Μωρέ συ μούσκαρε! Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου και παραίτησέ μας εμάς. Ιδέ, εδαέ θα πάει να κουτουλήσει στου «Βασίλη τσι Χαράκους». Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου σου λέω!
Αυτό φώναζε με στεντόρεια φωνή ένας χωριανός το 1949 απευθυνόμενος στον πιλότο ενός αεροπλάνου που περνούσε ψηλά στον ουρανό του χωριού. Εκείνη την εποχή, όταν ακουόταν ο βόμβος αεροπλάνου, οι άνθρωποι στα χωριά πεταγόταν έξω στις αυλές, στον δρόμο ή στις ταράτσες να δουν το μηχανικό πουλί. Ο συγκεκριμένος εθεώρησε ότι ο πιλότος αφαιρέθηκε περιεργαζόμενος αυτούς που κοίταζαν το αεροπλάνο και θα προσέκρουε σ’ ένα συγκρότημα βράχων ψηλά στο βουνό.
Το περιστατικό αυτό παρουσιάζει ανάγλυφη τη μεγάλη απόσταση που χώριζε την Τεχνολογία από την αντίληψη μεγάλης μερίδας των Κρητικών. Το χάσμα αυτό επισημαίνεται και στις μετέπειτα δεκαετίες, όπως μαρτυρεί σωρεία περιστατικών, λόγου χάρη μετά τον εξηλεκτρισμό της Κρήτης.
Φίλος καταμετρητής στη ΔΕΗ που είπε ότι πήγε κάποτε στο σπίτι δύο ηλικιωμένων σ’ ένα χωριό να πάρει την ένδειξη της κατανάλωσης, που ήταν όμως μηδαμινή. Ερώτησε, λοιπόν, την κυρά:
- Θειά, δεν ανάβεις καθόλου το ηλεκτρικό;
- Ανάβω το, παιδί μου, και φέγγω κι άφτω το λύχνο κι απόκειας το σβήνω, ήταν η απάντηση.
Σε μια άλλη περίπτωση τα πράγματα ήσαν επικίνδυνα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα άναψε το λύχνο της και αντί να τον κρεμάσει στον λυχνοστάτη ή σε μια τρυπούλα στον τοίχο, όπως έκανε πάντα, της άρεσαν οι δύο τρύπες της πρίζας και κάρφωσε το κεντρί του λύχνου στη μια απ’ αυτές. Την ίδια στιγμή το ηλεκτρικό ρεύμα την πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου χωρίς ευτυχώς να τη σκοτώσει.
Μετά τον εξηλεκτρισμό ενός χωριού άρχιζε μια ροή αυτοκινήτων που έφερναν ηλεκτρικές συσκευές, πρώτα απ’ όλα ψυγεία, πλυντήρια και τηλεοράσεις σε μαζικές προμήθειες. Η χρήση τους ήταν άγνωστη και η βιαστική προμήθειά τους δεν άφηνε περιθώρια πλήρους ενημέρωσης του αγοραστή από τον πωλητή. Την ενημέρωση έκαναν κυρίως αστικοποιημένοι χωριανοί, παιδιά ή γνωστοί των αγοραστών.
Στο χωριό μας ο μακαρίτης αδελφός μου Μανώλης έγραψε οδηγίες για τη χρήση της τηλεόρασης, τις φωτοτύπησε και τις έδωσε όπου χρειαζόταν. Ήσαν οι εξής με τον γραφικό του χαρακτήρα:
Και για το πλυντήρια η αδελφή μου Ζωή υπαγόρευσε σε μια χωριανή τις οδηγίες της για τη χρήση του πλυντηρίου:
Μετά την εξόφληση των βασικών συσκευών, η αγορά συνήθως γινόταν με δόσεις, ερχόταν η σειρά των μικρότερων, ηλεκτρικού σίδερου, καφετιέρας, μπλέντερ καθώς και εργαλείων, τρυπανιών κλπ. Δημιουργήθηκε ένα είδος ανταγωνισμού μεταξύ των χωριανών, «Γιατί αυτός και όχι εγώ», («η κατανάλωση για τα μάτια του κόσμου», που επισήμανε ο Αμερικανός Οικονομολόγος Θόρστιν Βέμπλεν ήδη από το 1899). Με όλα αυτά συνέβη μια γρήγορη προσαρμογή ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού σε νέες, γι’ αυτούς, τεχνολογίες, έστω στοιχειώδεις.
Η εξοικείωση με νέα διατροφικά φυτά δεν ήταν τόσο αυθόρμητη. Είναι γνωστή η υποδοχή του πρώτου φορτίου πατάτας που έφερε ο Καποδίστριας: ως προσφορά του συνάντησε αδιαφορία αλλά ως κλοπιμαίο έγινε ανάρπαστο, χαρακτηριστικό κι αυτό της Ελληνικής νοοτροπίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, λίγο μετά το 1900, ο μπάρμπα Γιώργης, ένας τυπικός χωριανός, έβγαλε ένα σανιδάκι πατάτες και γέμισε καλά ένα πράσινο βουριάλι. Το πέρασε στην πλάτη του, ακούμπησε το σκαπέτι στον ώμο του και πήρε τον δρόμο για το χωριό. Περνώντας από το καφενείο, φίλοι του τον φώναξαν να πιει μια γαζόζα να δροσιστεί και κάθισε.
- Πώς πήγε η πατατέ, μπάρμπα Γιώργη; Τον ρώτησαν.
- Πρώτο πράμα. Έχει να κοπανίσει η γραί μου πατάτα! απάντησε. Σημειωτέον ότι από το βουριάλι αυτό θα κρατούσε σπόρο για την επόμενη φύτευση.
Της ντομάτας η υποδοχή δεν ήταν ανάλογη. Εκείνη την εποχή, λίγο πριν από το 1900, ο παππούς μου συνάντησε στην «Παχειά Λυγιά», όπου είχε ένα κτήμα, ένα κοντοχωριανό, που είχε επίσης ένα περβολάκι. Παλιότερα η επιβίωση των οικογενειών επέβαλλε, όπου υπήρχε μια πηγούλα, ένα δάκρυ της γης, να χτίζεται μια στερνίτσα και να δημιουργείται ένα περβολάκι. Είχαμε κι εμείς ένα στα «Κουτσουρολίδια». Ο κοντοχωριανός του είπε ότι εφύτεψε το περβόλι του.
- Έβαλες και ντομάτες; Ρώτησε ο παππούς ενδιαφερόμενος για το καινοφανές προϊόν.
- Δεν τα θέλλλω εγώ αυτά τα σκυλλλάρ…., η λέξη συμπληρωνόταν με τα αναπαραγωγικά όργανα των σκύλων, απηχώντας το σχήμα της αυθεντικής, τότε, ντομάτας.
Τότε τις ντομάτες τις έκοβαν πράσινες, τις έκαναν φέτες, τις αλεύρωναν και τις τηγάνιζαν, δεν ήξεραν ακόμη ότι έπρεπε να ωριμάσουν και να γενούν κόκκινες.
Τι να πει κανείς σήμερα για την Τεχνολογία; Υπάρχει μια γιγαντιαία κλιμάκωση από την πιο απλή και προσιτή σε όλους (κινητά, υπολογιστές κλπ.) μέχρι την πιο προηγμένη (Νανοτεχνολογία, Λέϊζερ, τις απρόσιτες στρατιωτικές κλπ.), που ούτε να τις φανταστούμε δεν μπορούμε. Μπορεί να θεωρηθεί όμως βέβαιο ότι κι αυτές, με το πέρασμα του χρόνου και όταν θα έχουν προκύψει πιο προηγμένες, θα υποκύψουν στην αδήριτη ανάγκη του εμπορικού κέρδους και θα καταλήξουν στην αγορά.