Του χρόνου την Άνοιξη, αν συν Θεώ είμαστε καλά, σκοπεύω να αποχαιρετήσω το Κέντρος, το βουνό μου. Θέλω να ανεβώ με το αυτοκίνητο μέχρι τα «Τζιγκούνια» και μετά να πάρω τη δρύινη κατσούνα του παππού μου του Δημητρού και να ανηφορίσω στο υψίπεδο του «Μαγγανάρη». Ξέρω να ανεβαίνω στο βουνό, έμαθα παρακολουθώντας τις αίγες, περπατώ βουστροφηδόν, έτσι μακραίνει η διαδρομή, αλλά αναλώνεται λιγότερη ενέργεια και καταπονούνται λιγότερο τα γόνατα.
Θα περάσω από την αγριαχλαδέ, που τόσες φορές γεύτηκα τα υπερώριμα αχλάδια της τα Χριστούγεννα σκαλωμένα πάνω στις αστοιβίδες, και θα βγω στο υψίπεδο.
Θα πάω στην κοντινή πηγή, θα πιω νερό και θα ξαπλώσω μπρούμυτα στα γρασίδι με ανοιχτά τα χέρια, αγκαλιάζοντας τη μεγάλη Αλεξάντρα, τη Μάνα Γη, όπως έχω ξανακάνει. Όταν χορτάσω αυτή την αίσθηση, θα αγναντέψω ανατολικά από ψηλά τα χωριά της Αμπαδιάς και στην αχλή του ορίζοντα τη Μεσαρά, νότια το Λιβυκό Πέλαγος και τις Μέλαμπες σκαρφαλωμένες στη Βουβάλα και δυτικά τον Ασιδέρωτα. Θα αφήσω το βλέμμα μου να πλανηθεί βόρεια, στις πέτρινες κορφές του Κέντρους, που τόσες φορές έχω ανεβεί. Θα δω ή θα αναπολήσω τις «Σπορές», οριζόντιες λωρίδες γης ανάμεσα σε δυο κάθετους γκρεμνούς, τη «Μεγάλη Λέσκα», που παλιοί βοσκοί είχαν κλείσει με ξερολιθιά στεφανωμένη με ασπαλάθους, για να μην περνούν μέσα οι αίγες τους και εγκλωβίζονται και λιμοκτονούν. Θα «δω» το πέρασμα του «Μεγάλου Γκρεμνού», απ’ όπου περνούσαμε καβρουλιστά, κρατώντας με το ένα χέρι το όπλο και το βουργιάλι πάνω από το χάος. Οι λαγωνάρηδές μας περνούσαν πάντα μετά από εμάς, έρποντας με την ουρά στα σκέλια.
Θα «δω» τη «Συκιά των Κυνηγών», ισχνό δεντράκι στη σχισμή του βράχου με τα σκούρα μπλε πεντανόστιμα συκαλάκια, το αγριομάρουλο βαθιά στη σκίστρα, όπου δεν φτάνει η μουσούδα της αίγας, τον ατίταμο δίπλα στην γερακοφωλιά ψηλά στον δέτη.
Θα «ιδώ» τον ήλιο να ανατέλλει από τον Ψηλορείτη, θα ξαναζήσω το πλάκωμα της κατσιφάρας τον χειμώνα και το συσήλισμα του μεσημεριού στους γυμνούς βράχους το καλοκαίρι και θα πάρω μια ανάσα στον πετροσκιανιό τις γυροδετές, μέσα στις εύοσμες φασκομηλές, τους θύμους και τις θρύμπες. Θα «δω» τη «Σφάκα», ένα μικρό φαραγγάκι σαν μαχαιριά στην ομαλή πλαγιά, κατάφυτο από σφάκες με μια πηγούλα στο βάθος, που το κρυστάλλινο νερό της δεν το φτάνουν ποτέ οι ακτίνες του ήλιου. Εκεί βρέχαμε το παξιμάδι μας στο λιτό κολατσό μας.
Με λίγη τύχη, μπορεί να δω ένα λαγουδογέρακο να αρμενίζει αργά στο απαλό αεράκι αφήνοντας κάπου κάπου την κραυγή του, που ένας αδαής αστός θα θεωρούσε παράξενο νιαούρισμα, ίσως κι ένα πετροκοτσυφό.
Όταν τα μάτια και η μνήμη μου γεμίσουν εικόνες και αναμοχλεύσω μέσα μου όλα τα νεανικά βιώματα, θα αφήσω το υψίπεδο και θα κατηφορίσω στον «Κάστελλο» από του «Λίμα τα Σκουριά», όπου, όπως έλεγε ο μπάρμπα Μύρος, «γίνονται οι λαγοί μεγάλοι».
Στον «Κάστελλο» θα επισκεφθώ την υστερομινωική πολίχνη που υπέδειξα στους αρχαιολόγους και που απέδειξα, νομίζω πειστικά, ότι ονομαζόταν Άντισσα, δηλαδή «Ανεμόπολη», «Πόλη των Ανέμων», συσχετίζοντάς την εννοιολογικά με το ἄνται του Ησύχιου, άνεμοι, και με την Άντισσα της ανεμόπληκτης Λέσβου. Αφετηρία ήταν μια αναγραφή της Ορνές ως «Κάτω Άντισσας» σε τουρκική απογραφή των οικισμών.
Θα ξαναδώ τα ερείπια που αποκάλυψε η ανασκαφή και τα αποκαΐδια της και θα φανταστώ για πολλή ώρα τη δραματική μάχη που προηγήθηκε της καταστροφής της. Θα «ακούσω» την κλαγγή των όπλων που συγκρούονται, το σφύριγμα των βελών και των ακοντίων, τον γδούπο από τις πέτρες που κυλούν και που πετούν οι αμυνόμενοι, τους ὀλοιτρόχους του Ξενοφώντα και τα χερμάδια του Ομήρου, τις κραυγές των ὀλλύντων και ὀλλυμένων, αυτών που σκοτώνουν κι αυτών που σκοτώνονται. Θα φανταστώ τους άνδρες να σκοτώνονται από τους επιδρομείς μέχρι τον τελευταίο και θα «ακούσω» τους οδυρμούς των γυναικών που αιχμαλωτίζονται. Οι γυναίκες ήσαν από τα κύρια λάφυρα των μαχών, όπως μαρτυρεί π.χ. ο Όμηρος: ληϊάδας δε γυναίκας ἐλέυθερον ᾖμαρ ἀπούρας ἦγον (και τις γυναίκες σκλάβες έσυρα, πια λεύτερην ημέρα να μη χαρούν, μεταφράζουν οι Καζαντζάκης – Κακριδής), δμῳαί δ’ ἅς Ἀχιλλεύς ληΐσσατο Πάτροκλός τε (σκλάβες, που ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος αιχμαλώτισαν).
Η λαφυραγώγηση γυναικών ή η αρπαγή τους φαίνεται ότι ήταν συνήθης πολεμικός στόχος και πριν απόν τον Όμηρο.
Στις πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β, της αρχέγονης ελληνικής γλώσσας, αναφέρονται π.χ. στην Πύλο Ki-ni-di-ja-o Ko-wo (αγόρια των γυναικών από την Κνίδο). Σε άλλη πινακίδα αναφέρονται οι Κνίδιες γυναίκες ως si-to-ko-wo σιτοχόοι, οι σιτοποιοί του Θουκυδίκη στις Πλαταιές.
Σε άλλες πινακίδες αναφέρονται Mi-ra-ti-ja (Μιλήσιες, από τη Μίλητο), ra-mi-ni-ja (Λάμνιαι, Λήμνιες), ze-pu-ra (Ζεφύριαι, από την Αλικαρνασσό, κατά τον Στράβωνα) κλπ.
Σημειώνεται ότι σε καμιά από τις πινακίδες αυτές δεν αναφέρονται ονόματα ανδρών, πρέπει να υποτεθεί ότι τους σκότωναν.
Για τις ασχολίες των ληϊάδων (αιχμαλώτων) γυναικών μας ενημερώνει και πάλι ο Όμηρος:
Πεντήκοντα δέ οἱ δμῳαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες
αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλην ἔπι μήλοπα καρπόν,
αἱ δ᾽ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν
ἥμεναι….
(Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει, άλλες αλέθουν στους χειρόμυλους καρπό χρυσό σαν μήλο, άλλες υφαίνουν και κλώθουν τα μαλλιά καθισμένες).
Η φανταστική αναπαράσταση της μάχης στην Άντισσα τελειώνει με την εικόνα καπνών πάνω από τα ερείπια.
Η Φαντασία δεν υπόκειται στους αυστηρούς περιορισμούς της Επιστήμης που απαιτεί αποδείξεις. Τα καρβουνιασμένα δοκάρια, οι καπνισμένες πέτρες, τα άπειρα θραύσματα των αγγείων μαρτυρούν για την Επιστήμη, ειδικά την Αρχαιολογία, βίαιη καταστροφή. Από εκεί κι έπειτα συνδυάζει και διερευνά όλα τα υπάρχοντα και τα σχετικά δεδομένα με τα εκπληκτικά εργαλεία των Θετικών Επιστημών. Τότε έρχεται για τον κοινό άνθρωπο η σειρά της Φαντασίας. Με την ίδια αφετηρία, τα σωζόμενα δεδομένα, και αξιοποιώντας άλλες σχετικές πηγές, αναπλάθει τα χαμένα ιστορικά γεγονότα και δημιουργεί αίσθηση πληρότητας της γνώσης περισσότερο εύλογη παρά απατηλή.
Από την άποψη αυτή η Φαντασία στην Ιστορία και την Αρχαιολογία αντιστοιχεί στον Μύθο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Εκεί, όταν η λογική τεκμηρίωση κορυφώνεται και εξαντλείται, έρχεται ο Μύθος και ολοκληρώνει την ενότητα.
Με τις σκέψεις αυτές θα αφήσω τον «Κάστελλο» και θα επιστρέψω στα «Τζιγκούνια», θα πάρω το αυτοκίνητο και θα φύγω. Έτσι θέλω να αποχαιρετήσω για πάντα το Κέντρος, «το πιο όμορφο βουνό του κόσμου», όπως λέει ο Φώτης Κόντογλου για το βουνό που αγάπησε.