Θυμάμαι αξέχαστα ήταν Φεβρουάριος. Ένας κρύος Φεβρουάριος όπως οι περισσότεροι άλλωστε, που τον έκανε περισσότερο κρύο η χούντα που κυβερνούσε τη χώρα μας τότε. Η στρατοκρατική χούντα ήταν στη μεγάλη ακμή της, με τους μισούς «δημοκρατικούς και αγωνιστές» έλληνες να παρακολουθούν και να καρφώνουν τους άλλους μισούς. Τώρα πως στη μεταπολίτευση βγήκαν όλοι οι Έλληνες δημοκρατικοί και αγωνιστές, είναι μια άλλη ιστορία, που εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να απαντήσω. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχαμε τελειώσει τις γραπτές εξετάσεις του τετραμήνου, που δίναμε τότε στο γυμνάσιο και η επόμενη μέρα παραδοσιακά, αν το επέτρεπε ο καιρός, αφιερώνονταν για ένα ημερήσιο περίπατο στα πευκάκια ή τον Άη Γιάννη, λίγο έξω από την πόλη, ώστε να χαλαρώσουν οι μαθητές και να αποφορτιστούν από την πίεση των εξετάσεων. Η μέρα πραγματικά ήταν εξαιρετική και το άλλο γυμνάσιο αρρένων της πόλης μας, μόλις χτύπησε το κουδούνι και έγινε η καθιερωμένη προσευχή, ξεκίνησε την εκδρομή του.
Στο δικό μας ο διευθυντής είχε άλλη γνώμη. Έπρεπε πρώτα να φτιάξουμε τα θρανία (εκείνα τα υπέροχα παλιά ξύλινα θρανία στις αίθουσες, (που κάποιοι έξυπνοι τα απέσυραν και έγιναν καυσόξυλα δυστυχώς). Η συγκεκριμένη δουλειά ήθελε συνήθως πάνω από μιάμιση ώρα. Οι μεγάλοι των δυο τελευταίων τάξεων όταν τέλειωσαν το φτιάξιμο των θρανίων στις αίθουσες και ανακοινώθηκε ότι θα πηγαίναμε εκδρομή, αρνήθηκαν να πάνε, επειδή είχε πάει ήδη η ώρα 10 το πρωί και υπέθεσαν ότι θα πηγαίναμε κανονικά την επόμενη μέρα. Αμ δε! Ο διευθυντής που οι μαθητές, μάλλον εύστοχα, του είχαν δώσει το προσωνύμιο «Χίτλερ», για το ύφος του και τις αποφάσεις που έπαιρνε, όταν του ετέθη το αίτημα την επόμενη μέρα στην προσευχή, με συνοπτικές διαδικασίες και σαν άλλος Καίσαρας είπε το περίφημο «ο κύβος ερρίφθη κύριοι!», δεν θα πάτε! και οργισμένα συμπλήρωσε, «περάστε μέσα».
Οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων αντέδρασαν και δεν ήθελαν και πολύ για να πείσουν εμάς τους μικρότερους, να μην μπούμε για μάθημα και να μείνουμε έξω στον περίβολο σαν αντίδραση στην απόφαση του διευθυντή. Αυτονόητο είναι και στον περισσότερο αδαή, ότι εκείνη την εποχή, σε τέτοιες θέσεις, όπως αυτή του διευθυντή, βρίσκονταν άτομα προσκείμενα φιλικά προς τη χούντα των συνταγματαρχών, για να ελέγχουν άμεσα τους συναδέλφους τους καθηγητές, αλλά και τον μαθητικό πληθυσμό, όπως κατ’ επέκταση και τους γονείς των μαθητών. Η ας την πούμε απεργία-κατάληψη των μαθητών, ήταν κάτι εξωφρενικό για εκείνη την εποχή και ο διευθυντής προσπάθησε να μας πείσει, στην αρχή καλοπιάνοντάς μας και στη συνέχεια απειλώντας θεούς και δαίμονες. Εμείς αντιδράσαμε, προφανώς έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, με συνθήματα όπως: «το νομάρχη θέλουμε!» «φέρτε μας το εκατό!» και άλλα που δεν τα θυμάμαι.
Μετά από λίγο κατέβηκαν με τη σειρά κάποιοι καθηγητές, που ήταν περισσότερο αγαπητοί στους μαθητές και προσπάθησαν να μας νουθετήσουν και να μας πείσουν να μπούμε στις τάξεις για μάθημα. Κάποιος ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος και μας είπε: «παιδιά προς θεού θα μας βάλουν όλους φυλακή, θα μας απολύσουν!» και άλλα παρόμοια. Εμείς έχοντας πάντα πλήρη άγνοια κινδύνου, όντας παιδιά, συνεχίσαμε το πανηγύρι της πρωτόγνωρης και πρόσκαιρης ελευθερίας μας για εκείνη την εποχή, καθώς και την απόλαυση ότι δεν κάναμε μάθημα, φωνάζοντας τα συνθήματα που προανέφερα. Αρκετοί περαστικοί, αλλά και οι υπόλοιποι πολίτες της πόλης, ακούγοντας τις φωνές μας, έρχονταν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει και η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο…
Κάποια στιγμή βλέπουμε να έρχεται το εκατό και οι αστυνομικοί κάνουν μερικές προσπάθειες, για να μας βάλουν μέσα στις τάξεις, όλες αποτυχημένες. Εμείς με όπλο την άνοιξη της εφηβείας μας, που δίνει πλήρη άγνοια κινδύνου, συνεχίζαμε να φωνάζουμε και μετά από λίγο έγινε αυτό που λέγαμε ότι θέλουμε στα συνθήματα! Έρχεται ο νομάρχης! ο κ. Νικούλης, ο οποίος ήταν, αν θυμάμαι καλά, από την Καβάλα. Νομάρχης, καθηγητές και αστυνομικοί μας φωνάζουν να παραταχτούμε, όπως κάναμε στην πρωινή προσευχή, και με ιδιαίτερα αυστηρό και επιτακτικό τρόπο, ο νομάρχης, μας ζητά να μπούμε στις τάξεις μας. Στην αρχή δεν έμπαινε κανένας, αλλά ο εύκολος στόχος ήταν οι μικρότεροι της Α’ και Β’ τάξης. Δυο τρεις αστυνομικοί, με προτροπή του νομάρχη, έπιασαν κάποιους μικρούς μαθητές από το χέρι και με προσοχή, χωρίς βία είναι αλήθεια, βοηθούμενοι και από δυο τρεις καθηγητές, τους οδήγησαν στα σκαλιά του σχολείου, για να μπουν μέσα. Αναγκαστικά ακολούθησαν μετά από λίγη ώρα και οι μεγαλύτεροι μαθητές.
Την ίδια μέρα ή την επόμενη, φώναξαν κάποιους μαθητές από την έκτη τάξη στην ασφάλεια και τους έκαναν ερωτήσεις του τύπου «ποιος σας υποκίνησε για την απεργία;» και «ποιοι ήταν οι αρχηγοί σας;». Απ’ όσο θυμάμαι δεν δόθηκε συνέχεια και το όλο γεγονός καλύφθηκε, για την τότε εξουσία, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και χωρίς να πάρει έκταση, προφανώς για να μην μπαίνουν παρόμοιες ιδέες και σε άλλους… το πολυτεχνείο θα καθυστερούσε ακόμα δυο χρόνια… Δεν θυμάμαι αν είχε δοθεί στον ελεγχόμενο τοπικό τύπο άδεια, να καταγραφεί το γεγονός και αν καταγράφηκε τελικά. Ίσως ένα ψάξιμο στην τοπική βιβλιοθήκη, στις εφημερίδες της εποχής, να μας δώσει κάποιο στίγμα.
Για το συγκεκριμένο γεγονός δεν μπορούμε βέβαια να μιλήσουμε για οργανωμένη και συνειδητή απεργία, αφού τέτοιες λέξεις, ήταν απαγορευτικές λόγω της συγκεκριμένης εποχής, αλλά πάντως σε κάθε περίπτωση ήταν μια μορφή απεργίας- κατάληψης των μαθητών, με την απλή πρόφαση της εκδρομής, που άλλωστε, με βάση τους νόμους του κράτους, ήταν ανέκαθεν αναφαίρετο δικαίωμα των μαθητών. Ένα πάντως εξ’ ίσου σημαντικό γεγονός, που πρέπει να καταγραφεί, για να δείξει τη νοοτροπία του συγκεκριμένου διευθυντή, είναι ότι στα 5 ή 6 χρόνια που διεύθυνε το γυμνάσιο αρρένων, έγιναν αν θυμάμαι καλά 2 ή 3 φορές παρόμοιες «στάσεις» από τους μαθητές και για τον ίδιο πάντα λόγο (της εκδρομής), αφού στον συγκεκριμένο διευθυντή, κατά γενική ομολογία των πάντων, στο λεξιλόγιο του ήταν άγνωστες λέξεις η δημοκρατία και η ελευθερία, παρ’ ότι στο μεταξύ η χώρα είχε περάσει στον φρενήρη ρυθμό της μεταπολίτευσης!
Όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια σε συζητήσεις με τους τότε συμμαθητές μου, επιβεβαιώνεται ότι κανένας δεν συγχώρεσε ποτέ τον αυταρχικό τρόπο του τότε διευθυντή προς τους μαθητές, αλλά και προς τους συναδέλφους του. Δικαιολογίες του τύπου: μα ήταν έτσι η κατάσταση τότε και άλλα παρόμοια, δεν έχουν απολύτως καμία σχέση, αφού η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου, ήταν πάντα κάτι παραπάνω από αυταρχική, υποτιμητική και εξευτελιστική πολλές φορές για τους μαθητές (ίσως και για τους καθηγητές). Για ψυχολογία και παιδαγωγική βέβαια ούτε λόγος! Η μόνη προσέγγιση προς τους μαθητές ήταν πάντα η αυστηρή τιμωρία, το ρεζιλίκι στην πρωινή προσευχή και το ξύλο και τότε Αυτιάς, Παπαδάκης και Καμπουράκης δεν υπήρχαν στην ελληνική τηλεόραση, για να καταγγείλεις το γεγονός!
Η πιθανή σύγκριση με σημερινές παρόμοιες καταστάσεις, όπως «το έθιμο» των καταλήψεων των σχολείων, στην αρχή κάθε νέας σχολικής χρονιάς, που έχει γίνει πλέον θεσμός, είναι μάλλον αδύνατη. Οπότε περιορίζομαι στο να επισημάνω, πως η παραπάνω υπενθύμιση του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος, είναι αφιερωμένη σε όσους συμμετείχαν τότε, στα δύσκολα δίσεκτα χρόνια της χούντας, σ’ αυτή την πρωτόγνωρη για όλους αποκοτιά, ειδικά σε μια μικρή πόλη, όπως ήταν το Ρέθυμνο τότε. Αφιερώνεται επίσης σε όσους, δημοκρατικούς τότε καθηγητές μας, προσπάθησαν με μεγάλους κινδύνους, λόγω της χούντας, και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, να μας γαλουχήσουν με τα μεγαλύτερα ανθρώπινα ιδανικά και να μας μεταδώσουν τη φλόγα της γνώσης, της δημοκρατίας, του αγώνα και της ελευθερίας. Ειδικότερα δε σε εκείνους (μαθητές και καθηγητές), που «βιάστηκαν» να φύγουν νωρίς σε άλλους κόσμους και δεν είναι πια κοντά μας…