Τη Δευτέρα 14 Ιουλίου θα ξεκινήσουν οι θερινές εκπτώσεις και θα διαρκέσουν έως και το Σάββατο 30 Αυγούστου.
Οι εκπτώσεις αναμένεται να αποτελέσουν μια ανάσα για τον εμπορικό κόσμο του νησιού, δεδομένης και της παρουσίας των επισκεπτών, που θα μπορούν να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους από τα εμπορικά καταστήματα. Ωστόσο η επιφύλαξη είναι διάχυτη για την πλειοψηφία των εμπόρων, οι οποίοι δεν θεωρούν πως θα μπορέσουν να αναπληρώσουν τις μεγάλες απώλειες των προηγούμενων ετών λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στα περισσότερα νοικοκυριά.
Οι καταναλωτές από την άλλη περιμένουν με αγωνία να δουν τα ποσοστά των εκπτώσεων, κυρίως σε είδη ένδυσης και υπόδησης, όμως εμφανίζονται συγκρατημένοι και όχι επιρρεπής για περιττά έξοδα. Επίσης, στις 20 Ιουλίου ημέρα Κυριακή, τα καταστήματα θα είναι ανοικτά σε όλη τη χώρα από 11:00 το πρωί έως τις 8:00 το βράδυ.
Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου απέστειλε ήδη οδηγίες προς τις ομοσπονδίες και τους εμπορικούς συλλόγους σε όλη τη χώρα, ώστε να ενημερώσουν τα μέλη τους για τις υποχρεώσεις του νόμου.
Η ΕΣΕΕ καλεί αφενός μεν τους εμπόρους να προστατεύσουν τον θεσμό των εκπτώσεων και να αναδείξουν για μία ακόμη φορά τον παραδοσιακό σεβασμό του εμπορίου προς τους καταναλωτές, αφετέρου δε το καταναλωτικό κοινό να προτιμήσει και να στηρίξει τα οργανωμένα εμπορικά καταστήματα για τις αγορές του και όχι το κάθε μορφής παρεμπόριο, το οποίο ούτε ποιότητα προσφέρει, ούτε εγγυήσεις, ούτε αποδείξεις.
Συγκεκριμένα η ΕΣΕΕ εφιστά την προσοχή στα εξής:
– Η αναγραφή διπλής τιμής, δηλαδή της παλαιάς (συνήθως διαγραμμένης) και της νέας τιμής όλων των ειδών που πωλούνται με έκπτωση είναι υποχρεωτική σε εμφανή σημεία του καταστήματος και οπωσδήποτε στα σημεία όπου αυτά εκτίθενται.
– Η αναγραφή ποσοστού έκπτωσης ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης. Εάν αναγραφεί ποσοστό, πρέπει να προσδιορίζεται ότι πρόκειται για έκπτωση (π.χ. «50% έκπτωση»).
– Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ακρίβεια των εκπτωτικών αναγγελιών, διότι τα προβλεπόμενα πρόστιμα είναι βαρύτατα. Η κάθε παροχή πρέπει να ταυτίζεται και να ανταποκρίνεται προς την αναγγελία, οικονομικά, ποσοτικά και ποιοτικά.