας μέσα από λογικά επιχειρήματα ότι ο δόκιμος όρος είναι «αστικά λαϊκά τραγούδια» της Κρήτης. Το κείμενο παραθέτει και ερμηνεύει τις κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές που συντελούνται στις τρεις κρητικές πόλεις από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1940 περίπου) σε συνάρτηση με τις μουσικολογικές αλλαγές που συντελούνται μέσα σ’ αυτές τις κοινωνίες. Ακολουθεί μια ανάλυση της ιστορίας των αστικών λαϊκών τραγουδιών στο Ηράκλειο, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά και παρουσιάζει εξαιρετικά ενδιαφέροντα ερευνητικά στοιχεία. Ο κ. Ζαϊμάκης αναφέρεται και στα αστικά λαϊκά τραγούδια των Χανίων και του Ρεθύμνου (τα οποία έχουν ήδη ερευνηθεί) καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά δίκτυα των τριών κρητικών μεγαλουπόλεων λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία λόγω του κοινού ιστορικού, πολιτισμικού και κοινωνικού βίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη ύπαρξη των αστικών λαϊκών τραγουδιών και στις τρείς κρητικές πόλεις.
Τέλος η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει ένα ερευνητικό κείμενο για τον κρητικό χορό, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία, τα είδη και την συνεισφορά του στην υγεία.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η παρούσα συλλεκτική έκδοση αποτελεί ένα σταθμό – μνημείο στην ιστορία της κρητικής μουσικοχορευτικής παράδοσης. Οι ηχογραφήσεις και οι αναλύσεις χτίζουν μια στερεή γέφυρα η οποία ενώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα συνδέει άρρηκτα την προφορική με τη λόγια μουσική παράδοση του τόπου μας. Με αυτό τον τρόπο η πολιτισμική μουσικολογική λήθη μπαίνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα ο Κρητικός, νεώτερος και γεροντότερος, επαναπροσδιορίζει την πνευματική πυξίδα των κρητικών μουσικοχορευτικών και πολιτισμικών αξιών, η οποία κλυδωνίζεται από την παγκόσμια πολιτισμική ισοπέδωση.
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός και ερευνητής της κρητικής μουσικοχορευτικής παράδοσης