Μνήμες πολλές αφύπνισε το αφιέρωμά μας στην επέτειο του Απριλιανού πραξικοπήματος.
Ειδικότερα για τον Νίκο Απανωμεριτάκη, τον ασυμβίβαστο αντιστασιακό, που μας παραχώρησε μια τόσο ενδιαφέρουσα συνέντευξη, ο γνωστός μαντιναδολόγος και ραδιοφωνικός παραγωγός κ. Γιώργης Σηφάκης (Σιμισακογιώργης) μας έγραψε σχετικά:
«… Ο Νίκος που είναι συγχωριανός μου παρόλο που λόγω της αντιστασιακής του δράσης έμεινε 5 χρόνια στις φυλακές και για 45 μέρες αυστηρά στην απομόνωση, λόγω της σεμνότητάς του δεν θέλει να μιλάει για τον εαυτό του θεωρώντας ότι έκανε το χρέος του. Είναι ο μακροβιότερος κρατούμενος κατά τη διάρκεια της επταετίας και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, Λάρισας, Αίγινας Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ) και Κορυδαλλού. Με μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του και στην οικογένειά του που έχει τιμήσει το χωριό μας του αφιερώνω δύο μαντινάδες…
Αυτός που κάνει αντίσταση
και φυλακές γνωρίσει
θα πρέπει λιονταριού καρδιά
να ‘χει να μη λυγίσει.
Τη Λαμπινή ετίμησες
Νίκο Απανωμερίτη
και τ’ όνομά σου σήμερα
γροικάται εις την Κρήτη.
Μικρό παιδί ήταν ο κ. Γιάννης Λίτινας, γιος του πρώην νομάρχη κ. Μανόλη Λίτινα, όταν η οικογένειά του φιλοξενούσε το Σπύρο Μουστακλή. Και αναφέρει σχετικά:
Όταν φιλοξενήσαμε οικογενειακώς στο πατρικό μου, λίγα χρόνια πριν πεθάνει τον Ήρωα Σπύρο Μουστακλή, μίσησα τη Χούντα και τα Στρατιωτικά Καθεστώτα.
Όταν είσαι 10-11 χρονών παιδί, και βλέπεις έναν άνθρωπο διαλυμένο από τα βασανιστήρια των Χουντικών, όταν από το ξύλο έχει υποστεί βαριά εγκεφαλική ζημιά στο κέντρο ομιλίας και κοάζει σαν παιδί ενός χρόνου, όταν κλαίει σαν μωρό στη προσπάθειά του να περιγράψει όσα έζησε στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ… δεν μπορείς να μην μισήσεις τους χουντικούς, να μην σου γίνει βίωμα η διαρκής προσπάθεια επικράτησης και εμβάθυνσης της Δημοκρατίας.
Όταν ζεις τέτοιες εικόνες, δεν υπάρχουν ούτε «ανοιχτά παράθυρα» ούτε «έργα».
Ρεθεμνιώτες στην Αντίσταση
Όπως αναφέραμε και στο χθεσινό μας φύλλο αρκετοί ήταν οι Ρεθεμνιώτες κυρίως φοιτητές που έσπευσαν να ενταχθούν σε αντιστασιακές ομάδες.
Ο Νίκος Σηφουνάκης, πρώην υπουργός και βουλευτής, για όσους δεν γνωρίζουν, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Γένοβα της Ιταλίας με μετεκπαίδευση στην αναστήλωση μνημείων.
Η σχέση του με τη δημοκρατική παράταξη ξεκινά από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φίλος και στενός συνεργάτης του Νικολάου Πλαστήρα.
Στα χρόνια της δικτατορίας δραστηριοποιήθηκε πολιτικά από τις γραμμές της ΕΔΗΝ κοντά στον Αλέκο Παναγούλη. Για την αντιδικτατορική του δράση η χούντα του αφαίρεσε το ελληνικό διαβατήριο.
Με τον Παναγούλη γνωρίστηκαν το 1973. Ήταν τότε που ο Αλέκος είχε αποφυλακιστεί με την αμνηστία που είχε δοθεί και πήγε στην Ιταλία.
Όπως ήταν φυσικό ο νεαρός Νίκος Σηφουνάκης γοητεύτηκε από τον ήρωα που δεν σταματούσε να μιλά για αγώνες όσο κι αν πονούσε ακόμα το κορμί του από τα βασανιστήρια που υπέστη.
Αλλά και ο Αλέκος έβλεπε στο πρόσωπο του Νίκου ένα μελλοντικό συνοδοιπόρο σε κοινωνικούς αγώνες. Έτσι δέθηκαν με στενή φιλία.
Κι η επίσκεψή τους στο Ρέθυμνο που έμεινε στα χρονικά του τόπου, μας απασχόλησε σε πολλά προηγούμενα αφιερώματά μας.
Ένας ακόμα μεγάλος αγωνιστής για την αποκατάσταση της δημοκρατίας ο πρώην υπουργός κ. Γιώργης Περάκης μας είχε πει για τη δική του περιπέτεια μετά από το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά που είχε αχρηστεύσει ουσιαστικά ολόκληρο το κατηγορητήριο.
«Όταν μπήκα στη φυλακή ούτε μ’ ένοιαξε. Το θεώρησα εντελώς φυσιολογικό. Όταν βγήκα όμως, όπως βγήκαν σχεδόν όλοι από το Αγιασμάτσι με ποινές σε αναστολή, αφήνοντας πίσω τον Χαλκιαδάκη με δυο μικρά παιδιά, που προφανώς πλήρωσε την ιδιότητα του δημοσιογράφου, που δεν ήταν δημοφιλής στη χούντα, ήταν για μένα η πιο δυσάρεστη ημέρα αυτής της περιόδου.
Όπως αντιλαμβάνεστε μπορεί να δικαστήκαμε με αναστολή για να μας «έχουν στο χέρι» αλλά από εκείνη τη μέρα έγινε η ζωή μας κόλαση. Πίσω μας υπήρχε πάντα ο χωροφύλακας. Με το παραμικρό μας συλλαμβάνανε και μας ταλαιπωρούσαν χωρίς λόγο. Έτσι για να μη μας αφήνουν σε ησυχία. Για να μας λυγίσουν. Δεν το κατόρθωσαν όμως παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες τους. ΠΟΤΕ…».
Είχαμε αναφερθεί στο χθεσινό μας φύλλο για την προσπάθεια του Παύλου Βαρδινογιάννη να ενημερώσει το Γέρο της Δημοκρατίας, παρόντος και του Ανδρέα για το επικείμενο πραξικόπημα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου το άκουσε αλλά δεν είχε πειστεί ότι πράγματι θα γίνει πραξικόπημα.
Είχαμε αναφέρει με ποιο τρόπο ο Παύλος κατάφερε να φύγει στο εξωτερικό. Δεν ήταν όμως πράξη δειλίας η αναχώρησή του. Είχε συνειδητοποιήσει πως έξωθεν πια θα μπορούσε να νικηθεί η χούντα των συνταγματαρχών.
Τα χρόνια εκείνα της εξορίας του συνέχισε και πολλαπλασίασε τις διασυνδέσεις του με εξέχουσες προσωπικότητες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική.
Αυτό που χαρακτήριζε τον Παύλο και του το αναγνώριζαν ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν η διορατικότητά του. Όταν μιλούσε έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε το μέλλον μιας κατάστασης όπως αυτής που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου.
Κι επειδή πάντα έβαζε πάνω από όλα το εθνικό συμφέρον έκανε μια ύστατη προσπάθεια να την αποτρέψει.
Γράφει μια επιστολή στο Γεώργιο Παπαδόπουλο αναφέροντας μεταξύ άλλων «…Έχετε καθήκον σεβόμενοι την αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων να παραδώσετε την εξουσία στον λαό… Σε σας εναπόκειται να διαλέξετε μεταξύ μιας θέσεως στην ιστορία και του εδωλίου του κατηγορημένου…».
Για να μεθοδεύσει λοιπόν την προσπάθειά του αυτή, το 1972, αποφασισμένος να πείσει τους δικτάτορες επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου όμως η προσπάθειά του υπονομεύθηκε από διάφορες πλευρές και ματαιώθηκε. Θύμα κι αυτός της αιώνιας κατάρας της φυλής. Αντιμετώπισε δίκη και καταδικάστηκε για τη στάση του στο Κίνημα.
Δεν το βάζει κάτω και επανέρχεται κάνοντας προσωπική επαφή με τους συνταγματάρχες, γι’ αυτό που ήδη είχε γράψει στον Γ. Παπαδόπουλο. Δηλαδή να γίνει αναίμακτη παράδοσης της εξουσίας. Την εποχή εκείνη γράφει στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το «Από Λαού Άρξασθαι».
Το 1973 έρχεται σ’ επικοινωνία με τον, επίσης, εξόριστο στο Παρίσι, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Συναποφασίζουν να προσπαθήσει να πείσει τους συνταγματάρχες για την αναίμακτη μεταβίβαση της εξουσίας στον Καραμανλή. Την στιγμή που ο Παύλος πήγαινε στο αεροδρόμιο για να υποδεχθεί τον Καραμανλή γίνεται το αντικίνημα του Ιωαννίδη και ανατρέπονται τα πάντα, αλλά αποφεύγεται η δική του σύλληψη.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τις προβλέψεις του. Είχαμε την τραγωδία της Κύπρου και την πτώση της δικτατορίας.
Όταν έγινε το Κίνημα στο Ναυτικό το Μάιο του 1973 δυο ακόμα Βαρδινογιάννηδες ήταν στο πλευρό των στασιαστών.
Ο Νίκος συγκεκριμένα είχε ήδη μυηθεί και είχε δηλώσει στους παλιούς συναδέλφους του ότι μπορούν να υπολογίζουν σ’ αυτόν για τον ανεφοδιασμό των πλοίων όποτε χρειαστεί.
Για τους νεότερους αναγνώστες να σημειώσουμε ότι ο Νίκος Βαρδινογιάννης πριν να θεμελιώσει το σημερινό κολοσσό της διεθνούς οικονομίας ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είχε παραιτηθεί όμως το 1961 για να ασχοληθεί με το επιχειρείν και να διαπρέψει.
Η αγωνιστική πλευρά του Βαρδή Βαρδινογιάννη
Ιδιαίτερη όμως ήταν η συμβολή του Βαρδή και με άλλες δράσεις του που αξίζει κάποτε να δουν το φως της δημοσιότητας.
Όπως είναι γνωστό ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ακολούθησε σπουδές στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων όπου και διακρίθηκε. Απέκτησε με τον καιρό στενούς συναισθηματικούς δεσμούς έτσι ώστε ο χώρος να θεωρείται πάντα γι’ αυτόν το σπίτι του και να αποτελεί την κιβωτό των πιο σημαντικών αναμνήσεων της ζωής του.
Η καριέρα του στο Πολεμικό Ναυτικό προδιαγραφόταν λαμπρή αν δεν μεσολαβούσε η περίοδος της χούντας των συνταγματαρχών.
Από το πρώτο διάστημα βρέθηκε απέναντί τους και μάλιστα τηρούσε μια στάση που απαιτούσε μεγάλο θάρρος ψυχής και μεγαλείο. Όπως για παράδειγμα η άρνησή του να μεταφέρει εξορίστους σε ένα από τα ξερονήσια. Γνήσιος απόγονος της γενιάς του, δέχτηκε με αξιοπρέπεια τις διώξεις που ακολούθησαν, τη μετάθεση και την εξορία στην Αμοργό.
Όταν ελευθερώθηκε και έχοντας αναλάβει καθήκοντα πια πλάι στον Νίκο, συνέβαλε κι αυτός στο Κίνημα του Ναυτικού.
Κι όταν οι κινηματίες που αμνηστεύθηκαν έμειναν χωρίς δουλειά ο Βαρδής αδιαφορώντας για τις συνέπειες άνοιξε την πόρτα των επιχειρήσεών του, γι’ αυτούς, καθώς ήταν μόνος τώρα στο πηδάλιο του Ομίλου, αφού ο Νίκος είχε φύγει τόσο πρόωρα από τη ζωή. Παράλληλα ενίσχυσε οικονομικά τις κινήσεις του πλοιάρχου Παπά στο εξωτερικό και με προθυμία κάλυψε την επιστροφή του «Βέλους» στην Ελλάδα όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο.
Έδωσε δουλειά σε όλους τους συναδέλφους του και τους αντιμετωπίζει πάντα σαν αδελφός.
Μια επίσκεψη με κάποια σημασία
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης ποτέ δεν αναφερόταν στη δική του εμπειρία από τη χούντα των συνταγματαρχών.
Κάποια τυχαία γεγονότα του ξυπνούσαν μνήμες και πάνω στην συγκίνησή του μπορεί να έλεγε και ένα λόγο παραπάνω.
Θυμάμαι πόσο τον συγκίνησε το σκίτσο που του είχε στείλει ο Δημήτρης Ξυριτάκης, δικηγόρος.
Αντιλήφθηκε την απορία στο βλέμμα μου που είχα μείνει να τον κοιτώ και μου είπε:«Συγκρατούμενός μου στις φυλακές της Αίγινας».
Επειδή γνώριζα τις αντιδράσεις του δεν έδωσα συνέχεια. Το κράτησα κι όταν ήρθε ο καιρός για μια επετειακή έκδοση από την ίδρυση της εφημερίδας κατάφερα να μου αναφέρει κάποιες μνήμες από την περίοδο εκείνη. Και να συμπληρώσει όσα κατάφερα να πληροφορηθώ από το Γιάννη Δατσέρη, που ήταν τότε ο τυπογράφος των «Ρ.Ν.».
«Είμαι που λες Εύα στην Αίγινα. Μόλις κατεβήκαμε από το πλοίο, μας τσελεκώσανε, και ξεκινήσαμε για τις φυλακές. Πλάι μου ήταν ένας βαρυποινίτης. Εγώ μετά τον εξευτελισμό της εξέτασης πριν κατεβούμε λες και θα κρύβαμε στο κορμί μας οπλοστάσιο, έκαναν έρευνα και για ναρκωτικά, βλέποντας και τον κόσμο που μας χάζευε σαν κάτι αξιοπερίεργο, ήθελα να ανοίξει η γης να με καταπιεί. Τέτοια ντροπή δεν θυμάμαι να είχα νοιώσει ποτέ στη ζωή μου. Τάχυνα το βήμα μου και φαίνεται πως το παράκανα γιατί ο βαρυποινίτης δίπλα μου έβαλε τα γέλια «Σιγά ρε φίλε μου φώναξε. Τι βιάζεσαι; Σε λίγο θα παρακαλάς να μέναμε λίγο ακόμα έξω από τα σίδερα».
Η ώρα στη φυλακή δεν περνούσε με τίποτα. Κάποια στιγμή σε έπνιγε η απελπισία στη σκέψη και της οικογένειάς σου. Μια μέρα μου ήρθε μια ιδέα. Γιατί να μη ζητήσω -παπαδοπαίδι γαρ- να φροντίζω την εκκλησία; Κάτι σαν νεοκόρος δηλαδή. Ο διευθυντής δεν έφερε καμιά αντίρρηση κι έτσι άρχισα να ανασαίνω. Τέτοιο γυάλισμα τα μανουάλια δεν πιστεύω πως θα είχαν δει ποτέ. Και τα καντήλια είχαν πάντα το λάδι τους και δεν έσβηναν ούτε στιγμή.
Εκείνες τις ώρες ξέρεις στη φυλακή δοκιμάζονται πολλά. Κυρίως οι φιλίες.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά που μου έδωσε η επίσκεψη του Πολύβιου Τσάκωνα. Όταν τον είδα κάποια μέρα σε ένα επισκεπτήριο δεν μπορώ να σου περιγράψω τη συγκίνησή μου…».
Ταγμένος στους κοινωνικούς αγώνες ο Χρήστος Δρυμάκης
Το αφιέρωμά μας αυτό δεν τελειώνει με αυτά που παραθέσαμε, σταγόνες σε ένα ωκεανό υλικού με μαρτυρίες και ντοκουμέντα από την περίοδο εκείνη. Επειδή όμως η επικαιρότητα μας υποχρεώνει να αλλάξουμε σελίδα θα κλείσουμε για φέτος την επετειακή αυτή αναφορά μας με μια ακόμα κατάθεση ψυχής για τον ατρόμητο και μοναδικό Χρήστο Δρυμάκη από τον Πλακιά.
Ήταν πάντα το «κόκκινο πανί» για τους «εθνικόφρονες». Μια ζωή ταγμένος σε κοινωνικούς αγώνες. Αδιαφορώντας για τις διώξεις και τα βάσανα που πέρασε στα ωραιότερα χρόνια της ζωής του.
Ο Χρήστος Δρυμάκης, που είχε οργανωθεί από τους πρώτους στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αρχίζει ν’ ανεβαίνει στο Γολγοθά του από το 1941. Βρέθηκε αιχμάλωτος, έγκλειστος στο στρατόπεδο Πυροβολικού της Ξάνθης, από όπου και κατάφερε να δραπετεύσει από την αιχμαλωσία του και να ξεκινήσει με τα πόδια για την Αθήνα. Αυτό ήταν και το πρώτο κεφάλαιο στο συναξάρι της ταραχώδους ζωής του.
Κόντευε να ξεχάσει τα πάθη του από κατοχή και εμφύλιο, όταν ήρθε η χούντα των Απριλιανών. Ο Χρήστος Δρυμής που είχε αψηφήσει Γερμανούς, δεν θα υπέκυπτε σε μερικούς υπερφίαλους αξιωματικούς. Μια κουβέντα όχι και τόσο κομψή για τον Παττακό, τον έστειλε σαράντα μέρες φυλακή. Αυτός αντί να «βάλει νερό στο κρασί του» συνέχισε να στέλνει τον δικτάτορα στο πυρ το εξώτερο -κάπως αλλιώς το εξέφραζε- μαζί με τους απεσταλμένους του ένστολους, στους οποίους και πετούσε κατάμουτρα την περιφρόνησή του. Κάθε τέτοια ελεύθερη έκφραση του στοίχιζε και φυλακή. Μα εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος τη μορφή αυτή αντίστασης, χωρίς να τον επηρεάζουν οι διώξεις και οι ταλαιπωρίες.
Πέρασε πολλά βάσανα ο Δρυμής, χωρίς ποτέ όμως να υποστείλει την αγωνιστική του διάθεση. Κι όποτε του πετούσαν σαν βρισιά το χαρακτηρισμό «κομμουνιστής» αυτός με την παρρησία που τον διέκρινε απαντούσε:
«Δεν είμαι κομμουνιστής. Μόνο υποστηρίζω. Για να γίνεις κομμουνιστής πρέπει να ‘σαι άνθρωπος πρώτα».
Ο Χρήστος Δρυμής έζησε με αξιοπρέπεια και διακρινόταν για τη λεβεντιά του και την αρχοντοσύνη του.
Κι όταν τον ρωτούσαν αν είναι ευχαριστημένος από τη δική του ζωή εκείνος απαντούσε με το γνωστό του ύφος:
«Όπου κι αν πάω, όπου κι αν κάτσω δεν ντρέπομαι. Έκαμα το καθήκον μου. Η συνείδησή μου με πλερώνει…».