Πράξη 1η
Οι μέρες του Φθινοπώρου κυλούσαν μελαγχολικά όμορφες και τραγικά γλυκές για τους ανυποψίαστους κατοίκους της παράξενης τούτης χώρας.
Η νύχτα είχε ήδη απλώσει τα σκούρα πέπλα της σε πόλεις και χωριά, να όμως και μια όμορφη μελαχρινή, η οποία μετά από μια εξαντλητική ημέρα στην καφετέρια έχει πλέον γείρει στο κρεβάτι και προσπαθεί (πίσω απ’ τα κλεισμένα της βλέφαρα) να συνθέσει τις όποιες τελευταίες εικόνες, λίγο προτού ο ύπνος να της αποφορτίσει τον εγκέφαλο και την πάρει στα μέρη του, μαζί του. Οι περισσότερες από τις εικόνες που περνούν πίσω απ’ τα βλέφαρα της όμορφης μελαχρινής (που τη λένε Ξένια) είναι εικόνες ξενιτειάς, (ετοιμάζεται να φύγει κι εκείνη για την Ολλανδία) αφού η γενιά που την ανάστησε ένα πράγμα σίγουρα κατάφερε: Στην ξενιτιά τους στέλνει!
Μόνο εγώ κι εσύ φίλε (το ξέρω) κι απόψε (όπως σχεδόν κάθε βράδυ) μένομε ξάγρυπνοι, χωρίς ο λυτρωτικός ύπνος να μας αγγίζει τα βλέφαρα, γύρευε πόσες ώρες ακόμη, ίσως και μέχρι το ξημέρωμα.
Ποια ατυχία και ποιο λάθος; Ας μην ψάχνομε δικαιολογίες. Όλα έγιναν συνειδητά: Καταναλώσαμε όλα όσα προσφερόταν για κατανάλωση, όλα ως την τελευταία δεκάρα και επομένως υποθηκεύσαμε το μέλλον, σωρεύοντας χρέη στις επόμενες γενιές, ωσάν να μην υπήρχε ίχνος συνείδησης και λογικής μέσα στους εγκεφάλους μας.
Είναι φανερό λοιπόν, ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός, ορθάνοιχτος, είναι έτοιμες να καταφθάσουν οι Ερινύες. Έχουν ήδη ξεκινήσει και έρχονται, φτάνουν! Οι Ερινύες ήταν μυθικές χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Κρατούσαν (και κρατούν) μαστίγιο και μαστιγώνουν αλύπητα. Πάντα λοιπόν θα μας κυνηγούν (και δίκαια θα μας κυνηγούν) οι Ερινύες, όχι τόσο για όσα έχομε πράξει αλλά περισσότερο για όσα έχομε παραλείψει να πράξομε. Κυρίως διότι αφήσαμε τους νέους μας (τα παιδιά μας) άστεγους, ακάλυπτους στην καταιγίδα και στου θεού το έλεος.
Πράξη 2η
Ο Αντώνης είναι ειδικευόμενος της παθολογικής κλινικής του τοπικού νοσοκομείου. Μπαίνει και κάθεται για λίγο στο γραφείο για να πάρει ανάσα. Βαριά μέρα, δύσκολη, εφημερία βαριά, ο Αντώνης είχε μείνει αρκετές ώρες άυπνος. Ανοίγοντας το τεύχος του ιατρικού περιοδικού που βρίσκεται μπροστά του, την προσοχή του θα τραβήξει το κύριο άρθρο:
«Ήδη από προηγούμενες εργασίες έχουν επισημανθεί οι αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης για τη δημόσια υγεία, όπως η αύξηση της συχνότητας της κατάθλιψης και του δείκτη αυτοκτονιών και ανθρωποκτονιών. Οι ψυχιατρικοί ασθενείς φαίνεται να αντιπροσωπεύουν μια ευάλωτη ομάδα του γενικού πληθυσμού, με αυξημένη επιβάρυνση στο πλαίσιο της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας».
-Τι γίνεται βρε παιδιά; Μας έχουν σμπαραλιάσει ως κοινωνία όλοι αυτοί οι -δήθεν- βαθυστόχαστοι και περισπούδαστοι οικονομικοί «εγκέφαλοι». Η ουσία είναι ότι η κατάθλιψη θερίζει τους συμπολίτες – συμπατριώτες μας. Οι «εγκέφαλοι» έχουν κυριολεκτικά τρελάνει τον κόσμο με την επίθεση φτωχοποίησης που βλέπομε να βρίσκεται σε εξέλιξη! Τα τελευταία έξι χρόνια οι ψυχικές διαταραχές του πληθυσμού, με πρώτη και κύρια την κατάθλιψη, αυξάνονται σταθερά. Οι αυτοκτονίες για χρέη ή για κατασχέσεις αποτυπώνουν με τον πιο σκληρό τρόπο την πραγματικότητα. Δεν είναι νούμερα οι άνθρωποι, δεν είναι.
Οι συνάδελφοί του από τα γειτονικά γραφεία έγνεψαν ότι συμφωνούσαν με τον Αντώνη. Οι περιπτώσεις κατάθλιψης σαν συνοδού διάγνωσης μαζί με την κύρια διάγνωση ήταν απροσδόκητα πολλές.
Οι γιατροί διαπίστωναν και αναγνώριζαν το πρόβλημα. Δεν ήταν όμως εκείνοι που μπορούσαν να δώσουν λύση. Τη λύση οφείλουν να τη δώσουν οι πολιτικοί.
-Ο Θεός να βάλει τη χέρα του, είπε ο Αντώνης και ξαναπήγε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.
Πράξη 3η
Η Ξένια, η όμορφη μελαχρινή της ιστορίας μας κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα της παραλιακής καφετέριας απολαμβάνοντας τον αγαπημένο της φρέντο (έτσι λένε τώρα τον καφέ). Είναι μάλλον άκεφη σήμερα, και η ίδια δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί.
-Στις μαύρες μου είμαι σήμερα, και το χειρότερο, χωρίς να ξέρω γιατί.
Το ίδιο άκεφη κάθεται δίπλα της και η φίλη της η Γιώτα, που ο φρέσκος χυμός πορτοκαλιού δεν καταφέρνει να την τονώσει.
Σε λίγο η Ξένια χειροτερεύει, αισθάνεται τον κόσμο να γυρίζει, το κεφάλι της να βουίζει.
-Δεν νοιώθω καλά…. Θα κάνω εμετό! Θα λιποθυμήσω.
Ο περίγυρος δεν θ’ αργήσει να καλέσει το ασθενοφόρο – όπως άλλωστε οφείλει – και η Ξένια θα φτάσει επιτέλους κάθιδρη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Νοσοκομείου με τη Γιώτα στο πλευρό της να της δίνει κουράγιο.
Πράξη 4η
Ο Αντώνης ως εφημερεύων γιατρός εξετάζει τη φοβισμένη Ξένια με προσοχή. Τα ζωτικά της σημεία είναι καλά, δεν φαίνεται να διατρέχει άμεσο κίνδυνο.
-Τι νοιώθεις κοπελιά;
-Βλέπω τον κόσμο να γυρίζει και έχω αναγούλα. Τι τρέχει γιατρέ μου;
Η Ξένια είχε πιθανότατα μια απλή κρίση ιλίγγου. Έχει μέρες να κοιμηθεί κανονικά, τρώει ελάχιστα και πίνει πάμπολλους καφέδες κάθε μέρα. Η πρόγνωση για τον ίλιγγο είναι καλή. Πίσω από τα συμπτώματα της Ξένιας κρύβεται μια σκέψη συννεφιασμένη, βυθισμένη στο άγχος. Ένας νέος άνθρωπος βυθισμένος στην αβεβαιότητα για το μέλλον και στη βεβαιότητα του «ζω σε μια χώρα που αδιαφορεί για (και διώχνει τα) παιδιά της».
Αυτά και άλλα παρόμοια θα μπορούσε κάποιος να διαβάσει στη σκέψη του Αντώνη. Ο ειδικευόμενος γιατρός του νοσοκομείου θα ήθελε πολύ να μιλήσει στη νεαρή άρρωστη, να της πει πόσο άδικο είναι να υποφέρει, ότι κανείς δεν τη σκέφτηκε διότι απλά ο κάθε νέος άνθρωπος δυστυχώς αποτελεί απλά ένα νούμερο στους σχεδιασμούς των «εγκεφάλων». Την απορρύθμιση της συνείδησης, τον αποσυντονισμό της προσωπικότητας, την αποδόμηση των ελπίδων, την αποκοπή του ομφαλίου λώρου ενός νέου ανθρώπου από τα χώματα της πατρίδας του αυτά κανείς δεν τα λογαριάζει.
Ο Αντώνης ήθελε πολύ να τα πει όλα αυτά αλλά τελικά δεν είπε τίποτα. Η κούραση μιας ολόκληρης εφημερίας του βάραινε τα βλέφαρα. Κι ο μικρός γιος του τον περίμενε να τον πάει στο πάρκο όπως του είχε υποσχεθεί. Η ζωή θα τραβούσε απλά το δρόμο της, συρράπτοντας μια-μια τις μικρές καθημερινές ιστορίες της σαν ένα πλοίο χωρίς πηδάλιο ή σαν ένα τρένο χωρίς μηχανοδηγό.
*Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός