Β’ Μέρος
Η συνέχεια της ρίμας έχει ως εξής:
– Ἐτσάκωσά σε ὃμως ἐδά ἀποῦ δέ σ’ ἀφήνω νά κουνήσεις ἂ θες κι ἂ δέ θές, ὄξω νά μοῦ πῆς καί τήν ἀποδέλοιπη ρίμα, γιατί, νά μή σοῦ μνώξω τό Θεό, ὀψές τήν ἄλλη ἀπ’ ἀκούσανε μιάν πατούλια κεινηνά, πού μοῦ ‘πες, ἐκατουρηθῆκαν ἀποῦ τά γέλια! Θεόψυχά μου, κι ὁ ίδιος ὁ Θοδωρομανώλης ἀποῦ τά γέλια ἐτρέχανε τά μάθια -ν-του σάν τόν ποταμό!
– Ὄϊ, βαλαΐ, δέ γατές ἂν τή βάλωμενε, γιατ’ ἐδαέ χαζιρεύγομαι νά πᾶ νά βγάνω πατάτες, γαιτί ἒμου ἐλιγώστεψενε τό νερό, ἒμου θά πιάσουν οἱ δρίμες καί θά ντελιάση ἡ διαολόγραι.
– Ναί σου δά, μώρ ‘ ᾂζουδε, μά δέν κάνεις πολλή ὣρα, γιατ’ ἔχω μεγάλο χαβέσι νά τήν ακούσω. Ἐτσαέ, στόν πόδ’ ἀπάνω θά μοῦ τηνέ πῆς.
– Ντά, ἐτσά πού θωρῶ, δεν ξεμπερδεύνω, γιατ’ ἒεις μεράκι κατά τό φανεῖ.
– Ἀκοῦς ἐκεῖ! Μώρ ‘ ἒω τραγούδι’ ἀκουστά και Σφακιανά καί Ριζίτικα καί λοῆς λογιῶ τσῆ τάβλας, μά δέ μ’ ἐκουζούλαν’ ἂλλ’ ὡς τοσοδά!
– Ἐδ’ ἀφουρκάζου τό λοιπός.
Ἐφέραν τόν χτηνίατρο, τό Θοδωρομανώλη,
νά πῆ κι αὐτός τή γνώμην του, νά τήν ἀκούσουν ὅλοι.
Ἐστέκανε ν’ ἀκούσουνε οὗλοι μικροί μεγάλοι
καί λέει “Σεληνίασμα” τό γάϊδαρο προσβάλλει.
Λίγη ρακή μοῦ φέρετε, γιά νά τόν ἀποτρίψω,
νά δῆτε τήν γνωμάτεύσιν πῶς θά τήν αποδείξω.
Μέ τήν ρακή τόν ἒτριβε, τυλίσσει του καί ρούχα,
του Χρυσαφοῦ ὁ γάϊδαρος δεν τά κατέχει τοῦτα.
Εἲπενε κι ὁ Χριστόδουλος “Ἂστε με να μιλήσω,
μά τοῦτος ἒει ντογρουτζᾶ καί θά σᾶς τ’ ἀποδείξω”.
Μά πρίχου πῆ την γνώμην του, ὁ Χρῆστος ὁ Φωτάκης,
ἀκοῦσαν κι ἂλλο νά ‘ρχεται ἀπ’ ὂξω στό σοκάκι.
Οὗλοι φωνάζουν μέ χαρά “ὁ Πολυχρόνης μπαίνει,
ἀποῦ ‘ναι ἀποῦ τά χέργια -ν-του χιλιάδες πορισμένοι”.
Τοῦτος δέν ἦρθε γιά γιατρός, ἀπόφαση νά βγάλη,
μά βάστανε σιντερικά τό γάϊδαρο να γδάρη.
Μά ‘θελεν πρῶτ’ ἀπόφαση ἡ γι’ Ἑλενιά νά δώση,
γιατί ‘ναι διαλόφεδη, μήν τόνε καταδώση.
Κι ὃμως ἐκείνη τοῦ ‘λεγε, τήν κεφαλήν του κόψε,
γιατί ὁ γεροντοδιάολος μοῦ τσ’ ἔφερεν ἀπόψε.
Ἓνα χειμῶνα πέρασα δίχως κυροῦ κανάκι
καί μιά τσῆ μιᾶς ἀποῦ ‘ρθενε μοῦ πότισε φαρμάκι.
Ν’ ἀφήσουμεν τήν Ἑλενιά να περπατῆ να πιαίνει
νά ποῦμε γιά τή Μαριγώ, την πολυπικραμένη.
Πῶς θά προβάλης, Μαριγώ, στσί Βρύσες, εἰς τ’ Ἀμάρι
νά το φορεῖς στή ράχη σου τό ἒρημο σωμάρι;
Εἲπαμε γιά τή Μαριγώ, τήν πολυπικραμένη
κι ἂς ποῦμε καί γιά τή μαμή, που ἦτον κοιμισμένη.
Ὡς ἂκουσενε τσί φωνές, ντελόγω ἐσηκώθη,
καί εἰς τήν ἐπιστήμη τζη ντελόγω παρεδόθη.
Καί ὃντιμως, κατά τύχη τζη, τσῆ ἒτυχε Σαββάτο,
γιατί ἒβρηκεν τό γάϊδαρο νά κοίτετ’ ἃνω – κάτω.
Γροικά κι ἡ Στελιανάκαινα τό βροῦχος ἀποῦ βγάναν
καί σέ μεγάλη συλλογή τά κλάϋματα τή βάναν.
Ἀτζέμπης ἢντα νά ‘χουνε εἰς τοῦ Σαχτουργιανάκι;
καί κλαῖνε και σκοτώνουνται ἀπ’ ἒξω στό σοκάκι.
Πιάνει καί πέμπει τόν Κωστή, νά πᾶ νά δῆ τί ἒχουν
καί κλαῖνε στοῦ Σαχτουριανοῦ κι ἀναπαϋμό δέν ἒχουν.
Γροικᾶ καί πάει ὁ Κωστής, ἀκούει τό χαμπάρι
καί εἰς τόν νοῦν του ἒβαλε τόν ἐμισό νά πάρει.
Ἀφῆστε μου τόν ἐμισό μαζί μέ τσ’ ἀτζιπόδους,
ἀπού θενά μοῦ χρειαστούν ταχυά γιά τσί μαστόρους.
– Ἐμπίτισενε, μπρέ μου;
– Ἐμπίτισενε μαθώς. Ντά δέ δικᾶ;
– Γροικᾶς ἐκειά. Θεόψυχά μου, θά τήνε πῶ στήν τάβλα ἀντίς γιά ριζίτικο.
– Ναί, μωρέ, κιόλας, μά πλειά χάζι θά κάμ’ ἡ συντροφιά, παρ ‘ ὃτι τραγούδι και νά πῆς».
Ἀποῦ τ’ Ἀχτοῦντα-τ’ ΑΝΕΖΗΝΙΩ
Πρέπει να επισημανθεί ότι η άγνοιά μας για τα πρόσωπα που σατιρίζονται στη Ρίμα και για την όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του Μεσοπολέμου, μειώνει σε μας σήμερα το περιπαικτικό πνεύμα του συνθέτη της. Αν ξέραμε, για παράδειγμα τα γνωστά σε όλους τους χωριανούς τότε χαρακτηριστικά της Μαριγώς, θα μας φαινόταν ακόμη αστειότερο να τη φανταστούμε στο χωριό της καταγωγής της να φορεί το «σωμάρι» στη ράχη της. Το ίδιο συμβαίνει σε τεράστια κλίμακα και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, χάνουν μέγα μέρος της αστειότητάς τους λόγω ελλιπούς αρχαιογνωσίας δικής μας. Για να προκύψει το χιούμορ, απαιτούνται δύο στοιχεία, ένα από την πραγματικότητα και η παρερμηνεία του από τη φαντασία. Εμείς συχνά έχομε μόνο την παρερμηνεία, μας λείπει το σκέλος της πραγματικότητας που σατιρίζεται. Παρ’ όλο αυτό το κενό, το σατιρικό πνεύμα είναι διάχυτο και αισθητό.