Μια υπεύθυνη και οριστική τοποθέτηση στα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα δεν είναι μόνο ριψοκίνδυνη αλλά και σχεδόν αδύνατη, επειδή από στιγμή σε στιγμή αλλάζουν τα δεδομένα. Γι’ αυτό στο παρόν σχόλιό μου θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες κάποιες σκέψεις που αφορούν ένα σταθερό πολιτικό χαρακτηριστικό που οφείλει να έχει κάθε κυβέρνηση. Και αυτό είναι, η πολιτική υπευθυνότητα με την οποία οφείλει η εκάστοτε κυβέρνηση να διαχειρίζεται τη λαϊκή εντολή.
Η εντολή των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 ήταν σαφής: λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας εντός της ευρωζώνης.
Αυτό επαναλάμβαναν συνεχώς ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και βουλευτές των κυβερνώντων κομμάτων. Επομένως, ήταν και σε αυτούς σαφής η εντολή.
Από την άλλη, η εντολή είναι χρονικά τόσο νωπή που δεν χρειάζεται ανανέωση ή επιβεβαίωση. Εντούτοις, ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο μας οδηγούν σε δημοψήφισμα. Και το ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί;
Γιατί η κυβέρνηση και τα κυβερνώντα κόμματα οδηγούν τους ψηφοφόρους σε δημοψήφισμα;
Το εν λόγω ερώτημα παραπέμπει άμεσα στα πολιτικά κίνητρα που οδήγησαν στη λήψη απόφασης για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και έμμεσα στα παραγόμενα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.
Ας ξεκινήσουμε από τα κίνητρα. Η κυβέρνηση διακηρύττει, ότι μέσα από το δημοψήφισμα -το οποίο αποτελεί ένα βασικό δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη και είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο- θέλει να δώσει στον λαό ( για την ακρίβεια στους ψηφοφόρους) την ευκαιρία να εκφρασθεί και να αποφασίσει για ένα ζήτημα που αφορά το μέλλον του. Επίσης διακηρύττει, ότι θέλει το λαό να συναποφασίζει και να είναι μαζί της, γιατί αυτό αποτελεί και τη δύναμή της.
Ας δούμε αυτές τις δύο αιτιολογίες από πιο κοντά και ας εξετάσουμε, αν αντέχουν σε ένα ορθολογικό έλεγχο.
Το δημοψήφισμα είναι πράγματι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Επ’ αυτού δεν χωρά συζήτηση και αμφισβήτηση. Όμως, πότε, υπό ποιους όρους και για ποιο ζήτημα θα προκηρυχτεί δημοψήφισμα αποτελεί πολιτική απόφαση της κυβέρνησης, η ποία και ευθύνεται για τις όποιες συνέπειες.
Στην προκειμένη περίπτωση και υπό την παρούσα συγκυρία η προκήρυξη και μόνο του δημοψηφίσματος προκάλεσε κοινωνικο-πολιτικές και προπάντων οικονομικές εξελίξεις δυσμενείς για τον λαό. Οι εν λόγω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη χρονική στενότητα, επηρεάζουν και δυσχεραίνουν τις δυνατότητες έγκαιρης και έγκυρης ενημέρωσης του λαού για το διακύβευμα του δημοψηφίσματος.
Υπό το άγχος αυτών των εξελίξεων ο λαός καλείται να απαντήσει με ένα «ναι» ή ένα «όχι», άμεσα και τυπικά αν αποδέχεται ή απορρίπτει την «πρόταση των θεσμών» και έμμεσα αλλά ουσιαστικά, αν βλέπει και θέλει το μέλλον του εντός ή εκτός ευρωζώνης.
Είναι προφανές, και από τη Δευτέρα το βιώνουμε ήδη, πως η προκήρυξη και μόνο του δημοψηφίσματος παράγει αρνητικά αποτελέσματα -τα ενδεχόμενα αποτελέσματα του ίδιου του δημοψηφίσματος τα αφήνουμε για μια άλλη συζήτηση.
Δεδομένων των παραπάνω προκύπτει λογικά το ερώτημα ως προς τη σκοπιμότητα του δημοψηφίσματος.
Η κυβέρνηση σίγουρα δεν προβαίνει σε ένα δημοψήφισμα για να βλάψει τον τόπο. Προβαίνει, όμως, σε δημοψήφισμα για να μοιραστεί αν όχι για να μεταθέσει τις ευθύνες για τις όποιες αρνητικές συνέπειες στον λαό. Η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει τις πολιτικές αντοχές να σηκώσει το βάρος της συμφωνίας με τους εταίρους και να επωμιστεί το πολιτικό κόστος, που απορρέει από αυτή. Γι’ αυτό και καταφεύγει, «στο παρά ένα», σε δημοψήφισμα. Ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και ιδιαίτερα οι συνέπειες αυτού του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση θα μπορεί να πει, «μα ο λαός αποφάσισε έτσι». Κοντολογίς, τα κυβερνώντα κόμματα επιδιώκουν μέσα από το δημοψήφισμα να περισώσουν τον εαυτό τους πολιτικά.
Αυτή είναι μια πρακτική που δεν διαφοροποιείται από τις πρακτικές προηγούμενων κυβερνήσεων και με αυτή την έννοια είναι απογοητευτική. Και είναι βαθιά απογοητευτική, γιατί από μια νέα «αριστερή» κυβέρνηση θα περίμενε κανείς νέα πολιτικά ήθη. Επίσης είναι άδικη για τον ψηφοφόρο, γιατί αυτός καλείται, με ελλιπή ενημέρωση και χωρίς να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες της ψήφου του, να απαντήσει με ένα ναι ή ένα όχι και να αναλάβει έτσι ευθύνες που αναλογούν στην κυβέρνηση, η οποία εκλέχτηκε για να κυβερνήσει.
Ιδιαίτερα απογοητευτική είναι η τρέχουσα πολιτική της κυβέρνησης για το πλήθος των «κεντροαριστερών» ψηφοφόρων που ψήφισαν και έφεραν στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί οι ψηφοφόροι δεν είναι δεδομένοι, πράγμα που σημαίνει πως το ενδεχόμενο να γυρίσουν την πλάτη τους στην κυβέρνηση κατά το επερχόμενο δημοψήφισμα είναι υπαρκτό. Αυτό, με τη σειρά του σημαίνει, πως η κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν με τις πρακτικές τους δεν ρισκάρουν μόνο την τύχη της χώρας, αλλά και το πολιτικό τους μέλλον.
Κοντολογίς, η διαδικασία και μόνο προς το δημοψήφισμα εγκυμονεί πολλά ρίσκα για όλους. Εκτιμούμε, ότι το ίδιο το δημοψήφισμα εγκυμονεί περισσότερα, αλλά αυτά θα τα συζητήσουμε μια άλλη φορά.
*Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής
και τ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης