Θα ξεκινήσουμε με δύο παραδοχές. Πρώτα – πρώτα, στη χαρτοπαιξία δεν είσαι ποτέ σίγουρος, με την ίδια ευκολία που μπορεί να χάσεις είναι δυνατόν και να κερδίσεις. Έπειτα, στη ζωή η πίστη παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, καθώς σε βοηθά να ξεπερνάς τις δυσκολίες.
Μια φορά, λοιπόν, και έναν καιρό, ζούσε σε μιαν μακρινή μας πόλη, ο Αριστοκλής. Για όλον τον κόσμο, την Πρωτοχρονιά γιορτάζει ο Άγιος Βασίλειος. Για τον Αριστοκλή, όμως, ήταν η μέρα του Αγίου Διοδότου. Το πώς και το γιατί θα μας αφηγηθεί η παρακάτω ιστορία…
Ο Αριστοκλής, γύρω στα 50, δεν είχε δική του οικογένεια. Οι γονείς του είχαν πεθάνει από χρόνια. Δεν είχε παντρευτεί. Μονότροπος και δύσκολος ως χαρακτήρας, ίσως υπό την επήρεια της μοναξιάς, λέγανε όσοι τον ξέρανε και δεν τον πλησιάζανε, γιατί ήταν και λιγομίλητος, απρόσιτος…
Δούλευε από χρόνια ως γραφιάς στις Υπηρεσίες του Δήμου. Λιγοστά τα «πάρε – δώσε» με τους συναδέλφους ή τους πολίτες που προσέρχονταν. Χειμώνα – καλοκαίρι, φθινόπωρο – άνοιξη, ρουτίνα απαρασάλευτη, αφότου «έφυγαν» οι γονείς του, όλα τα εισοδήματά του αναλίσκονταν στο φαγητό και στη χαρτοπαιξία. Τίποτα άλλο και κανείς άλλος δεν τον ένοιαζε και σε όποιον πήγαινε να του πει το παραμικρό στραβομουτσούνιαζε και αντιμιλούσε θυμωμένος και άσχημα…
Κάθε βράδυ, σύχναζε στη λέσχη της πόλης και έπαιζε με τις ώρες χαρτιά παθιασμένος. Άλλοτε, έχανε πολλά και άλλες φορές, κέρδιζε λίγα. Μα ποτέ δεν έκοβε αυτή τη βλαβερή συνήθεια, ο νους του συνέχεια στριφογύριζε στην τράπουλα και στα τυχερά της παιχνίδια, κολλητά του φιλαράκια ο άσος, ο βαλές, ο ρήγας, ο τζόκερ…
Το μουντό και συννεφοσκεπές πρωί εκείνης της Πρωτοχρονιάς, αφού μόνον του στο σπίτι τον είχε βρει η αλλαγή του χρόνου, είχε ξυπνήσει άκεφος και ήλθε στη λέσχη αποφασισμένος για όλα. Είπε να παίξει «31», το γνωστό σε όλους μας παιχνίδι. Είχε να το παίξει χρόνια, δεν θυμόταν πόσα!
Για πολλή ώρα, ό,τι κι αν πόνταρε, έχανε. Έξω, ολημερίς έβρεχε, πότε ψιχαλιστά, πότε δυνατά. Απόγεμα πια, τα σύννεφα σε λίγο θα έκρυβαν ακόμη και το ηλιοβασίλεμα που θα ξεπρόβαλε. Παρά ταύτα, ο Αριστοκλής δεν το έβαζε κάτω. Τα τραπουλόχαρτα είχαν γίνει προέκταση των χεριών του και το στομάχι του γουργούριζε από την πείνα. Συνέχιζε να παίζει…
Μα, να, τέλειωσαν τα χρήματα που κρατούσε! Τι να κάνει; Ζήτησε δανεικά από τους υπεύθυνους της λέσχης. Επειδή ήταν «τακτικός πελάτης», δεν του αρνήθηκαν. Του δάνεισαν και αυτός ξανάρχισε αμετανόητος το παιχνίδι.
Κόντευε ο Αριστοκλής πια να τα χάσει όλα. Με το ζόρι, συγκρατιέται να μη βλαστημήσει την τύχη του, που, τούτη την Πρωτοχρονιά, παραμένει μακριά του. Ζητά από τη «μάνα» αν μπορεί να στοιχηματίσει τα τριπλά! Αν έχανε, θα ‘φευγε και μόνον ο θεός θα ‘ξερε πού θα ‘βρισκε τα δανεικά να γυρίσει…. Αν κέρδιζε, θα τα επέστρεφε και θα ‘χε και κέρδος από όσα είχε όταν πρωτοπήγε σήμερα.
Πυρετός έκαιγε το μέτωπό του και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι ασταμάτητο. «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, πιστεύω στη δύναμή σου ολόψυχα! Βοήθησέ με και δείξε μου σημάδι πως είσαι κοντά μου και εγώ δε θα ξαναπιάσω τράπουλα στα χέρια μου…», μονολόγησε, ενθυμούμενος πως στα παιδικά του χρόνια, για κάθε δυσκολία η μάνα του η μακαρίτισσα προσευχόταν και με δάκρυα στα μάτια εκλιπαρούσε τη βοήθεια του Λυτρωτή των ανθρώπων Ιησού Χριστού.
Και το «μαρτύριο» αρχίζει: Το πρώτο φύλλο που του έτυχε σε τούτη την παρτίδα ήταν το 6 σπαθί. Άλλοι τρεις ήσαν στο ίδιο τραπέζι και έπαιζαν με τον Αριστοκλή. Πέρασαν όλοι, άλλοι «κάηκαν», άλλοι κέρδισαν. Έφτασε η σειρά του. Η αδρεναλίνη άρχισε ν’ ανεβαίνει ανεξέλεγκτη μαζί με το εκάστοτε άθροισμα στα φύλλα. 6 στην αρχή, ακολούθησαν ένα καρό 3, ένα σπαθί 8…
Σύνολο ως τώρα 17, η «μάνα» είχε απέξω 26, τι θα ‘κρυβε άραγε! Ο Αριστοκλής είχε γίνει πια κατακόκκινος. Ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Μια – μια οι σταγόνες που βρέχανε τον ξεραμένο ουρανίσκο του, μια – μια οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του.
Με ένα φύλλο, ήταν πάλι χαμένος. Με δυο; Ή θάχανε ή θα κέρδιζε… Ήταν πολλά τα λεφτά στη μπάνκα. Πιο πολλές πιθανότητες είχε να έχανε, αλλά θάπεφτε γενναία στην πρώτη γραμμή της μάχης, όχι σαν δειλός πισωπατώντας… «Θεέ μου, βάλε το χέρι σου!», μονολογεί…
«Δύο δώστου!», ακούει μια φωνή εντός του να ψιθυρίζει. Τέρμα οι δισταγμοί. Ιδού το σημάδι το θεόσταλτο! Ο Αριστοκλής με φωνή θαρραλέα λέει στη «μάνα»: «Δύο δώσμου!».
Το πρώτο ήταν μπαστούνι 5, άθροισμα 22. Αγωνία στο κατακόρυφο! Άντε να ιδούμε και το άλλο φύλλο! Τα δευτερόλεπτα μέχρι να τραβήξει η «μάνα» το φύλλο τού φάνηκαν αργόσυρτοι αιώνες. Τα μαλλιά του σαν να άσπρισαν, το πρόσωπό του κέρωσε από την αδημονία…
Και….9… σύνολο: 31!!! Κέρδισε! Ναι, ήταν ο Αριστοκλής ο νικητής! Άκουσε τη φωνή μέσα του και ο Θεός ανεγνώρισε την πίστη του και δι’ αυτής τον οδήγησε στην επιτυχία αυτή, τη μεγάλη και απρόσμενη…
Εισπράττει από το ταμείο τα κέρδη, ξεχρεώνει τα δανεικά, σκουπίζει το κάθιδρο μέτωπο και φεύγει από τη λέσχη για το σπίτι, μόνος όπως πάντα…
Στον πολύβουο δρόμο της μεγαλούπολης, η νύχτα είχε ήδη πέσει και σκοτάδι είχε περιβάλει την χριστουγεννιάτικα ντυμένη πόλη, όταν τη μοναξιά του ήλθε να συνοδέψει μια περίεργη, ασυνήθιστη για αυτόν, σκέψη. Η ίδια φωνή που του ‘χε στείλει ο Θεός να τον βοηθήσει να κερδίσει στα χαρτιά σήμερα, η ίδια ψιθυριστά έρχεται να ψελλίσει στα αφτιά του τώρα: «Θα κρατήσεις από τα χρήματα που έχεις όσα σού χρειάζονται για τροφή έως την επόμενη μισθοδοσία και τα αποδέλοιπα θα τα πας στο ορφανοτροφείο της πόλης, λέγοντας ότι τα ‘φερε για τα παιδιά ο Άγιος… όχι Βασίλης, που φέρνει δώρα, αλλά… ποιος; Δύο δώστου, δύο δώστου, ναι, αυτό είναι, ο Άγιος Διόδοτος, που έφερε σε σένα τα χρήματα και σε ορμήνεψε να τα μοιραστεί με τα ορφανά της πόλης! Ναι, ο Άγιος Διόδοτος, και για χάρη του, δεν θα ξαναπαίξεις ποτέ, ποτέ ξανά όπως υποσχέθηκες;, ποτέ!, χαρτιά και από όσα χρήματα θα βρίσκονται στα χέρια σου στη μέρα της Αρχιχρονιάς κάθε χρόνο τα μισά θα χαρίζεις πάντα στο ορφανοτροφείο!».
Με αυτή τη σκέψη, γυρνώντας σπίτι, ο Αριστοκλής, ήπιε μοναναπνιάς ένα ποτήρι γάλα, το μόνο που βρήκε στο ψυγείο, και ξάπλωσε για βραδινό ύπνο. Όχι άφρων ή εν βρασμώ ψυχής, αλλά πανευτυχής και ευδιάθετος…
Και το άλλο πρωί, 2 πια του Γενάρη, πριχού καν χαράξει, σηκώθηκε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, νίφτηκε, ντύθηκε, πήρε τα χρήματα, βγήκε από το σπίτι, καλημέριζε ευγενικά όποιον βρήκε μπροστά του και κατευθύνθηκε στο ορφανοτροφείο. Στην κεντρική πλατεία, τον είδαν κάποιοι συνάδελφοί του, που παραξενεύτηκαν, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, για την αλλαγή των τρόπων του, αλλά ανταπέδωσαν πασίχαροι το καλημέρισμα. Τέρμα πια για τον Αριστοκλή η μοναξιά, ο δύστροπος χαρακτήρας και η μιζέρια…
Κι όταν τον ρώτησε ο διευθυντής τι όνομα να γράψει ως δωρητή, ο Αριστοκλής, με ένα φωτεινό, πλατύ και άδολο χαμόγελο τού απάντησε ενώ οι θεόσταλτες ηλιαχτίδες βγήκαν και άρχισαν να ζεσταίνουν, σαν τις αλκυονίδες μέρες, τον κόσμο ολάκερο, «Άγιος Διόδοτος, οδός Πρωτοχρονιάς 31»…
Και, δόξα τω Θεώ, δεν ξανάπιασε έκτοτε στη ζωή του τραπουλόχαρτο και κάθε Πρωτοχρονιά, καλομίλητος σε όλους, πήγαινε τους οβολούς του στο ορφανοτροφείο, συνεπής στα υπεσχημένα και ευγνώμων στο Θεό και τον Άγιο Διόδοτο για το κοινό τους μυστικό…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ.
φιλόλογος