Η υπερανάπτυξη της Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας με τη βοήθεια των Ευρωπαϊκών Κονδυλίων στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στα πρώτα έτη της δεκαετίας του 2000, ήρθε ως απάντηση από την Πολιτεία στην απαίτηση της Ελληνικής Κοινωνίας να παρέχει Ανώτατη Εκπαίδευση στα παιδιά της και επιπλέον να μειώσει το διαφεύγον συνάλλαγμα σε χώρες του εξωτερικού. Η ανάπτυξη αυτή, με δεκάδες νέα τμήματα ΑΕΙ (Πανεπιστήμια και ΤΕΙ), λειτούργησε ως θρυαλλίδα για να έρθουν στην επιφάνεια προβλήματα που προϋπήρχαν αυτής της θεσμοθέτησης και εντάθηκαν στις μέρες της οικονομικής κρίσης. Η κρίση των ΑΕΙ λόγω της υποχρηματοδότησης στην Ελλάδα των μνημονίων είναι βαθιά και η επερχόμενη απαξίωσή τους καθολική και γι’ αυτό απαιτείται μια ριζική μεταρρύθμιση.
Ποια είναι όμως τα αντικειμενικά δεδομένα για τα ΤΕΙ της Χώρας. Ας τα καταγράψουμε χωρίς σχολιασμό:
• Τα ΤΕΙ σήμερα έχουν αρκετά χαρακτηριστικά όμοια με αυτά των Πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα:
-Είναι Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τετραετή διάρκεια σπουδών.
-Θεσμοθετήθηκε σ’ αυτά η έρευνα ως αναπόσπαστο στοιχείο του προσανατολισμού τους.
-Υλοποιούνται σ’ αυτά Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών με διεθνή προσανατολισμό.
• Τα ΤΕΙ διοργανώνουν εθνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια.
• Υπάρχουν τμήματα ΤΕΙ (μεγάλων αστικών κέντρων) που απαιτούν μεγαλύτερο βαθμό εισαγωγής από πολλά πανεπιστημιακά τμήματα.
Η εκλογή σε θέσεις Καθηγητών στα ΤΕΙ προϋποθέτει προσόντα ανάλογα (και σε μερικές περιπτώσεις ανώτερα) από αυτά των καθηγητών Πανεπιστημίων. Ο δείκτης επιστημονικής ποιότητας (h-index) των καθηγητών των ΤΕΙ που εκλέχτηκαν μετά το 2000 είναι υψηλότατος.
Τα ΤΕΙ ανέπτυξαν εκπαιδευτικές και ερευνητικές συνεργασίες, σε ισότιμη βάση, με ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια και έχουν πετύχει την αναγνώρισή τους στον Ευρωπαϊκό Χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης της Ε.Ε.
Τα ΤΕΙ διαθέτουν αναγνωρισμένα διεθνώς εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα.
Υπάρχουν ΤΕΙ (όπως το ΤΕΙ Κρήτης, Αθήνας και Θεσσαλονίκης) που έχουν ίσους και μερικές φορές ανώτερους δείκτες ερευνητικών αποτελεσμάτων ανά ερευνητή συγκρινόμενα με Ελληνικά Πανεπιστήμια και είναι πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης).
Η ολοκλήρωση των Εξωτερικών Αξιολογήσεων ανέδειξε πάμπολλες άριστες αξιολογήσεις για τα τμήματα των ΤΕΙ.
Η παλαιότερη «μετανάστευση» προσωπικού από τα ΤΕΙ στα Πανεπιστήμια έχει σχεδόν αντιστραφεί.
Τα ΤΕΙ έδωσαν την ευκαιρία σε δεκάδες νέους επιστήμονες (με διδακτορικές σπουδές σε σπουδαία Ιδρύματα του εξωτερικού) να ξεδιπλώσουν το ερευνητικό τους ταλέντο από μικρή ηλικία, αφού είναι απαλλαγμένα από της ηλικιακές αγκυλώσεις και δομές των μεγάλων Πανεπιστημίων.
Παρόλα αυτά όμως, τα ΤΕΙ δεν αντιμετωπίζονται ως Ανώτατα Εκπαιδευτικά και Ερευνητικά Ιδρύματα ούτε από την πολιτεία ούτε από την κοινωνία.
Ειδικότερα:
Υστερούν σημαντικά των Πανεπιστημίων σε χρηματοδότηση, παρόλο που υποδέχονται περίπου ίδιο αριθμό φοιτητών, έχουν ανάλογες ανάγκες σε στέγαση και φοίτηση, έχουν εργαστήρια που πρέπει να εξοπλίσουν με τα απαραίτητα όργανα και αναπτύσσουν σημαντικές ερευνητικές δραστηριότητες που πρέπει να υποστηριχθούν.
Δεν μπορούν αυτόνομα, παρά μόνον σε συνεργασία με πανεπιστημιακά τμήματα, να πραγματοποιήσουν διδακτορικές σπουδές, παρόλο που σήμερα πολλές δεκάδες διδακτορικά εκπονούνται στα εργαστήρια των ΤΕΙ με ουσιαστικούς επιβλέποντες τους καθηγητές των ΤΕΙ.
Διαιωνίζεται στην κοινωνία, με την ανοχή και πολλές φορές την στήριξη της πολιτείας, ο διαχωρισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε φορείς δύο ταχυτήτων. Παρά την επαγγελματική αποκατάσταση που προσφέρουν πολλά τμήματα ΤΕΙ, οι υποψήφιοι που έχουν καλές και υψηλές βαθμολογικές επιδόσεις στις Πανελλαδικές εξετάσεις δεν τα δηλώνουν και προτιμούν να σπουδάσουν σε Πανεπιστημιακά τμήματα που έχουν σε πολλές περιπτώσεις υψηλότατο δείκτη ανεργίας.
Η Ελληνική κοινωνία κρίνει τα Ιδρύματα με την βάση εισαγωγής των φοιτητών και όχι με την αξία των αποφοίτων. Τα ΤΕΙ δεν είναι υπεύθυνα για τους φοιτητές που τους στέλνει η πολιτεία με το σύστημα που έχει επιλέξει αλλά είναι υπεύθυνα για τους αποφοίτους τους που είναι άριστα εκπαιδευμένοι λόγω της υποχρεωτικής παρακολούθησης πολλών εργαστηριακών μαθημάτων υψηλού επιπέδου. Στα ΤΕΙ το ποσοστό αποφοίτησης είναι μικρό, αφού η επιλογή γίνεται όχι από τις Πανελλαδικές αλλά ουσιαστικά μέσα στα Ιδρύματα.
Η λειτουργία τμημάτων σε αντικείμενα που έχουν περιορισμένα επαγγελματικά δικαιώματα στην αγορά εργασίας, η λειτουργία τμημάτων ΤΕΙ και Πανεπιστημίων με ίδιο τίτλο, όχι μόνον δεν ανέδειξαν την αξία των ΤΕΙ, αλλά συνέβαλαν στην ομιχλώδη κατάσταση για τις σπουδές που προσφέρουν.
Συντεχνιακές λογικές που χρόνια διαφεντεύουν το χώρο δεν αφήνουν πολλά τμήματα ΤΕΙ να λάβουν τα επαγγελματικά δικαιώματα που πρέπει να έχουν για να μην μοιραστεί η «πίτα» της αγοράς.
Στον εθνικό διάλογο που διεξάγει αυτές της μέρες η Ελληνική Κυβέρνηση για την Παιδεία τα ΤΕΙ υπο-εκπροσωπούνται μόνο από έναν Καθηγητή και ένα Πρόεδρο Ιδρύματος.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν Πανεπιστημιακά τμήματα με γνωστικό αντικείμενο που παραδοσιακά ανήκε σε ΤΕΙ (π.χ. Νοσηλευτική) και Τμήματα ΤΕΙ με γνωστικό αντικείμενο που παραδοσιακά ανήκε σε Πολυτεχνείο (π.χ. Πολιτικών Μηχανικών). Υπάρχουν περιφέρειες με μικρό σχετικά πληθυσμό που διαθέτουν δύο ή και τρία Πανεπιστήμια και ένα ΤΕΙ με τμήματα που θεραπεύουν το ίδιο (ακριβώς) γνωστικό πεδίο. Σε αυτές τις περιφέρειες υπάρχουν σε πολλαπλότητες γραφεία που ανήκουν σε διαφορετικούς οργανισμούς (άλλα Ιδρύματα) και επιτελούν μόνα και υποστελεχωμένα το ίδιο ακριβώς έργο. Έτσι έχουμε περιφέρειες της χώρας που σε κοντινές αποστάσεις έχουν 3 ή και 4 διευθύνσεις Ειδικών Λογαριασμών κονδυλίων έρευνας ΑΕΙ, 3 ή και 4 διευθύνσεις τεχνικών υπηρεσιών ΑΕΙ, 3 ή και 4 διευθύνσεις οικονομικού, προσωπικού κ.τ.λ. και τέλος 3 ή και 4 Πρυτανικές αρχές!
Στον Ευρωπαϊκό Χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πολιτική που έχει χαραχθεί -από κοινού- εδώ και πολλά χρόνια είναι η εναρμόνιση των εκπαιδευτικών συστημάτων όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Στο πλαίσιο αυτό η Ανώτατη Εκπαίδευση, σε όλη την Ευρώπη, είναι Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Έτσι τα περισσότερα Τεχνολογικά Ιδρύματα χωρών της Ε.Ε. (Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία κ.λπ.) έχουν μετεξελιχθεί σε Πανεπιστήμια και οι λιγοστές χώρες που δεν έχουν ακόμα εναρμονισθεί, βρίσκονται στο στάδιο των αλλαγών προς αυτή την κατεύθυνση (Ιρλανδία). Μαζική τάση είναι η διοικητική ενοποίηση των δομών. Έτσι στην Δανία έχουμε πλέον μόνο 4 Πανεπιστήμια.
Όσον αφορά την ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης της χώρας με βάση και την χάρτα του ΟΟΣΑ τα σύγχρονα ΤΕΙ πλέον είναι προφανές ότι δεν μπορούν να παίξουν αυτό το ρόλο. Εξάλλου πουθενά στον κόσμο ένας τεχνικός δεν χρειάζεται να έχει ανώτατες σπουδές. Η εκπαίδευση πρέπει να γίνεται σε σωστά οργανωμένα πρότυπα τεχνικά λύκεια (με επίβλεψη των τεχνολογικών σχολών των νέων υπερ-Πανεπιστημίων) με αξιοποίηση του θεσμού της μεταλυκειακής μαθητείας με την βοήθεια των Ευρωπαϊκών κονδυλίων και την συμμετοχή των επιχειρήσεων. Τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τεχνικών πρέπει να είναι σαφή και ισχυρά.
Συνακόλουθα το ερώτημα που προβάλλει αμείλικτα είναι το εξής: Πρέπει να γίνει κάτι και σε τι συνίσταται αυτό προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η -εν πολλοίς- προδιαγεγραμμένη πορεία καταστροφής της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης, λόγω της υποχρηματοδότησης και της καθεστηκυίας νοοτροπίας της ακραιφνούς αδράνειας.
Η πλέον αποτελεσματική λύση προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης των οικονομικών και θεσμικών προβλημάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης της Χώρας είναι η εναρμόνιση της χώρας μας με την υπόλοιπη Ευρώπη με ένα ενιαίο Χάρτη Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας με ενοποίηση της διοίκησης των γεωγραφικά κοντινών δομών. Αυτό απαιτεί ως πρώτο βήμα την άμεση μετεξέλιξη των ΤΕΙ σε Τεχνολογικά Πανεπιστήμια. Ως επόμενο βήμα θεωρώ την έναρξη ουσιαστικού διαλόγου από κοντινά γεωγραφικά ΑΕΙ για συγχωνεύσεις αρχικά δομών και υπηρεσιών, μετά τμημάτων (όπου είναι απολύτως προφανές ότι χρειάζεται ) και τέλος Πανεπιστημίων (1 υπερ-Πανεπιστήμιο ανά περιφέρεια) στη βάση της ισοτιμίας και με σεβασμό στην διαφορετικότητα των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών και των αναγκών της χώρας. Προϋπόθεση είναι οι άνθρωποι να είναι σύμμαχοι στην μεταρρύθμιση και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την συναίνεση στο πλαίσιο της βέλτιστης και δίκαιης αξιοποίησης τόσο του ακαδημαϊκού όσο και του διοικητικού και λοιπού προσωπικού, χωρίς το φόβο απολύσεων και υποβάθμισης του περιβάλλοντος και των συνθηκών εργασίας.
Οποιαδήποτε άλλη λύση, ουσιαστικά δεν θα αποτελέσει λύση αλλά ημίμετρο που θα διαιωνίζει την υπάρχουσα κατάσταση των προβλημάτων, της υποχρηματοδότησης, του ακαδημαϊκού ρατσισμού, της υποβάθμισης, της ασάφειας και του κατακερματισμού, με όλες τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που αυτά συνεπάγονται για τη χώρα.
*Ο Νεκτάριος Α. Παπαδογιάννης είναι καθηγητής, πρόεδρος Τμήματος Μηχανικών Μουσικής Τεχνολογίας και Ακουστικής, Σχολή Εφαρμοσμένων Επιστημών, ΤΕΙ Κρήτης