Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, σε αλώνι μεγάλο, αγώνα λαμπρό στήσανε, με τις άτρωτες πανοπλίες, τα αιχμηρά δόρατα και τα κοφτερά σπαθιά τους, δυο από τους πιο ξακουστούς της πόλης άντρες, από τους πρώτους σ’ όλα.
Κόσμος μαζεύτηκε να τους θαυμάσει, άλλοι από περιέργεια, πολλοί για να στοιχηματίσουν υπέρ του ενός ή τ’ άλλου. Αβέβαια, βλέπεις, εκ των προτέρων η μονομαχία…
Ο Δον Κιχώτης από τη μια, που θεριά γιγάντια επάλεψε και ξωτικά σωρός θελήσανε μάταια να του σκουριάσουνε την πανοπλία για μιας Δουλτσινέας τον πόθο, μα την ατσάλινη και γεμάτη από τις δοκιμασίες ψυχή του τάμα στον Άη Έρωτα θα φέρει σαν νικήσει σε τούτο τον αγώνα.
Ο Δον Ζουάν από την άλλη, που λόγια πολλά, παχιά και δολερά, αλλά και πονηρά παιχνίδια με τις γυναίκες ξέρει άμαθος όντας τού τι αντρειοσύνη κι αγάπη πάει να πει αλήθεια, μα την με πλουμίδια στολισμένη άδεια ψυχή του στον Άη Επιφάνιο θα φέρει σαν νικήσει σε τούτο τον αγώνα.
Οι θεατές, όμοια ίσως με τους Ρωμαίους που αναγάλλιαζαν στο αιματοβαμμένο Κολοσσαίο, τους δυο μονομάχους, άλλοι τον μεν, άλλοι τον δε, ωθούν, με βροντερές ζητωκραυγές και μεγαλόφωνες επευφημίες, να τα δώσουν, σαν τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, όλα στη μεγάλη μάχη. Τα λεφτά τους φοβούνται μήπως χάσουν!
Κι αν σ’ αυτήν εδώ, ναι, τη στιγμή ο Ζουάν του Κιχώτη φαίνεται να υπερισχύει, δεχόμαστε στοιχήματα για τον τελικό – πραγματικό- νικητή…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος