Η φράση που ακούγεται συχνά την περίοδο αυτή και κυρίως από νέους ανθρώπους. Και έχουν δίκιο, γιατί οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει με πολλών ειδών ευδαιμονισμό. Με τα μπαράκια και τις καφετέριές του, με τις ντίσκο και τα πάρτι τους, με τη χωρίς περιορισμούς δραστηριότητα σε περιπάτους και κάθε είδους διαβίωση της επιλογής τους.
Μια άλλη όμως γενιά παιδιών και νέων δεν περίμεναν μόνο λίγους μήνες για «να πάρουν πίσω τη ζωή τους». Περίμεναν τα τέσσερα χρόνια της γερμανικής κατοχής και άλλα τέσσερα με τον εμφύλιο. Φυσικά τότε είχαν και την αγωνία της καθημερινής επιβίωσης, και από άποψη βιοπορισμού, μα και οποιαδήποτε στιγμή μη βρεθούν σε κάποια κατάσταση, που μέσα από το σπίτι τους θα χαθούν ζωές και τα πάντα. Στις περιπτώσεις αυτές δεν κινδύνευες να επιστρέψεις στο σπίτι σου με κανένα… καπέλο τριακοσίων ευρώ, αλλά να μη γυρίσεις καθόλου, και μάλιστα ζωντανός.
Αλήθεια είναι ότι για κάποια «αγαθά» της σημερινής ζωής δεν αισθανόταν και τόση έλλειψη, αφού αυτά δεν είχαν ακόμη παρουσιαστεί στις κοινωνίες τότε και για αρκετά χρόνια μετά.
Πριν είκοσι χρόνια, που δικός μου άνθρωπος έφτασε στην Τανζανία, παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία, οι άνθρωποι ήταν χαμογελαστοί και καρτερικοί και γιόρταζαν την παράδοση τους με φανταχτερές ενδυμασίες των προγόνων τους. Όταν έφτασαν, μετά από χρόνια, κάποιες συσκευές τηλεόρασης, φέρνοντας έτσι τον «πολιτισμό», ήρθαν και οι προβληματισμοί τους και η έκπληξη και η δυστυχία τους, όταν αντιλήφθηκαν από αυτά τα «κουτιά» πώς ζει ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, με απίθανες και φανταστικές γι’ αυτούς ευκολίες.
Έτσι και με εμάς.