A’
Αγαπητοί Συμπολίτες
Έχοντας περάσει μαζί τα δύσκολα χρόνια της αναγέννησης του Ρεθύμνου από τα ερείπια της παλιάς του δόξας, αισθάνομαι την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σας σε προσωπικό επίπεδο ως αντίβαρο στα βαριά συναισθήματα που μου προκαλεί η δικαστική τραγωδία που αντιμετωπίζω. Θέλω να κάνω ένα σύντομο απολογισμό της ζωής μου, γιατί είναι άδηλη η τελική έκβαση των πραγμάτων και σας παρακαλώ να προσθέσετε σε όσα ξέρετε για μένα τα εξής:
Γεννήθηκα στην Ορνέ, ένα χωριουδάκι με 150 κατοίκους (σήμερα έχει 9 ή 10) χωρίς αμαξωτό, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς νερό αρκετό, χωρίς γιατρό, όπως το ’φερε ο 15ος αιώνας στην εποχή μας. Από τα παιδικά μου χρόνια στο απομονωμένο χωριουδάκι αποκόμισα δύο βιώματα που προσδιόρισαν τις επιλογές μου στη δημόσια και την ιδιωτική μου ζωή:
Το ένα είναι η ασίγαστη επιθυμία για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, που βρήκε την έκφρασή της στην υστέρηση και οπισθοδρόμηση του Ρεθύμνου, όταν στα 27 μου χρόνια βρέθηκα Δήμαρχός του χωρίς να το έχω επιζητήσει. Και το άλλο είναι ένα ισχυρό κοινωνικό αίσθημα. Ο πατέρας μου, δάσκαλος, και η μητέρα μου, τελειόφοιτη του Παρθεναγωγείου, οι μόνοι μορφωμένοι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, διαπνέονταν από αυτό το αίσθημα. Εκάλυπταν όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν τις πρακτικές και πνευματικές ανάγκες της μικρής αυτής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση ανάγκης στο απομονωμένο χωριό το σπίτι μας επενέβαινε ανακουφιστικά και γενικά εξέπεμπε ευεργετική ακτινοβολία.
Μ’ αυτό το οικογενειακό πνεύμα προσφοράς, αναχρονιστικό σε σχέση με το «σύγχρονο» πνεύμα της αρπαγής αλλά τόσο ανθρώπινο, που παγιώθηκε μέσα μου αργότερα στο Πανεπιστήμιο με τη μελέτη των κλασικών και συγχωνεύθηκε με το παραδοσιακό Ρεθεμνιώτικο αξιακό σύστημα, ήρθα στο Ρέθυμνο έντεκα χρονών, μ’ αυτό έγινα Δήμαρχος και μ’ αυτό υπηρέτησα την πόλη είκοσι εφτά χρόνια, ένα καματερό βόδι, που όργωνε τη γη να γεννά ψωμί για την πόλη και τους ανθρώπους της, όχι για τον εαυτό του, μέσα σε ένα κόσμο, όπου κυριαρχούν αρπακτικά και σαρκοφάγα. Και φυσικά είχα την τύχη όλων των καματερών: Έπεσαν όλοι επάνω μου να με φάνε. Εγώ δεν έφαγα ποτέ κανένα, αμυνόμουνα δυνατά για να επιβιώσω και να φέρω εις πέρας το έργο μου και το έφερα, αλλά δεν έβλαψα κανένα ούτε λίγο ούτε πολύ. Καλό έκανα στον τόπο και τους ανθρώπους του χωρίς διάκριση, και τους πολέμιούς μου συγχωρούσα, για να μην κρατώ μέσα μου αιμορροούσες πληγές και να δεσμεύω παραγωγικές δυνάμεις και χρόνο σε μη παραγωγικές ενέργειες. Καθώς γράφω τις γραμμές αυτές, έρχεται στη μνήμη μου ο στίχος του Σοφοκλή «ού τοι συνέχθην αλλά συμφιλείν έφυν» (γεννήθηκα όχι για να μισώ, αλλά για να αγαπώ).Κι αυτοί που με πολεμούσαν δεν έκαναν καλά, για το Ρέθυμνο δούλευα όχι για τον εαυτό μου.
Και δούλεψα σκληρά όλα αυτά τα χρόνια: Το πρωί ξυπνούσα πάντα στις 5 (συνήθεια που μου έμεινε) και μέχρι τις 8 έγραφα όλα τα σημαντικά έγγραφα του Δήμου και έκανα όλους τους σχεδιασμούς για τον εκσυγχρονισμό του Ρεθύμνου.
Αυτές τις ώρες γράφτηκε η Μελέτη «ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ» το 1971, που αποτέλεσε το ουσιαστικό Ρυθμιστικό Σχέδιο της πόλης και τον οδηγό για την πρόοδο και την ανάπτυξή του στα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, καθορίζοντας ως βασικό μοχλό για την ανατροπή της οικονομικής αποτελμάτωσης απ’ ευθείας τον τριτογενή τομέα (Τουρισμό, Πανεπιστήμιο, Παλιά Πόλη με τα μνημεία της) πάνω σε σύγχρονες λειτουργικές υποδομές.
Τα χαράματα καταρτίστηκε το πρόγραμμα διατήρησης και ανάδειξης της Παλιάς Πόλης, με οκτώ υπόγεια δίκτυα (Ύδρευσης, Λυμάτων, Ομβρίων, ΔΕΗ, Δημοτικού Φωτισμού, ΟΤΕ, Οπτικών Ινών, Καλωδιακής Τηλεόρασης) με κίνητρο τα πικρά βιώματα από τα μαθητικά μου χρόνια δίπλα στην «Ηλεκτρική» και με βάση τις τριετείς σπουδές μου στην Αρχαιολογία, που στην Υπηρεσία της το Ρέθυμνο χρωστά πάρα πολλά, τις εμπειρίες μου από τις ιστορικές πόλεις της Ρόδου και της Δυτ. Ευρώπης που είχα επισκεφθεί και τις συζητήσεις με τον φίλο Χρίστο Μακρή. Τη μνημειώδη μελέτη της ανάθεσε ο Δήμος στους καθηγητές Ν. Μουτσόπουλο, του υπέργειου τμήματος, και Ιάκ. Γκαννούλη, των υπόγειων δικτύων, και η εφαρμογή της, παρά την πεισματική αντίδραση της πλειονότητας των κατοίκων, αφ’ ενός άλλαξε για πάντα την ποιότητα ζωής τους και την οικονομική δυναμική όλου του Ρεθύμνου και αφ’ ετέρου έφερε το Ρέθυμνο στο επίκεντρο των προγραμμάτων διάσωσης και ανάδειξης ιστορικών πόλεων στον μεσογειακό χώρο. Για την τεκμηρίωση του προγράμματος αυτού έγραψα ολόκληρο βιβλίο (ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ- ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ, ΕΚΘΕΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ, 1993) με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, κυρίως από τους φθαρμένους σωλήνες ύδρευσης που περνούσαν μέσα από τους βοθροποιημένους βενετσιάνικους υπονόμους, και ακλόνητα υγιεινολογικά δεδομένα, που μεταφράστηκε στα Αγγλικά και δόθηκε όπου έπρεπε, στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες. Και η συνέχιση του Προγράμματος αυτού στα πλαίσια του Δήμου ανατέθηκε στο ειδικό «Γραφείο της Παλιάς Πόλης», που ιδρύσαμε.
Τα χαράματα σχεδιάστηκε ολόκληρο το σύστημα της ΔΕΥΑΡ: η Οριστική Ύδρευση του Ρεθύμνου από την υδροφόρο περιοχή Αργυρούπολης-Κουρνά, (για την οποία έγραψα εκτενές υπόμνημα και πολυσέλιδο βιβλίο, ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΑΙΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΥΔΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ-ΜΟΥΣΕΛΑ-ΚΟΥΡΝΑ), που ξεδίψασε πόλη και οικισμούς, η Οριστική Αποχέτευσή του με χωριστικό σύστημα και δυο Βιολογικούς, αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, που εξυγίανε την πόλη και τις παραλίες και την Τουριστική Ζώνη ανατολικά και τις ανέδειξε διεθνώς με Γαλάζιες Σημαίες, δεξαμενές Ύδρευσης με υπερσύγχρονα συστήματα χλωρίωσης και χιλιάδες, κατά τα στοιχεία της Τεχνικής Υπηρεσίας της ΔΕΥΑΡ πάνω από διακόσιες είκοσι χιλιάδες, μέτρα δικτύων για την ύδρευση-αποχέτευση όλων των συνοικιών της πόλης και των οικισμών του Δήμου και οι κτιριακές εγκαταστάσεις και ο μηχανολογικός εξοπλισμός της και το Διυλιστήριο για την εξυγίανση του νερού που αντλείται από τη λίμνη του Κουρνά και το σύγχρονο Μικροβιολογικό της Εργαστήριο για τον συχνό έλεγχο της ποιότητας του νερού που πίνουν οι δημότες.
Τα χαράματα σχηματίστηκε το όραμα που δεν υπήρχε στο Ρέθυμνο, λήφθηκε η απόφαση για τη διεκδίκηση της έδρας του Πανεπιστημίου και καταρτίστηκε το σχέδιο προσέλκυσης και κινητοποίησης του ρεθεμνιώτικου δυναμικού τόσο στην Αθήνα όσο και στο Ρέθυμνο. Ο Δήμος ήταν ο εμπνευστής και το επίκεντρο του αγώνα, που δεν ήταν καθόλου εύκολος για το τότε «παντέρμο Ρέθεμνος» με ανταγωνιστές το πανίσχυρο Ηράκλειο και τα Χανιά, δημιούργησε γενικό ιερό ενθουσιασμό και ανεπανάληπτη ομοψυχία και πνεύμα δημιουργίας και πρόσφερε το οικόπεδο της Πανεπιστημιούπολης αγοράζοντάς το με εισφορές όλων των συμπολιτών και γενναία συμπλήρωση από τον Βαρδή Βαρδινογιάννη. Ήταν περίπου 1100 στρέμματα, υπόγραψα πάνω από 190, από όσο θυμούμαι, συμβόλαια και διέσχιζα όλη την Ελλάδα σχεδόν ένα χρόνο για να βρω τους ιδιοκτήτες και να τους πείσω να πουλήσουν ή να προσφέρουν στον Δήμο την ιδιοκτησία τους, (βλ. αναλυτικότερα για το μέγα αυτό θέμα «Πανεπιστημιακός χώρος και Αθλητικό Κέντρο», εφημ. 18-9-2001). Η αναφορά στους αγώνες αυτούς έφερε στη μνήμη μου ένα περιστατικό: Τα υπομνήματα και οι αναλύσεις που χρειαζόταν για τη στήριξη με επιχειρήματα της διεκδίκησης εκ μέρους του Ρεθύμνου της έδρας του Πανεπιστημίου και γενικά ο τεράστιος οργανωτικός και επικοινωνιακός όγκος δουλειάς που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρημα, συντασσόταν κάτω από πιεστικές συνθήκες με ολονυχτίες εργασίας στο νέο Δημαρχείο και ο κυρ Βαγγέλης ο Σκούφογλου, ο καφετζής, μού έφερνε ένα καφέ το βράδυ όταν έκλεινε («Πάλι ξενύχτι έχουμε, κ. Δήμαρχε;») και ένα το πρωί στις 5 που άνοιγε. Ένα πρωί στις 7, καθώς έφευγα για ντουζ και πρωινό στο σπίτι πριν αρχίσει ο καθημερινός μόχθος στο Δημαρχείο, συνάντησα στην πόρτα τον Φύκια, επιστάτη υδρεύσεως, που παρατήρησε: «Πολύ νωρίς έρχεστε κ. Δήμαρχε», κι εγώ του απάντησα: «Λάθος, κυρ Βασίλη, πολύ αργά φεύγω». Κι ακόμη μου μένει αξέχαστη η απόρριψη εκ μέρους της Νομαρχίας αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου που ενέκριναν τη δαπάνη ταξιδιών μου στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις για το θέμα του Πανεπιστημίου με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν θέμα του Δήμου υποχρεώνοντάς με να τα πληρώσω από την τσέπη μου.
Αλλά αξέχαστη μου μένει και η στιγμή που κατέβηκα από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Χανίων, κατάκοπος και εξουθενωμένος από 16 ημερών τελικό αγώνα στα παρασκήνια της Αθήνας αλλά με το Διάταγμα ορισμού του Ρεθύμνου ως έδρας του Πανεπιστημίου στην τσάντα μου, και αντίκρυσα έκπληκτος πλήθος Ρεθεμνιωτών που με σήκωσαν στα χέρια τους. Φτάνοντας στο Ρέθυμνο ζήτησα να με πάνε στο σπίτι μου κι αυτοί έκαναν τον γύρο του θριάμβου και ξενύχτησαν εορτάζοντας.
Τα χαράματα σχεδιάστηκε η τουριστική ανάπτυξη του Ρεθύμνου και οι πρώτες ειδικές τουριστικές υποδομές, το «Δελφίνι», ο «Λαβύρινθος» και το πρώτο Γραφείο Τουριστικών Πληροφοριών με τον μακαρίτη Κωστή Παλιεράκη, που ενθάρρυναν άξιους συμπολίτες με την προτροπή και τη βοήθεια του Δήμου να πάρουν πρωτοβουλίες και να επενδύσουν στον τόπο τους κάνοντάς τον διεθνώς γνωστό προορισμό (βλ. αναλυτικά «Η Γέννηση του Ρεθεμνιώτικου Τουρισμού», εφημ. 3-10-2000).
Τα χαράματα σχεδιάστηκε η Αντιπλημμυρική Προστασία της πόλης, με την εκτροπή του χειμάρρου «Καμαράκι» στον Άγιο Νικόλαο και τις λεκάνες ανάσχεσης των βασικών χειμάρρων νότια του ΒΟΑΚ, που την απάλλαξε από τον εφιάλτη της περιοδικής μετατροπής της σε λίμνη.
Τα χαράματα μελετήθηκε η αγορά χώρου και η δημιουργία δημοτικών Σφαγείων, για να σταματήσει να σφάζεται στο αυλάκι του Αγ. Νικολάου και στις ρεματιές χωρίς υγειονομική προστασία το κρέας που τρώνε οι συμπολίτες.
Τα χαράματα συμπληρώθηκε η στοιχειώδης μελέτη του Δημαρχείου και προωθήθηκε η ολοκλήρωσή του, που αποτέλεσε το πρώτο σύγχρονο κτήριο ελληνικής κατασκευής, που στέγασε Δημόσια Υπηρεσία στο Ρέθυμνο.
Και ας μη φανεί υπερβολή η ενασχόλησή μου με εξειδικευμένα τεχνικά θέματα, ήταν ανάγκη. Όταν ανέλαβα Δήμαρχος και για τα πρώτα χρόνια Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου ήταν ο μακαρίτης Μανώλης Παπαδάκης, εργοδηγός με γνώσεις Δημοτικού αλλά άξιος και σοβαρός υπάλληλος, και ήταν μεγάλη πρόοδος όταν κατόρθωσα να πάρω ένα Υπομηχανικό, το Δημήτρη Φοβάκη, επίσης άξιο και σωστό. Σε όλα τα μεγάλα θέματα, Ύδρευση-Αποχέτευση Παλιάς Πόλης, σύνδεση με την υδροφόρο περιοχή Αργυρούπολης-Κουρνά, αναστηλώσεις Φορτέτζας, Αντιπλημμυρική Προστασία, Σφαγεία κλπ επεξεργαζόμουνα μόνος μου ή με όποιους συνεργάτες είχα τις λύσεις από άποψη τεχνική, σκοπιμότητας και εφικτότητας και κατόπιν παρέδιδα σε εξωτερικούς μελετητές τον τεχνικό πυρήνα των θεμάτων, για να τον κρίνουν και να συντάξουν τις σχετικές Μελέτες. Συχνά ζητούσα και τη γνώμη του Τεχνικού Επιμελητηρίου και άλλων ειδικών.
B’
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς τώρα; Την ανάπλαση των κεντρικών οδικών αξόνων της παλιάς πόλης, Αρκαδίου και Εθν. Αντιστάσεως, με πορφυρίτη; Ή της Λεωφόρου Κουντουριώτη από τον Άγιο Νικόλαο μέχρι του Κόρακα την Καμάρα και της οδού Μοάτσου, που ξανασχεδιάστηκε, έργα που συνέχισε με επιτυχία η διάδοχος Δημοτική Αρχή; Ή τη διαμόρφωση και τα πρώτα υπόγεια δίκτυα ολόκληρης της Νέας Πόλης, όπου είναι ζήτημα αν υπήρχαν μερικά τετραγωνικά μέτρα ασφάλτου ή τσιμέντου νοτιότερα της Λεωφόρου Κουντουριώτη; Ή τις χιλιάδες, χωρίς καμιά υπερβολή, άλλες παρεμβάσεις σε πρακτικά θέματα που όλα μαζί άλλαξαν τη μορφή και τη λειτουργικότητα του Ρεθύμνου, όταν τα ρέματα Κριάρη, Καμαράκι, Συνατσάκη και Κόρακα ήταν ανοικτοί θαμνότοποι μέχρι τη λεωφόρο Κουντουριώτη και ο Κουτσολίδης μέχρι τη θάλασσα, φυσικά σκουπιδαριά και πλημμυρικές βόμβες; Ή την απόκτηση της Φορτέτζας και την αναστήλωση των τειχών και των κτηρίων της, την απόκτηση του στρατοπέδου «Κουνδουράκη» και των πευκόφυτων λόφων του Ευληγιά με την υπογραφή συμβολαίων; Ή την εκπόνηση και εφαρμογή της Κυκλοφοριακής Μελέτης; Ή την ανάπλαση του Ενετικού Λιμανιού; Ή τη μελέτη ανάπλασης της Ανατολικής παραλίας; Ή τη συνολική ανάδειξη της περιοχής του Τούρκικου Σχολειού, που τον πρώτο σχεδιασμό ζήτησε ο Δήμος από τον Ν. Μουτσόπουλο, τον μελετητή της Π. Πόλης, και εμπεριστατωμένη Μελέτη του όλου έργου έκανε ο Προϊστάμενος του Γραφείου της Π. Πόλης Στάθης Κελέκης και ευτύχησε να ολοκληρώσει η σημερινή Δημοτική Αρχή; Ή την απόκτηση του εξωτερικού προμαχώνα του Φρουρίου (Rivellino) και την παραχώρησή του στο Υπουργείο Πολιτισμού, για να γίνει το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης; Ή τη δημιουργία του Θεάτρου «Ερωφίλη» στη Φορτέτζα και του Κηποθεάτρου στον Δημοτικό Κήπο; Ή τις Μουσειακές Συλλογές, Παλαιοντολογικού Υλικού, που αξιοποίησε η κα Γουλανδρή και η άξια συμπολίτισσα Φαλή Βογιατζάκη, της Ενάλιας Ζωής του αείμνηστου Μοσχάκη, της Κρητικής Οικοσκευής Βερυκάκη, των Κρητικών Χειροτεχνημάτων της αείμνηστης Ελένης Φραντζεσκάκη ή της Παλαιάς Τυπογραφίας ή της συλλογής Σπυριδάκη, που αποτέλεσε στοιχείο του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνου; Ή το Κέντρο και το Εργαστήριο Εικαστικών, που η διεκδίκησή του από το Ρέθυμνο στηρίχτηκε με ολόκληρο τόμο που έγραψα, ή το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ και την όλη πολιτιστική άνθηση που παρουσίασε το Ρέθυμνο και που ευτυχώς συνεχίζεται και επεκτείνεται; Ή τα αναρίθμητα έργα στους οικισμούς του Δήμου που αναβάθμισαν τη ζωή των κατοίκων; Τελειωμό δεν έχουν οι ψηφίδες, που όλες μαζί διαμόρφωσαν το σύγχρονο Ρέθυμνο, χωρίς να λησμονούνται και οι ψηφίδες που προσθέτει σταθερά η διάδοχος Δημοτική Αρχή, και του έδωσαν τη δυνατότητα να δρασκελίσει αποφασιστικά το παρελθόν και να πάρει μια πολύ καλή θέση στο τρένο του μέλλοντος.
Για να μη μακρηγορώ, το κατά κεφαλή εισόδημα του Ρεθύμνου το 1968, όταν ανέλαβα (12 Ιανουαρίου), ήταν 426 δολάρια έναντι 840 της Ελλάδας (ποσοστό 50%) κατατάσσοντάς το στις τελευταίες, αν όχι στην τελευταία θέση πρωτευουσών των νομών της χώρας και το 2006 που έληξε η τελευταία μου θητεία στον Δήμο ήταν 16.832 ευρώ, έναντι 18.737 της Ελλάδας (ποσοστό 90%), δηλαδή υπερδιπλάσιο, όπως υπερδιπλάσιος ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης του Ρεθύμνου σε σχέση με τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας. Η οικονομική αυτή έκρηξη αφ’ ενός δημιούργησε τη νέα επιχειρηματική τάξη του Ρεθύμνου που διαδέχθηκε τους ιστορικούς εμπορικούς οίκους που είχαν σβήσει και αφ’ ετέρου έφερε μια ευρύτερη διάχυση του εισοδήματος που έδωσε τη δυνατότητα σε χιλιάδες οικογένειες να φτειάξουν τα οικονομικά τους και να «αστικοποιηθούν». Επόμενο ήταν ότι και ο πληθυσμός που έφθινε (η απώλεια στη δεκαετία 1961-1971 ήταν -2%, ενώ κατά το ίδιο διάστημα τα Χανιά παρουσίασαν αύξηση +5%, το Ηράκλειο +21% και ο Άγιος Νικόλαος +34%) αυξήθηκε αλματωδώς από 14.000 σε 40.000 περίπου (αύξηση άνω του 250%). Επιγραμματικά, ένα εξαντλημένο κεφαλοχώρι, επιβίωμα περασμένων ιστορικών περιόδων, μετασχηματίστηκε με ταχύ ρυθμό σε δυναμική σύγχρονη πόλη, ή όπως το διατύπωσε ο γνωστός στιχουργός Σιμισακογιώργης:
«Στον Δήμαρχο:
Το Ρέθυμνο ήταν χωριό και έκαμές το πόλη,
χωράφι χέρσο ήτονε και τόκαμες περβόλι.
Καλή Επιτυχία.»
Εδώ τώρα πρέπει να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
Η μια είναι ότι στην αναστροφή αυτή της πορείας της πόλης και την ένταξή της σε δυναμική τροχιά ανάπτυξης πρωταρχικό ρόλο έπαιξε ο Δήμος, που και ο ίδιος μεταμορφώθηκε από γραφείο εκδόσεως πιστοποιητικών, όπως ήταν όλοι οι ελληνικοί Δήμοι εκείνη την εποχή, με 13 ή 14 υπαλλήλους (ένας πτυχιούχος, ο Μ. Αστρινός), σε δυναμική αναπτυξιακή Μονάδα με στελέχωση ικανή, με πρόγραμμα και βούληση και δυνατότητες εφαρμογής. Αυτός υπήρξε σε πολύ αδρές γραμμές ο Πρώτος Κύκλος Ανάπτυξης του Ρεθύμνου με κινητήρια δύναμη τον Δήμο του.
Η άλλη παρατήρηση είναι ότι οι υπηρεσιακές δομές και οι λειτουργικές υποδομές που αξιωθήκαμε να δημιουργήσουμε με τους συνεργάτες μου στον Δήμο ως διοικητική Μονάδα και ως οικιστική ενότητα αποτελούν σταθερή βάση, για να οικοδομηθεί, με τις εκάστοτε αναγκαίες συμπληρώσεις, η περαιτέρω αναπτυξιακή πορεία του Ρεθύμνου, ένας Δεύτερος Κύκλος Ανάπτυξης, όταν η σημερινή ανώμαλη κατάσταση ομαλοποιηθεί, όπως όλοι θέλομε να ελπίζομε. Η διάδοχος Δημοτική Αρχή του Γ. Μαρινάκη έχει αποδείξει ότι, αν οι γενικότερες συνθήκες συντρέξουν, είναι σε θέση να επωμιστεί και να προαγάγει τον νέο αυτό ρόλο του Δήμου ως βασικής αναπτυξιακής Μονάδας του τόπου με πλήρη επιτυχία. Και εύχομαι τότε κοντά στα άλλα έργα να αξιοποιηθεί και η υπάρχουσα μελέτη των Κρηπιδότοιχων Προστασίας της ανατολικής παραλίας, ώστε να σχηματιστούν λεκάνες ηρεμίας και ασφάλειας για τους λουόμενους και να διασφαλιστεί η χρήση της αμμώδους παραλίας ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Αναλυτικότερη έκθεση του Πρώτου Κύκλου Ανάπτυξης του Ρεθύμνου και σχεδιασμός του Δεύτερου Κύκλου εκτίθεται στο βιβλίο μου «Το Ρέθυμνο του Μέλλοντος» (2005). Στο βιβλίο αυτό αναλύονται και οι βασικοί λόγοι της σημερινής οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, αλλά και εκφράζεται η ανησυχία μου για το μέλλον: «Από την συνεκτίμηση των ανωτέρω διαπιστώσεων, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση γενικότερων ελληνικών και διεθνών παραγόντων, συνάγεται ότι δυστυχώς, υπάρχουν και δρουν αρκετές από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να προκύψει μια κρίση στη χώρα μας, όχι μόνο στον Τουρισμό, αλλά ευρύτερα. Η κρίση αυτή, αν δεν αποφευχθεί, είναι δυνατόν να εκδηλωθεί κατ’ αρχήν στο πεδίο της Οικονομίας και στη συνέχεια να προκαλέσει σειρά αναταράξεων στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα, οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σε δοκιμασία το επίπεδο ζωής των Ελλήνων αλλά και τη θέση της χώρας μέσα στο πλέγμα του διεθνούς συστήματος των κρατών», (σελ. 24).
Και ας μη φανταστεί κανείς ότι η ανάπτυξη του Ρεθύμνου συντελέστηκε μέσα σε κλίμα θερμοκηπίου και ανοιξιάτικης ευδίας, το αντίθετο. Όλες οι κακοδαιμονίες της ελληνικής δημόσιας ζωής και Πολιτικής έπρεπε να αντιμετωπιστούν, τορπιλισμοί έργων, υποκινούμενες αντιδράσεις της Διοίκησης, ασυνεννοησίες, ακατανόητες εχθρότητες, τρίβολοι και παγίδες, τίποτε δεν έλειψε και όλα έπρεπε να γεφυρωθούν, να αμβλυνθούν και να εκτονωθούν με υπομονή, ευελιξία αλλά και κόστος ψυχής και χρόνου, ώστε να διαμορφωθούν τελικά συνθήκες κατάλληλες για την προώθηση του Δημοτικού Προγράμματος. Ευτυχώς αυτοί που κατανοούσαν το πνεύμα της Δημοτικής Αρχής ήταν πολλοί και πολλές προσπάθειες καρποφόρησαν χωρίς να έχουν λείψει και απώλειες μεγάλων αναπτυξιακών έργων της πόλης που τορπιλίστηκαν.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της δημόσιας ζωής μου θυμούμαι με ευγνωμοσύνη τους συνεργάτες μου, αιρετούς και υπαλλήλους, ζωντανούς και μη, και τους ευχαριστώ.
Η ιδιωτική μου ζωή άρχιζε στις 4 το απόγευμα στο Φροντιστήριό μου επί 35 χρόνια και τελείωνε στις 9 το βράδυ, οπότε πήγαινα πάλι στα Συμβούλια, τις Επιτροπές, τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, κλπ. Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα συχνά ταξίδια στην Αθήνα, τα πήγαιν’ έλα στο Ηράκλειο, τα Χανιά και τα χωριά του Δήμου, στα συνέδρια της Τ.Α. από την Καλαμάτα μέχρι την Αλεξανδρούπολη, όπου συχνά ήμουν εισηγητής, τα 27 χρόνια της Δημαρχίας μου κύλησαν μέσα σ’ ένα αδιάκοπο αφύσικο μόχθο. Δούλεψα για δύο ανθρώπους με πλήρη απασχόληση. Και ξόδευα δικά μου λεφτά, δεν καταδέχτηκα ποτέ να βάλω έστω ένα γαλόνι βενζίνη από τον Δήμο στα 24 χρόνια που χρησιμοποιούσα το αυτοκίνητό μου ως δημοτικό για όλες τις διαδρομές εντός και εκτός Κρήτης ούτε ζήτησα ποτέ από τον Δήμο δαπάνες για τις ευρύτατες δημόσιες σχέσεις μου, αν δεν είχαν άμεση και αυταπόδεικτη σχέση με τα συμφέροντα της πόλης και αν δεν δινόταν έγκυρη απόδειξη και στις πλείστες περιπτώσεις δεν δινόταν τότε, απορρίπτοντας το παράδειγμα δημόσιων ανδρών της Ελλάδας που καταλήστεψαν την οικονομία της και την έφεραν στο σημερινό κατάντημα. Μπήκα στον Δήμο υγιής και με βιβλιάριο καταθέσεων και βγήκα με κακή υγεία και χρέη και μπορώ να επαναλάβω με το κεφάλι ψηλά τη ρήση του Παύλου: «Ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω, νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι». Ξέρω τι θα σκεφτούν πολλοί -κάποιοι μου το έχουν πει κιόλας- αλλά εγώ δεν μετανοιώνω που άσκησα τα καθήκοντά μου σύμφωνα με τις δικές μου οικογενειακές αρχές κι ας με θεωρούν «ιδιόρρυθμο», που δύσκολα επιβιώνει (;) στις σημερινές συνθήκες. Στο πρόσωπό μου πλήττεται αυτός ο τρόπος σκέψης και ζωής, που στους τωρινούς καιρούς θεωρείται παλαιομοδίτικος και είναι αυτοκαταστροφικός.
Έζησα, όμως, δυο μεγάλες, δυο ανεκτίμητες χαρές: Στη δημόσια ζωή ένιωσα στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τη χαρά της δημιουργίας, τον σχεδιασμό και την πραγμάτωση ενός οράματος για την αναγέννηση του Ρεθύμνου, την έξοδό του από το ομιχλώδες τέλμα της καθυστέρησης και τη δυναμική του είσοδο στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Στην ιδιωτική ζωή πάλι, πέρα από την οικογένειά μου με στενή και ευρύτερη έννοια, που χωρίς αυτήν δε θα είχα κάνει απολύτως τίποτε και την ευγνωμονώ απεριόριστα, έζησα την ανείπωτη χαρά της πνευματικής δημιουργίας. Είχα την καλή τύχη, και με τη βοήθεια των άξιων συνεργατών μου, να πάρω από το χέρι χιλιάδες Ρεθεμνιωτόπουλα και να προχωρήσουμε μαζί στον ανηφορικό δρόμο της καλλιέργειας και της συστηματοποίησης της σκέψης και της διεύρυνσης του πνευματικού μας ορίζοντα, συμπληρώνοντας τη Δημόσια Εκπαίδευση, και χαίρομαι να τα βλέπω σήμερα ώριμους επιστήμονες και διακεκριμένα μέλη της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Πόλη δεν είναι μόνο η Οικονομία και οι υλικές υποδομές, είναι πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι και αισθάνομαι ευτυχής που πρόσφερα τις υπηρεσίες μου και στους δυο αυτούς τομείς. Αυτές οι χαρές, απαξιωμένες σήμερα από τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, άξιζαν το βιολογικό και το υλικό κόστος της ζωής μου κι ας ήταν καταλυτικά μεγάλο. Έτσι έζησα τη ζωή μου και είχα κάθε δικαίωμα να ζήσω τα υπόλοιπα χρόνια μου ήσυχα, με την οικογένειά μου, τους φίλους μου και τη βιβλιοθήκη μου, όπως όλοι οι άνθρωποι.
Όμως ποια είναι η θέση μου σήμερα;
Τα τελευταία δώδεκα χρόνια αναξιότητες της Δημόσιας Διοίκησης και αστοχίες της Δικαιοσύνης με ανάγκασαν να αγωνίζομαι σκληρά στα δικαστήρια για να υπερασπιστώ την αξιοπρέπειά μου και την ελευθερία μου, δηλαδή την ίδια τη ζωή μου, γιατί χωρίς αυτά δεν καταδέχομαι να ζήσω, ο χαρακτήρας μου και η διαδρομή της ζωής μου δεν μου το επιτρέπουν. Μη γελιόμαστε, η διπλή άδικη καταδίκη θέτει για μένα υπαρξιακό θέμα.
Κουράστηκα να παλεύω με μικρότητες και αθλιότητες και αρνούμαι να αποδεχτώ τόσο την Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Χανίων όσο και αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γιατί είναι άδικες και παράνομες, κυριολεκτικά δολοφονικές. Αρνούμαι να εξευτελίσω τη ζωή μου αποδεχόμενος τις Αποφάσεις αυτές και θα πολεμήσω με νύχια και με δόντια για τη δικαίωσή μου. Τα δικαστήρια μπορούν να με σκοτώσουν, αλλά δεν μπορούν να με βγάλουν επίορκο, γιατί δεν υπήρξα ποτέ, αντίθετα τίμησα με το παραπάνω και τον όρκο μου και το αξιακό σύστημα του τόπου μου. Αν αυτό είναι λόγος θανατικής καταδίκης μου, αν όλα αυτά έχουν καταρρεύσει και δεν ισχύουν πια, τότε είμαι έτοιμος να δεχθώ τη μοίρα μου.
Απευθύνομαι σε σας τους συμπολίτες μου, γιατί πιστεύω ότι το Ρέθυμνο κρατεί το δικό του ήθος, την ανθρωπιά και την ευπρέπεια και το αίσθημα Δικαίου, με το οποίο το προικοδότησε η παράδοσή του, κόντρα σ΄ όλους τους σύγχρονους φθοροποιούς ανέμους. Και ζητώ την ηθική σας συμπαράσταση.
Ξέρω ότι ποτέ δεν έλειψαν από την Ελλάδα περιπτώσεις δημόσιας αδικίας και μάλιστα σε εθνική κλίμακα. Για να θυμηθούμε τον γερο-Κολοκοτρώνη, όταν τον μετέφερε δεμένο ένα στρατιωτικό απόσπασμα από το Ναύπλιο στην Ύδρα κι ένας ανόητος ακολουθούσε και τον έφτυνε βρίζοντάς τον, γύρισε και είπε στους στρατιώτες: «Κρίνετε εσείς αν μου πρέπει τέτοια καταισχύνη». Κρίνετε κι εσείς, αγαπητοί συμπολίτες, στη μικροκλίμακα τη δική μου, αν μου πρέπει τέτοια μεταχείριση.
Σε κάθε περίπτωση, να ξέρετε ότι αγάπησα αυτό τον τόπο και τους ανθρώπους του βαθιά και ουσιαστικά και σας ευγνωμονώ που μου ανταποδώσατε πλούσια την αγάπη αυτή.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Α’:
Οι καταδίκες μου μου θύμισαν αυτό που είπε πριν από χρόνια μια εισαγγελική Αρχή του Ρεθύμνου στον μακαρίτη κουνιάδο μου δικηγόρο Κωστή Ανδρουλιδάκη: «Αν δεν βάλω φυλακή τον γαμπρό σου, θα κάψω το πτυχίο μου». Αυτή είναι η Ελλάδα μας!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Β’:
Στο «ΒΗΜΑ» Αθηνών στις 3 Μαρτίου 2013 κύριο θέμα είναι η «Μαφία των Δημάρχων», μια εντυπωσιακή καμπάνια, που, μαζί με πληθώρα ανάλογων δημοσιογραφικών ρεπορτάζ, παρουσιάζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση όλων των βαθμίδων ως συνολική εστία διαφθοράς και ρεμούλας.
Όμως, όσο είναι σωστό και επιβεβλημένο να επισημαίνονται και να τιμωρούνται οι περιπτώσεις διαφθοράς, άλλο τόσο άδικο και αρνητικό είναι να γενικεύεται ένα κακό και να καίγονται και τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Δεν είναι όλοι οι Υπουργοί ούτε οι Βουλευτές ούτε οι Περιφερειάρχες ούτε οι Δήμαρχοι ούτε οι εφοριακοί κλπ κλέφτες, είναι ίσως πολλοί, αλλά υπάρχουν και πολλοί έντιμοι και σοβαροί άνθρωποι που εκτελούν άψογα τα καθήκοντά τους. Αυτοί είναι τα θύματα της όλης κατάστασης, θυμίζουν αυτό που έγραψε για κάποιον ο Λέοπ. Ζάχερ-Μάζοχ: «Είναι άνθρωπος της τιμής, που ορθώνεται στην εποχή μας σαν ένα σκιάχτρο ανάμεσα στους κοράκους. Γελούν μαζί του.» Κατά την αντίληψη των «κοράκων», και εγώ είμαι για γέλια, γιατί μετά από 27χρονη θητεία στον Δήμο, μόλις έφυγα πούλησα, για να καλύψω ανάγκες της οικογένειάς μου, μια γκαρσονιέρα που είχα αγοράσει με τραπεζικό δάνειο στο Ηράκλειο για τις σπουδές της κόρης μου και πρόσφατα πούλησα το οίκημα του Φροντιστηρίου μου, γονική κληρονομιά της γυναίκας μου, για να αντιμετωπίσω οικονομικά προβλήματα της οικογένειάς μου. Άλλοι αγοράζουν ακίνητα από τη δημόσια ζωή, εγώ πουλώ εξαιτίας της δημόσιας ζωής μου και ας βγάλει κάθε συμπολίτης τα συμπεράσματά του. Και μακάρι αυτές οι πωλήσεις να είναι η μόνη ζημιά. Η Ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διδάσκει όσους θέλουν να διδαχτούν ότι σε περιόδους ανεπίστροφης παρακμής και κατάπτωσης, όπως η τωρινή στη χώρα μας, στην ατμόσφαιρα πλανάται δίψα για αίμα, στην αρχή νόμιμα, κατόπιν νομιμοφανώς (η περίπτωσή μου) και στο τέλος ανεξέλεγκτα και ποταμηδόν.
Έτσι είναι η Ελλάδα μας σήμερα, είναι για τους «κοράκους», όχι για τα «σκιάχτρα»!
Τα γράφω αυτά, αγαπητοί συμπολίτες, σαν κατάθεση ζωής, για να θυμάστε την πραγματικότητα της ζωής μου.