Ο Νικήτας Σταματελόπουλος η Νικηταράς (1772-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) ένα μικρό χωριό στη ρίζα του Ταΰγετου 25 χιλιόμετρα μακριά από την Καλαμάτα. Ο πατέρας του Σταματέλος υπήρξε αρματωλός που σκοτώθηκε από τους Τούρκους στις φοβερές διώξεις του 1805. Ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον οποίον ακολούθησε στα Επτάνησα, όπου εντάχτηκε στα Ρώσικα τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια όμως επέστρεψε στα Επτάνησα για να υπηρετήσει τους Γάλλους, οι οποίοι τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τιλσίτ. Απόκτησε εμπειρία και καθώς ήταν δυναμικός χαρακτήρας δεν άργησε να δημιουργήσει το δικό του σώμα με αγωνιστές από την Πελοπόννησο και από άλλα μέρη της Ελλάδας.
Το 1821 μετά την έκρηξη τις επανάστασης στις 25 του Μάρτη ο Νικηταράς υπήρξε από τους πρώτους οπλαρχηγούς που μπήκε στη μάχη σε μια πρώτη ένοπλη συμπλοκή στο Λεβίδι. Στις 12 και 13 του Μάη ο Νικηταράς η Τουρκοφάγος, όπως τον έλεγαν, στα Άνω Δολιανά με 200 ψυχωμένα παλικάρια κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους. Σε αυτή την ηρωική μάχη απέκτησε τον τίτλο του Τουρκοφάγου, αφού με το σπαθί του έσφαξε πολυάριθμους Τούρκους στρατιώτες. Διακρίθηκε στις υπόλοιπες μάχες που ακολούθησαν και στην πολιορκία της Τρίπολης ήταν στο πλευρό του θείου του «Γέρου του Μωριά» δηλαδή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που υπήρξε αρχιστράτηγος. Μάλιστα ο λαϊκός ποιητής έλεγε «Νικηταρά, Νικηταρά που ‘χεις στα πόδια σου φτερά και στην ψυχή σου ατσάλι…», αφού ο σπουδαίος και ατρόμητος αυτός αγωνιστής ήταν τόσο γρήγορος στα πόδια που λίγοι κατάφερναν να τον ακολουθήσουν. Τα χέρια του ήταν σαν την μέγγενη και όταν έπιανε το σπαθί σε μάχες σώμα με σώμα αλλοίμονο σε αυτούς που βρίσκονταν μπροστά του. Βέβαια υπήρξαν και άλλοι ατρόμητοι πολεμιστές και οπλαρχηγοί κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Αυτό όμως που έκανε ξεχωριστό τον Νικηταρά ήταν η ανιδιοτέλειά του. Όταν μετά τη μάχη της Τρίπολης του προσέφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί μεγάλης αξίας, αυτός το προσέφερε στην προσωρινή κυβέρνηση να το εκποιήσει για τις ανάγκες του αγώνα.
Στη θρυλική και νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων μαζί με άλλους οπλαρχηγούς επέδειξε φοβερή ανδρεία, καθώς στα χέρια του έσπασαν τρία σπαθιά από τη μάχη σώμα με σώμα, ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του που έκλεισε από την τρομερή υπερένταση και κούραση με αποτέλεσμα να του το πάρουν με πολύ δυσκολία μετά το τέλος της μάχης οι συναγωνιστές του. Στα Δερβενάκια ο Νικηταράς ή Τουρκοφάγος σκότωσε αναρίθμητους Τούρκους και συνετέλεσε ώστε ο Δράμαλης να πάθει πανωλεθρία μετά το ευφυές σχέδιο του Κολοκοτρώνη. Συνέχισε να πολεμά σε άλλες μάχες αψηφώντας για τη ζωή του μέχρι να απελευθερωθεί η πατρίδα και ήταν από τους ελάχιστους που δεν έπαιρνε λάφυρα μετά τις μάχες, αλλά έλεγε να παραδοθούν όλα για την ενίσχυση του αγώνα.
Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων) με αποτέλεσμα η κυβέρνηση που φοβόταν μήπως το κόμμα του σκόπευε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, να τον συλλάβει και να τον κλείσει στις φυλακές της Αίγινας το 1839. Με κλονισμένη την υγεία του από τις κακουχίες και βλάβη στην όρασή του τον ζαχαρώδη διαβήτη βγήκε μετά από ενάμιση χρόνο πάμφτωχος και το μόνο που του χορήγησε η ελληνική πολιτεία ήταν μια άδεια επαιτείας στο ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιά, την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει μόνο κάθε Παρασκευή. Ο αγέρωχος πολεμιστής των Δερβενακίων ήταν πλέον ένας αδύναμος γέρος που επαιτούσε για να βγάλει το ψωμί του και να βοηθήσει την οικογένειά του με σκυμμένο κεφάλι, ώστε να μην τον γνωρίζει κανείς. Μια Παρασκευή ένας πρεσβευτής των μεγάλων δυνάμεων που είχε πληροφορηθεί ότι ο μεγάλος οπλαρχηγός ζητιάνευε για να ζήσει συγκλονισμένος έστειλε ένα ιδιαίτερό του να πάει να τον βρει και να του δώσει ένα σακουλάκι με χρυσά νομίσματα. Μόλις ο Νικηταράς κατάλαβε από το ντύσιμο τον ξένο να πλησιάζει μάζεψε το χέρι του για να μην καταλάβει ότι ζητιανεύει. Ο ξένος τον ρώτησε « Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου» και ο μεγάλος αγωνιστής μαζεύοντας κάθε δύναμη ψυχής είπε «κάθομαι εδώ και απολαμβάνω την απελευθερωμένη πατρίδα μου». Ο ξένος επέμενε «καλά κάθεστε στο δρόμο και απολαμβάνετε την ελεύθερη πατρίδα σας» και ο Νικηταράς είπε «η πατρίδα μου μου χορήγησε σύνταξη να ζω αξιοπρεπώς, αλλά μου αρέσει να παρατηρώ πως ζει ο υπόλοιπος κόσμος». Αφού συζήτησαν αρκετή ώρα ο ξένος φεύγοντας άφηνε επίτηδες να του πέσει ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα και ο μισότυφλος ήρωας το κατάλαβε από τον ήχο. Το έπιασε, το ψηλάφησε κατάλαβε ότι είχε μέσα χρυσά φλουριά και ότι ο ξένος θέλησε να τον βοηθήσει. Ο υπερήφανος αυτός αγωνιστής που δεν συνέδεσε την έννοια πατρίδα με τους κυβερνώντες φώναξε τον ξένο και του είπε, «σας έπεσε αυτό το πουγκί, πάρτε το και προσέξτε γιατί έχει μεγάλη αξία μην συναντήσετε κλέφτες και σας τα πάρουν».
Αυτός ήταν ο Νικηταράς που διατήρησε την ανιδιοτέλεια και την υπερηφάνεια του, ακόμα και όταν η πολιτεία τον κατάντησε ζητιάνο, αυτόν που είχε δώσει κάθε ικμάδα της δύναμής του, ώστε να ελευθερωθεί η πατρίδα.
Το 1843 όταν έγινε το κίνημα της 3 Σεπτεμβρίου και ο Όθωνας αναγκάστηκε να ψηφίσει σύνταγμα στη χώρα ο Νικηταράς έλαβε τον τίτλο του υποστρατήγου και μια μικρή σύνταξη, ώστε να σταματήσει να επαιτεί. Το 1849 πέθανε και η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον τάφο του Κολοκοτρώνη όπως και έγινε.
Αυτός υπήρξε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο γενναίος αγωνιστής που κέρδισε τον θαυμασμό και την εκτίμηση ακόμα και των αντιπάλων του Τούρκων και που δεν καταδέχτηκε να πλουτίσει από λάφυρα ή να εξαργυρώσει τα ανδραγαθήματά του με υλικά αγαθά. Αντιθέτως υπερασπίστηκε το όνομα της πατρίδας του λέγοντας ψέματα πως του είχε χορηγηθεί σύνταξη και ζει αξιοπρεπώς για να μην παραδεχτεί ότι έγινε ζητιάνος για να ζήσει. Λαμπρό παράδειγμα στην ιστορία αυτής της χώρας, που την έχουν κατακλέψει κάθε λογής απατεώνες, κλεπταποδόχοι, συμφεροντολόγοι και προδότες που πρώτα έβαζαν και βάζουν μπροστά το ατομικό συμφέρον. Σήμερα η κατάσταση αυτή συνεχίζεται με αποτέλεσμα η χώρα να έχει υποδουλωθεί πάλι αυτή τη φορά οικονομικά, γι’ αυτό θα πω:
« Ξύπνα ωρέ Νικηταρά, πιάσε το γιαταγάνι
να πάψουν να υπάρχουνε προδότες και ρουφιάνοι.
Ξύπνα τρανέ πολεμιστή π’ αρνήθηκες τα πλούτη
να ιδείς πως αποδώκανε κάποιοι τη χώρα ετούτη».
* Σιμισακογιώργης