Η σκηνή σ’ ένα μικρό απέριττο σπίτι στο Μυλοπόταμο. Είναι Φλεβάρης και προχωρημένη η νύχτα. Ενώ ο άνεμος μανιασμένος φυσά και ενώ η καταιγίδα τελικά ξεσπά έτσι ώστε τα παραθυρόφυλλα του μικρού σπιτιού να τρίζουν σαν έτοιμα να σπάσουν, ο Κρητικός καλλιτέχνης ατάραχος, καθισμένος μπροστά στο αναμμένο τζάκι επιμένει με νοσταλγική διάθεση ν’ ανασυνθέτει με τη λύρα και με το λαγούτο παλιούς σκοπούς της περιοχής του, αποδίδοντας φόρο τιμής στους συμπατριώτες του λυράρηδες που είχαν κάποτε συνθέσει αυτούς τους σκοπούς, ενώ οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Κατά διαστήματα λέει και κάποια μαντινάδα -από παλιές εποχές κι αυτή- την οποία διανθίζει κατάλληλα με ένα «όπα» ή ένα «έλα», κάνοντας φανερή τη φορτισμένη μελαγχολική του διάθεση, και μεταδίδοντας συγχρόνως την έκστασή του στους λίγους ακροατές του. Οι ακροατές αυτοί συμπεραίνει κανείς ότι είναι επίσης μυημένοι στην αξία της παλιάς κρητικής μουσικής, γι’ αυτό παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή, με ευλάβεια θα έλεγα, την εξέλιξη της μουσικής αυτής μυσταγωγίας μέσα στο αστραπόβροντο της νύχτας. Το μόνο που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν τα λόγια του τελευταίου στίχου, κάτι που ο καλλιτέχνης πολύ επιθυμεί, και επιδοκιμάζει με νεύματα της κεφαλής του.
Κάθε φορά που η ριπή του ανέμου γίνεται δυνατότερη προκαλώντας θορύβους ωσάν κάποιος να χτυπά την πόρτα του μικρού σπιτιού ή κάθε φορά που μια δυνατή βροντή καλύπτει σχεδόν τον ήχο της λύρας, όλοι γυρίζουν το βλέμμα προς την πόρτα που τρίζει, και ο Κρητικός καλλιτέχνης ωσάν να ερεθίζεται ακόμη περισσότερο στην έμπνευσή του, κλείνει τα μάτια, και η φωνή του πάλλεται ακόμη πιο πολύ. Ωσάν οι βροντές και οι κεραυνοί να είναι μια επιδοκιμασία, ένα μπράβο προς εκείνον, για όσα συναισθήματα βγάζει μέσα από τα βάθη της ψυχής του, και ένα σύνθημα για να βγάλει ακόμη περισσότερα για το χατίρι των λιγοστών ακροατών του.
Πρόκειται στην ουσία για μια μυσταγωγία που τελείται μέσα στο μικρό μυλοποταμίτικο σπίτι. Κανένας δε χορεύει, κανένας δεν αστειεύεται. Ο καλλιτέχνης ουσιαστικά κάνει μια κατάθεση ψυχής και όλοι οι παρευρισκόμενοι το αντιλαμβάνονται, το αποδέχονται και συγκατανεύουν.
Η ώρα περνά. Προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει. Βρίσκομαι μέσα και συγχρόνως βρίσκομαι απ’ έξω. Σιγά – σιγά στα μάτια μου το μικρό σπίτι μεγαλώνει και μετουσιώνεται. Μέσα στη μπόρα και στον άνεμο, μέσα στον κατακλυσμό της άγριας νύχτας παίρνει τη μορφή και τις διαστάσεις μιας κιβωτού που κλείνει μέσα της την κρητική μουσική παράδοση, τα ιερά και τα όσια της Κρήτης, και έχει προορισμό να τα διασώσει. Ναι, αυτό ακριβώς είναι, μονολογώ: Μέσα στον κατακλυσμό της ιστορίας, μέσα στη μαζική εισβολή ανθρώπων και πολιτισμών σ’ αυτό το νησί που είναι σταυροδρόμι των πολιτισμών, μέσα στα τόσα «ακραία» φαινόμενα που βλέπομε γύρω μας, εμείς οφείλομε να δημιουργήσομε όσοι μπορούμε από μια κιβωτό, και μέσα σ’ αυτή να κλείσομε και έτσι να διασώσομε την ιστορία και την παράδοση του τόπου μας. Έτσι, εθελοντικά και ιεραποστολικά. Έτσι, σαν κιβωτό, περίπου σαν τον Νώε!