Μας ζητάει λοιπόν η κυβέρνηση (με το δημοψήφισμα) να πούμε ένα βροντερό ΟΧΙ στους δανειστές-εταίρους, χωρίς να μας έχει εξηγήσει υπεύθυνα και πειστικά ποιο θα είναι το όφελος ή ποια τα οφέλη (αν ξέρει βέβαια) για τη χώρα και το λαό. Αφήνουμε που μεταθέτει, ασφαλώς δημοκρατικά σκεπτόμενη, στους πολίτες την ευθύνη μιας απόφασης που δεν πήρε η ίδια προφανώς επειδή φοβήθηκε το πολιτικό κόστος και μια ενδεχόμενη εξέγερση της «αριστεράς πλατφόρμας», αλλά και τη διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας.
Μια κυβέρνηση εκλέγεται για να παίρνει αποφάσεις και κρίνεται από αυτές. Αν φοβάται ή διστάζει να πάρει μια δύσκολη απόφαση παραιτείται με τόλμη και υπευθυνότητα. Αν εν προκειμένω η κυβέρνηση ομολογεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι απέτυχε η περιβόητη διαπραγμάτευση που διατυμπάνιζε προεκλογικά και διεξήγαγε (υποτίθεται) επί πέντε μήνες, τι περιμένει; Να βγάλουν οι πολίτες τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό της; Δεν περνάει κανείς εύκολα το ποτάμι της πολιτικής αβρόχοις ποσί.
Ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε ότι αν γινόταν κυβέρνηση θα έσκιζε τα μνημόνια (γνωρίζοντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο) και θα διαπραγματευόταν για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη και στο ευρώ (με απώτερο σκοπό όμως την έξοδο και από τα δυο, όπως αποκαλύπτεται σιγά σιγά) και όλες αυτές οι υποσχέσεις για ψηφοθηρικούς λόγους (ακολούθησε δηλ. την πεπατημένη). Έγινε λοιπόν κυβέρνηση, αλλά μνημόνια δεν έσκισε και ζητάει τώρα να τα σκίσουμε εμείς με ένα αμφιλεγόμενο ΟΧΙ. Και να κάνει μετά τι; Θα συνεχίσει τη διαπραγμάτευση κραδαίνοντας το ΟΧΙ σαν ρόπαλο στα χέρια της; Και τι κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι έτσι θα πετύχει ό,τι δεν πέτυχε μέχρι σήμερα; Άλλα είναι τα σχέδια της.
Το μόνο που κατάφερε αυτή η κυβέρνηση ήταν να στρέψει μια μεγάλη μερίδα των πολιτών εναντίον των δανειστών-εταίρων στην απέλπιδα προσπάθεια να φορτώσει ανεπιτυχώς σε άλλους τα λάθη και τις αστοχίες της. Έτσι μιλάει για εκβιασμό των δανειστών επειδή τάχα επιβάλλουν σκληρά μέτρα, που αφορούν στη φορολόγηση και σε νέες περικοπές μισθών και συντάξεων. Και έτσι να είναι (που δεν είναι ακριβώς), πώς αλλιώς θα πάρουν πίσω τα λεφτά τους τη στιγμή που η κυβέρνηση (διαχρονικά) δεν διαθέτει εναλλακτικές πηγές κρατικών εσόδων, δεν αναζητά και δεν δημιουργεί; Αποδειχτήκαμε αναξιόπιστοι. Υπογράψαμε δανειακές συμβάσεις με όρους που αθετήσαμε (ως πελατειακό κράτος) τα τελευταία 5 χρόνια, π.χ. την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων.
Έχουμε λοιπόν μια κυβέρνηση (και μάλιστα αριστερή) που αδυνατεί να βρει αξιόπιστα ισοδύναμα και εκλιπαρεί για ρευστό την ώρα που υπάρχουν στα τεφτέρια της (εδώ και χρόνια) βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές 17,1 δισ. ευρώ από 2.500 φυσικά πρόσωπα, με ατομικές οφειλές άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, και 43,3 δισ. ευρώ από 4.000 επιχειρήσεις (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Αναπληρώτρια Υπουργός των Οικονομικών πριν από λίγες εβδομάδες). Ποιος φταίει που η κυβέρνηση δεν εισπράττει (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) τουλάχιστο 10% από τα 60 δισ. ευρώ (συνολικά) τώρα που ξέμεινε από ρευστό και απειλείται η χώρα με πιστωτικό γεγονός; Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι μια νέα κυβέρνηση, με νωπή και ισχυρή λαϊκή εντολή, δεν μπορεί να εισπράξει ούτε 1,5 δισ. ευρώ (από τα 60 δισ.) για να πληρώσει το ΔΝΤ στις 30 του μήνα και αφήνει τη χώρα να διασύρεται (με περισσή αξιοπρέπεια) διεθνώς; Τρία τινά μπορεί να συμβαίνουν: χαρίζεται στους μεγαλοφειλέτες (ενώ «στριμώχνει» άγρια τους μικροφειλέτες), είναι ανίκανη ή παίζει το όνομα και το μέλλον της χώρας κορώνα γράμματα.
Για όλα φταίνε βέβαια οι θεσμοί, ο Ντάισελμπλουμ, ο Γιούνκερ, ο Σόιμπλε και η Μέρκελ. Αυτό θέλει να πιστέψουμε η κυβέρνηση. Ίσως και να νομίζει ότι απευθύνεται σε κάφρους.
Αρκετά με τη δαιμονοποίηση των άλλων που μπορεί να μας δανείζουν με το αζημίωτο αλλά θέλουν να προστατεύσουν τα συμφέροντα των λαών τους και παράλληλα να βοηθήσουν, όσο μπορούν, αυτή τη χώρα να γλιτώσει από τον κακό της εαυτό. Καιρός να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας, από τον απλό πολίτη έως τον πρωθυπουργό.
* Ο Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι ομότιμος
καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης