«Πρέπει να βρεθούμε. Θέλω να μιλήσουμε». Αυτά ήταν τα λόγια «προσταγή» της αγαπημένης φίλης.
Έκλεισα το τηλέφωνο ξαφνιασμένη. Η φωνή της ήταν γλυκιά όπως πάντα, λίγο αγχωμένη αλλά και πολύ «στακάτη». Νομίζω δεν την είχα ακούσει ποτέ τόσο σίγουρη…
Συναντηθήκαμε το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Καθίσαμε σε ένα απόμερο παγκάκι αγναντεύοντας το πέλαγος. Διαισθανόμουν ότι κάτι πολύ σημαντικό για την ίδια, επρόκειτο να μου «καταθέσει».
Πράγματι. Είχε αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή της «καθέτως και οριζοντίως….». Έπειτα από πολλά πολλά χρόνια συμβίωσης με το σύντροφό της… μια σχέση συμβατική με τα γνωστά στους περισσότερους σκαμπανεβάσματα… είχε πλέον έρθει η ώρα να τα αφήσει όλα πίσω και να τραβήξει νέα «ρότα»…
Την κοίταξα με επιφύλαξη και με πολλά ερωτηματικά στα μάτια μου… «Καλή μου φιλενάδα» ξεστόμισα… «Είσαι σίγουρη; σε έχω ακούσει να το λες πολλές φορές… χωρίς αποτέλεσμα. Πάντοτε πισωγύριζες. Πάντοτε έβρισκες δικαιολογίες να παραμείνεις…».
«Τώρα είναι αλλιώς. Θα δεις..». Πράγματι η ματιά της αντανακλούσε μια λάμψη αλλιώτικη… ασυνήθιστη για τη γνωστή θλιμμένη μου φίλη που τόσα χρόνια τώρα μου εμπιστευόταν τις πιο «μύχιες» σκέψεις της και αναζητούσε λόγια παρηγοριάς και ελπίδας.
Ήταν η ώρα του δειλινού. Χαθήκαμε στις σκέψεις μας έτσι όπως χανόταν ο απαλός φωσφοριζέ ήλιος πίσω από την κορυφογραμμή των Λευκών ορέων. Δυο γλαροπούλια χαιρόντουσαν τις τελευταίες αυτές ώρες της ημέρας διασχίζοντας τον καθάριο αέρα και βουτώντας απότομα προς τη χρυσαφένια πεδιάδα της διάφανης θάλασσας κάτω από τα πόδια μας.
Την αγκάλιασα τρυφερά… «Το αποφάσισες λοιπόν;».
«Ναι αγαπημένη μου… δεν πάει άλλο. Κάποτε έρχεται η ώρα στη ζωή μας, που καλούμαστε να επιλέξουμε… Είναι θέμα προτεραιοτήτων. Θα επιλέξω να βάζω τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα όπως έκανα πάντα αγνοώντας τις πραγματικές του ζωτικές ανάγκες, θα παραμείνω μια πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος για να μη στεναχωρήσω τους άλλους, για να μη «πει» ο κόσμος..και για να μη μείνω μόνη ή θα αφουγκραστώ την ψυχή μου;».
«Θα είμαι δίπλα σου…» της ψιθύρισα. «Ό,τι και αν γίνει…».
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Τη συνόδευσα έως το σπίτι της. Εκείνο που χρόνια τώρα είχε στεγάσει όλα της τα μισοτελειωμένα όνειρα… εκείνα που είχαν καταρρεύσει και τα άλλα τα γήινα, εκείνα που την είχαν πονέσει τόσες φορές τα ανείπωτα και τα εσωτερικά του καθ’ενός μας.
«Κράτα τις βαλίτσες σου γεμάτες με τις εμπειρίες σου καλή μου… φύλαξε βαθειά μέσα σου τις όμορφες στιγμές… εκείνες που άξιζαν… και ήταν αρκετές… και πορεύσου σταθερά με γνώμονα την αγάπη που πάντα ήξερες να βάζεις ως προτεραιότητα για τους άλλους… αλλά αυτή τη φορά ως Αγάπη Εαυτού αγαπημένη μου…» της σιγοψιθύρισα.
Έμεινα να την παρατηρώ έτσι όπως ανέβαινε τα πέτρινα σκαλιά της εισόδου. Ακόμη και το βήμα της είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το κουρασμένο που είχα συνηθίσει να βλέπω. Και λίγο πριν απομακρυνθώ, εκεί κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού που αμέριμνο είχε ανατείλει ολοστρόγγυλο, μου φάνηκε ότι διέκρινα δυο διάφανα φτεράκια που πετάρισαν… δεξιά και αριστερά στους ώμους της… Είχε λουστεί λίγη από τη φεγγαρόσκονη η φίλη μου…
Κάπως έτσι συλλογίστηκα… γίνεται κι η κάμπια πεταλούδα…
Κάπως έτσι ταράζονται τα λιμνάζοντα ύδατα στις ζωές μας… Μπορεί να μη καταφέρουμε ποτέ να ρίξουμε κάποιο χαλίκι έστω, στη λίμνη των προσδοκιών μας… ή μπορεί και να ρίξουμε ολόκληρο βράχο στα βαλτώδη νερά της ύπαρξής μας. Όμως το σίγουρο είναι ότι οφείλουμε να ρισκάρουμε στο διαφορετικό, όταν πλέον όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί… όταν αισθανόμαστε ότι έχουν καταπατηθεί οι κόκκινες γραμμές των αντοχών, των αξιών και των προτεραιοτήτων μας… ή απλά όταν έχει αρχίσει να μας ενοχλεί η βαλτώδης ζωή μας. Τότε ίσως θα πρέπει να ρίξουμε εκείνο το λιθάρι στα λιμνάζοντα… προτού αρχίσει η μυρωδιά να αναδύεται… Κανείς δε μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα είναι όλα ρόδινα. Όμως τουλάχιστον θα ξέρεις ότι παρέμεινες πιστός στις αρχές και τις ανάγκες της ψυχής σου. Θα μπορείς κάθε πρωί να κοιτάς τον εαυτό σου κατάματα …και δε θα κρύβεσαι πίσω από το δάκτυλό σου.
«Σου εύχομαι τα καλύτερα ψυχή μου» σιγομουρμούρισα φεύγοντας. Είμαι σίγουρη ότι θα σου πάνε όλα δεξιά γιατί το αξίζεις. Γιατί έχεις κρατήσει ακόμα εκείνο το χαμόγελο και την παιδική ματιά… γιατί το γνωρίζεις βαθειά μέσα σου ότι δεν είσαι μόνη… Γιατί το έμαθες πλέον, ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δημιουργοί της πραγματικότητάς μας.