Μπορεί να έμοιαζαν αιθεροβάμονες όσοι έβλεπαν το Ρέθυμνο προσφιλή τουριστικό προορισμό, όπως ο Γεώργιος Πλυμάκης που αναφέραμε χθες, που από το μεσοπόλεμο αναφερόταν με θέρμη και πράξεις στην προοπτική αυτή. Αν κρίνουμε όμως από τις αφηγήσεις περιηγητών στα βάθη των αιώνων ο τόπος μας είχε ανέκαθεν προοπτικές για μια τουριστική ανάπτυξη.
Από τους πρώτους ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι που μας δίνει μια θαυμάσια περιγραφή του Ρεθύμνου στα 1415!!!
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Μπουοντελμόντι έγινε καλόγερος στην Φλωρεντία. Εκεί μαθήτευσε, ίσως στον Γκουαρίνο Βερονέζε, και γνωρίστηκε με τον χορηγό Νικκολό Νικκολί που ασχολούνταν με την κλασική φιλολογία και γεωγραφία. Από το 1414 ως το 1430 διέμεινε στην Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο και Κωνσταντινούπολη. Έμαθε ελληνικά και συνέταξε διάφορες περιγραφές των Ενετικών αποικιών στο Αιγαίο, και τις αφιέρωσε στον Νικκολό Νικκολί και Τζιορντάνο Ορσίνι. Στην Κρήτη διέμεινε δύο φορές. Το 1419 ανέλαβε την μετάφραση ενός χειρόγραφου που βρίσκονταν στην Άνδρο κάποιου Αιγυπτίου «Απόλλωνα Ώρου» που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από κάποιον Φίλιππο με τον τίτλο «Ιερογλυφικά». Το χειρόγραφο μεταφέρθηκε το 1422 στην Φλωρεντία και εκδόθηκε το 1505 στα ελληνικά και το 1515 στα ιταλικά.
Ο Μπουοντελμόντι γράφει στο πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται στο Νικκολό Νικκολί εξιστορώντας τα του ταξιδίου του, στην Κρήτη από τη βόρεια έως και τη νότια πλευρά. Αναφέρεται σε αρχαίες πόλεις, φαίνεται πως ξέρει καλά την ιστορία γιατί κάνει ενδιαφέροντα σχόλια και δεν παραλείπει να υμνεί την κρητική φιλοξενία.
Και γράφει: Ρέθυμνο: Μια ωραία πόλη
«Περνούμε έπειτα χαμηλούς λόφους έως ότου ερχόμαστε στη Ρίθυμνα. Μόλις φθάνουμε συμφωνούμε όλοι ότι είναι μια ωραία πόλη.
Ξανανεβαίνουμε στο καράβι μας γιατί είμαστε κουρασμένοι και παραπλέομε την ακτή προσπαθώντας να εξετάσουμε την πεδιάδα. Θαυμάζουμε σε μικρή σχετικά απόσταση το ρεύμα του Πλατανιά με τα περιβόλια του.
Έπειτα βλέπομε γρήγορα το ποτάμι του Αρίου (Αρκαδιώτη). Αφήνω δεξιά μου μικρά υψώματα, τα οποία διαπερνά ο Μυλοπόταμος: το όνομά του ετυμολογείται από τις ελληνικές λέξεις μύλος και ποταμός. Με το ίδιο όνομα διακρίνομε ένα κάστρο που κυριαρχεί στη θάλασσα (Πάνορμος). Πολύ κοντά, προς το νότο, είδα μια μεγάλη εύφορη πεδιάδα, η οποία από τα ανατολικά προς τα δυτικά έχει σημαντικό μήκος…
Κοντά στον τόπο τους, τέσσερα μίλια προς το βορρά, στο βουνό, είναι το χωριό Καμαριώτης, όπου την ημέρα του Αγίου Γεωργίου αναρίθμητο πλήθος γιορτάζει με αδιάκοπους χορούς.
Αφήνουμε το Καστρί και φθάνουμε σε ένα μεγάλο χωριό που λέγεται Μαργαρίτες. Εδώ κοντά ήταν η αρχαία και ένδοξη πόλη Πάννονα, στην οποία δεν σώζεται κανένα μνημείο. Τα άγρια δέντρα έχουν τόσο αναπτυχθεί, ώστε με δυσκολία φαίνεται το γενικό διάγραμμα. Όχι μακριά, προς τα ανατολικά, ανάμεσα σε κήπους και ευχάριστα τοπία είναι χτισμένη η Επισκοπή Μυλοποτάμου, όπως την ονομάζουν σήμερα.
Οκτώ μίλια προς τα δυτικά, βρήκα την αρχαία και μεγάλη πόλη Ελεύθερνα. Είναι χτισμένη σ’ ένα τραχύ βουνό και κανείς δεν τολμά να κατοικήσει εκεί, γιατί αν το κάμει, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου. Την εποχή της προηγούμενης επανάστασης κατά των Ενετών, η Ελεύθερνα αντιστεκόταν ως το τέλος και χρειάστηκαν στους Βενετούς δυο χρόνια για να την ξαναπάρουν. Φθάνει κανείς εκεί με κίνδυνο, από ένα ανηφορικό δρόμο σχεδόν σαν σκάλα και βλέπει δυο μεγάλες δεξαμενές λαξευμένες μέσα στο βράχο. Η μια φαίνεται τόσο εκτεταμένη όσο η δική μου εκκλησία της Σάντα Μαρία στο Άρνο της Φλωρεντίας. Ή άλλη είναι όπως ο Άγιος Στέφανος. Οι Βενετοί πάντα στην οργή τους ερείπωσαν όλα τα πολύ μεγάλα μνημεία, ακόμη και τα μάρμαρα. Στην πεδιάδα, κοντά στην ίδια πόλη, είναι η Επισκοπή, στην οποία ο λατίνος επίσκοπος λόγω της αλαζονείας των Ελλήνων δεν τολμά ούτε να μαζέψει τα εισοδήματά του ούτε να κατοικήσει».
Κι έφθασαν στο Μέρωνα
Ένας δύσβατος δρόμος μας έφερε στην άλλη πλευρά του βουνού Ίδη, στο χωριό Μέρωνας. Είναι χτισμένο σ’ ένα ύψωμα σε μια ευχάριστη θέση. Στη πλαγιά ψηλών βουνών διακρίναμε πολλές καρυδιές και καρποφόρα δέντρα σε ένα αρχοντικό σπίτι. Ετοιμαζόμουν να θαυμάσω το τοπίο όταν ένας καλόγερος άρχισε να μου λέει (…).
Ο καλόγερος που αναφέρει ο Μπουοντελμόντι είναι ο περίφημος Ματθαίος Καλλέργης. Επειδή η συνάντησή τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον και όσα συζήτησαν φυσικά, θα τα αφήσουμε για επόμενο σημείωμα προκειμένου να ολοκληρωθεί η περιήγηση.
Η συνέχεια των ταξιδιωτικών εντυπώσεων εστιάζεται στον Άγιο Κωνσταντίνο. Αναφέρει σχετικά:
«Ύστερα από μια σύντομη διαδρομή φθάνομε σε μια πεδιάδα, απ’ όπου διακρίνομε το χωριό του Αγίου Κωνσταντίνου. Περνούμε εκεί τη νύχτα για να μπορέσουμε να παρευρεθούμε στην εορτή της επομένης. Είμαστε έτοιμοι να κοιμηθούμε, όταν μέσα στη νύχτα ερχόμενοι από τις κατοικίες τους με τις γυναίκες τους φθάνουν όλοι οι χωρικοί. Κατεβαίνουν στη πεδιάδα ο ένας πίσω από τον άλλο, κρατώντας πυρσούς και τραγουδώντας. Φθάνουν με θόρυβο στον Άγιο Κωνσταντίνο και πριν να μπουν στην εκκλησία κάνουν τρεις ή τέσσερις φορές το γύρο της με τα ζώα τους και τα πράγματά τους. Έπειτα κατασταλάζουν σε μια άκρη του ιδιώματος αυτοί που έρχονται από την Πάνω Σύβριτο. Μετά την ομιλία του ιερέα τους βρίσκουν ένα πιο άνετο μέρος. Από την άλλη πλευρά όσοι ήρθαν από την Κάτω Σύβριτο κατασκηνώνουν κάτω από τα πλατάνια. Ενώ όλος ο κόσμος χαίρεται οι νέοι βάζουν τα δυνατά τους να ξεπεράσουν τους συντρόφους των στην παλαίστρα και στο τόξο με τον ήχο των τυμπάνων, κάτω από τα βλέμματα των γερόντων. Αυτοί ασκώντας την εξουσία, τιμούν τον νικητή και θέτουν στο κεφάλι του ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα ελιάς. Στεφανώνουν επίσης τις γυναίκες που διακρίθηκαν στο χορό με στεφάνι καμωμένο από όλων των ειδών τα λουλούδια. Οι γέροι αυτοί Ρωμαίοι είναι ντυμένοι όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού. Οι οικογένειές τους παντρεύονται μεταξύ τους για να μην αναμιχθεί το αίμα αυτής της παλιάς αρχοντιάς με το αίμα ανθρώπων ξένων προ τα γενιά τους. Κι όταν ένας άνθρωπος γεννιέται σ’ αυτές τις οικογένειες μιλούν γι’ αυτόν μόνο με λόγια τιμητικά και δεν παύουν να τον αποκαλούν ως τα θάνατό του «Κύριος Τάδε»…
…Έπειτα φθάνομε στην αρχαία πόλη Άπτερα που σήμερα λέγεται στην Πόλη (Αργυρούπολη). Είναι χτισμένη στο βουνό. Προς τ’ ανατολικά έξω από το τείχος παρατηρεί κανείς μια κρήνη που έχει είκοσι βήματα πλάτος και σαράντα μήκος και είναι στολισμένη με ανάγλυφα. Πιο κοντά, εκατό βήματα πιο πέρα κάτω απ’ αυτά τα νερά υπάρχει ένα εκκλησάκι. Κοντά του βλέπει κανείς πέντε τάφους ανοικτούς και γεμάτους νερό. Οι άρρωστοι που σέβονται τις Πέντε Παρθένες τις οποίες πιστεύουν θαμμένες εκεί, λούζονται, σ’ αυτό το νερό. Φαίνεται ότι η ευσέβειά τους, τους γιατρεύει.
Προς τα δυτικά αρχίζει ένα πολύ ψηλό βουνό όπου ζουν πολύ τραχείς άνθρωποι. Δεν έχουν πάει ποτέ σε άλλα χωριά ή σ’ άλλα μέρη. Μένουν με τις γυναίκες τους σε καλύβες ή σε σπηλιές και είναι ντυμένοι με δέρματα. Σχεδόν όλο το χρόνο τρέφονται με κρίθινο ψωμί και με κυνήγι ή με κρέας ξεραμένο στον ήλιο και το οποίο δοκίμασα πολλές φορές. Διακρίνομε μπροστά μας ένα δρόμο ψηλά. Αριστερά βλέπομε πολλά και ψηλά κυπαρίσσια και στα δεξιά φαίνονται τα Μυριοκέφαλα και τα Λευκά Όρη…».
Ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι όπως αναφέρει στο τέλος για τρεις μήνες έκανε την περιοδεία του στο νησί και μας άφησε έναν τουριστικό οδηγό πιο γλαφυρό σίγουρα από τους σημερινούς, αφού βασίζεται στις προσωπικές του εντυπώσεις και μόνο.
Η περιγραφή του Εβλιγιά Τσελεμπί
Είχαμε κι άλλες φορές αναφερθεί στον Εβλιγιά Τσελεμπί, έναν ριψοκίνδυνο Τούρκο που είχε καταφέρει να ταξιδέψει -κατόρθωμα για την εποχή του- και να μας δώσει ενδιαφέρουσες περιγραφές των περιοχών που επισκεπτόταν. Αυτό βέβαια για μια πόλη του σήμερα δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά να έχεις μια εικόνα του Ρεθύμνου του 1670 δεν είναι κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Ποιος ήταν όμως ο ταξιδιώτης αυτός που μας κάνει μια τόσο σπουδαία περιγραφή και την βλέπουμε ολόκληρη σε τεύχος του «Προμηθέα Πυρφόρου» με την επιμέλεια του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι;
Ήταν ταξιδευτής, αφηγητής ιστοριών, άνθρωπος των γραμμάτων, μουσουλμάνος, στρατιώτης, μουσικός και πολίτης του κόσμου. Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια γεννήθηκε το 1020/1611 στη συνοικία Ουνκαπάν της Κωνσταντινούπολης.
Ο πατέρας του ήταν χειροτέχνης κοσμημάτων στην Αυλή του Σουλτάνου. Η μητέρα του καταγόταν από τον Καύκασο και κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή ήταν συγγενής του Μελέκ Αχμέντ Πασά χωρίς να είναι σαφές το είδος της συγγένειάς του, πιθανώς αδελφός της. Ο ίδιος παραδίδει ακόμα πως είχε έναν αδελφό και μία αδελφή. Για επτά χρόνια ήταν μαθητής στο μεντρεσέ του Χαμίντ Εφέντη στην Κωνσταντινούπολη και εκπαιδεύτηκε ακόμα ως αφηγητής του Κορανίου. Το 1045/1636 διακρίθηκε με μία αφήγησή του κατά τη διάρκεια του «Λεϊλάτ αλ καντρ» («Νύχτα του Πεπρωμένου») και παρουσιάστηκε από τον σιλαχντάρ Μεχμέντ Αχμέντ Αγά ενώπιον του σουλτάνου, ο οποίος έδωσε εντολή να γίνει δεκτός στο παλάτι. Εκεί εκπαιδεύτηκε στην καλλιγραφία, στη μουσική και στην αραβική γραμματική.
Αφού περιηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε λεπτομερώς για κτίρια, αγορές, ήθη, έθιμα και πολιτισμό, από το 1050/1640 μέχρι το 1087/1676 ξεκίνησε τις περιηγήσεις του εκτός της Πόλης. Οι γραπτές του εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, το «Seyahatnâme» (Σεγιαχατναμέ – «Βιβλίο των ταξιδιών») ή σύμφωνα με το χειρόγραφο της Βιέννης Tarikh–i Seyyah («Χρονικό του περιηγητή»). Εκεί περιλαμβάνονται εντυπώσεις από ταξίδια του στον ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο. Χρησιμοποιεί την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής.
Ο Εβλιγιά Τσελεμπί έχει σημειώσει μια συγκεκριμένη συνάντηση με την Καγιά Σουλτάν στο Βιβλίο των ταξιδιών του. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην Καγιά Σουλτάν, από την εγκυμοσύνη της στο θάνατό της.
Η Καγιά Σουλτάν ήταν Οθωμανή Πριγκίπισσα, κόρη του Σουλτάνου Μουράτ Δ’ και της Χασεκί Αϊσέ Σουλτάν και ανιψιά του Σουλτάνου Ιμπραήμ Α’. Ήταν εγγονή του Σουλτάνου Αχμέτ Α’ και της Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Σουλτάν.
Το έργο του Τσελεμπή τοποθετείται σε ένα είδος ελαφρύτερης λογοτεχνίας που πρωταρχικός σκοπός της δεν είναι η ιστορική αλήθεια. Παρόλο που πολλές φορές αναφέρεται διεξοδικά και με ακρίβεια, ειδικά στα γεγονότα στα οποία ήταν παρών, άλλες φορές αναμιγνύει μύθους με ιστορικά γεγονότα. Προσπαθεί να παρουσιάσει το έργο του με λογοτεχνικό τρόπο και γι’ αυτό τοποθετεί πολλές φορές τον εαυτό του παρόντα σε γεγονότα. Στην εποχή του, το «Βιβλίο των ταξιδιών» εθεωρείτο καλή ψυχαγωγία για τις γυναίκες του χαρεμιού. Αντίθετα με την πρακτική των μεγάλων φιλολόγων της εποχής, ο Τσελεμπή έγραφε σε γλώσσα απλή, χρησιμοποιώντας επίσης τοπικές εκφράσεις, ενίοτε γλαφυρές. Ορισμένες αφηγήσεις του θεωρούνται φανταστικές ή είναι βασισμένες σε άλλες πηγές. Χρησιμοποιώντας την φαντασία του περιέγραψε χώρες τις οποίες ποτέ δεν επισκέφτηκε. Οι μελετητές του έργου του μπορούν σήμερα να ξεχωρίσουν το ψεύτικο από το αληθινό, έτσι το δεκάτομο έργο του παραμένει πολύτιμο για τις εκτενείς πληροφορίες που παρέχει γύρω από την κατάσταση που βρίσκονταν οι πόλεις και τα χωριά κατά την εποχή εκείνη, την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γεωγραφία τους. Στο πρώτο τόμο του «Seyahatnâme» γίνεται περιγραφή της Κωνσταντινούπολης και θεωρείται από τους μελετητές καλή πηγή για να γνωρίσει κάποιος την οθωμανική πρωτεύουσα του 17ου αιώνα.
Μια καλή πηγή και για τους μελετητές του Ρεθύμνου
Μια καλή πηγή είναι όμως και για μας προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του Ρεθύμνου στα 1670.
Στην περιγραφή του αυτή ο Τσελεμπί αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή στην ίδρυση της πόλης και περιγράφει παραστατικότατα το φρούριο της Φορτέτζας αναφέρει στη συνέχεια ότι πάνω στην ακτή, πέρα από τα τείχη του φρουρίου υπήρχε ένα εξωραϊσμένο ορθογώνιο που ήταν στρατιωτικός σταθμός και ανατολικά υπήρχαν οικοδομές που έβλεπαν στη θάλασσα ιδιοκτησίας χριστιανών που έμεναν στην πόλη.
Συνολικά 3.700 δωμάτια. Υπήρχαν και 77 μέγαρα.
Από τα υπόλοιπα κτίσματα ο Τσελεμπί σημειώνει έξι τζαμιά, εννέα ενοριακά κοινόβια, τρία σχολειά για αγόρια, τρία κοινόβια δερβίσηδων, δυο λαμπρά λουτρά και τρία ιδρύματα για προμήθειες. Αυτά ήταν τα μαγειρεία του τζαμιού Δελή Χουσείν Πασά, του τζαμιού Βαλιδέ Σουλτάν, κοντά στην πύλη Τεκκέ, και το μαγειρείο του τζαμιού Βελή Πασά.
Όλα πρωί βράδυ, μοίραζαν την ευλογία ενός γεμάτου πιάτου σούπας, για νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς
Την αγορά αποτελούσαν 150 μικρά καταστήματα που μπορούσε να βρει κανείς οτιδήποτε.
Ανάμεσα στις δέκα κρήνες πόσιμου νερού ξεχώριζε η πηγή του νερού της ζωής στην πλατεία της Αγοράς. Ήταν κατασκευασμένη από άσπρο μάρμαρο, σκαλισμένη με διάφορα είδη ανάγλυφων προσώπων απ’ όπου έτρεχε κρυστάλλινο νερό.
Να υποθέσουμε βέβαια ότι αναφέρεται στην κρήνη Ριμόντι στον Πλάτανο.
Τον Τσελεμπί εντυπωσίασε περισσότερο ένας πύργος φυλακών στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα ρολόι, γιατί στην περιγραφή του χαρακτηρίζει το θέαμα πολύ αξιόλογο.
Για το λιμάνι του Ρεθύμνου του 1670 ο Τούρκος περιηγητής αναφέρει ότι υπήρχε χώρος για 50 ιστιοφόρα αλλά όπως ήταν ανοικτό προς την ανατολή ήταν εκτεθειμένο στους ανέμους κι όπως ο βυθός του ήταν αμμώδης οι άγκυρες δεν έπιαναν και τα μεγάλα ιστιοφόρα δεν μπορούσαν να πλευρίσουν εκεί…
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…
Πηγές:
Χριστόφορου Μπουοντελμόντι: «Ο γύρος της Κρήτης 1415» (έκδοση «Πολιτιστικής Αναπτύξεως» 1983- Ηράκλειο) Πρόλογος Στυλιανού Αλεξίου – Μετάφραση Μάρθας Αποσκίτου
Εβλιγιά Τσελεμπί: Το Ρέθυμνο του 1670