Εισαγωγικά
Κατά την τελευταία διετία βάλλονται και αποδομούνται κοινωνικοί θεσμοί, οι οποίοι αφορούν το σύνολο, ή τουλάχιστον πολύ μεγάλο μέρος, των μελών της κοινωνίας μας. Ιδιαίτερα η υγεία και η παιδεία βρίσκονται σε φάση πλήρους αποδόμησης.
Στο παρόν άρθρο, παίρνοντας ως παράδειγμα τη θεσμοθετημένη εκπαίδευση, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, παραδειγματικά, τι μπορεί να σημαίνει η αποδόμηση «καθολικών» κοινωνικών θεσμών για την κοινωνία και το άτομο, αλλά και για την ίδια την πολιτική ελίτ που διακυβερνά την κοινωνία.
Ως καθολικούς κοινωνικούς θεσμούς θεωρούμε εκείνους τους θεσμούς που λόγω της υποχρεωτικότητάς τους ή λόγω της φύσης τους αφορούν το σύνολο των μελών μιας κοινωνίας. Τέτοιοι θεσμοί είναι, η υγεία, η παιδεία/εκπαίδευση, η θρησκεία, οι οικονομικοί θεσμοί και, φυσικά, η οικογένεια, τόσο στην κοινωνική όσο και στην ανθρωπολογική της διάσταση.
Δόμηση της εκπαίδευσης
Μη θεσμοθετημένες διαδικασίες αγωγής και εκπαίδευσης συντελούνταν και στις αρχέγονες, προ-φεουδαλικές και προβιομηχανικές κοινωνίες, απλούστατα, γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να διασφαλιστούν η αναπαραγωγή και η εξέλιξη μιας οργανωμένης κοινωνικής ομάδας -η αγωγή είναι ανθρωπολογικό φαινόμενο.
Την εποχή του διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης η εκπαίδευση αρχίζει να γενικεύεται, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του εθνικού κράτους, της αστικής δημοκρατίας και της βιομηχανικής κοινωνίας.
Έκτοτε, τα εθνικά κράτη, σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές το καθένα, καθιέρωσαν την εκπαίδευση υποχρεωτική για τον καθένα πολίτη τους.
Επίσης, παράλληλα προς τη λεγόμενη «γενική εκπαίδευση» θεσμοθετήθηκε ένα παράλληλο εκπαιδευτικό δίκτυο, εκείνο της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ), για την κάλυψη εξειδικευμένων αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας.
Με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους οικοδομήθηκε και ένα ειδικό εκπαιδευτικό δίκτυο για άτομα με ειδικές ανάγκες, το γνωστό σε όλους μας δίκτυο της Ειδικής Αγωγής ή Ειδικής Εκπαίδευσης.
Στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, στις λεγόμενες «κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας», όπου λόγω της νέας τεχνολογικής επανάστασης οι γνώσεις συνεχώς επεκτείνονται και ανανεώνονται, κατέστη αναγκαία η λεγόμενη «Δια Βίου Εκπαίδευση». Πρόκειται για έναν παλαιό θεσμό, γνωστό με το όνομα «Επιμόρφωση Ενηλίκων», ο οποίος τείνει όχι μόνο να αλλάξει περιεχόμενο, αλλά και να γενικευτεί, προκειμένου, μέσα απ’ αυτόν να επανακαταρτίζεται το εργατικό δυναμικό, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες των «νεοφιλελεύθερων», «αυτορυθμιζόμενων» αγορών εργασίας.
Να υπογραμμίσουμε, κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, ότι ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο η εκπαίδευση ήταν, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να είναι, υπόθεση του κράτους και επομένως χρηματοδοτείται απ’ αυτό. Η λεγόμενη «δωρεάν παιδεία» αποτελεί μια κοινωνική κατάκτηση, η οποία στην Ελλάδα επιχειρήθηκε μόλις στη δεκαετία του 1960.
Αποδόμηση της εκπαίδευσης
Βέβαια στη μεταψυχροπολεμική, νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της εκπαίδευσης υποχωρεί όλο και περισσότερο. Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η διαδικασία αποδόμησης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της άρχισε το αργότερο με τη Διακήρυξη της Μπολόνια, τον Ιούνιο του 1999.
Και μπορεί να μην πέρασαν στην Ελλάδα οι από τη Διακήρυξη της Μπολόνια προβλεπόμενες αλλαγές στα Πρόγραμμα Σπουδών, πέρασαν όμως αργότερα σοβαρότερα μέτρα με φόντο και νομιμοποιητική βάση την οικονομική κρίση.
Πέρασε ο νόμος Διαμαντοπούλου και ακολούθησε ο συμπληρωματικός νόμος Αρβανιτόπουλου, οι οποίοι αποδομούν την ακαδημαϊκή παράδοση και τις ιστορικά διαμορφωμένες δομές του Ελληνικού Πανεπιστημίου.
Συνεχίζεται η υποχρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, και της εκπαίδευσης εν γένει, και συντελείται σήμερα η διαδικασία της διαθεσιμότητας -διάβαζε απόλυσης.
Δεν θα αναφερθούμε στα μέτρα που συντελέσθηκαν, συντελούνται ή θα ακολουθήσουν.
Δεν θα αναφερθούμε στην αναστάτωση που προκαλούν αυτά τα μέτρα στην εκπαίδευση, στις οικογένειες των μαθητών/φοιτητών και προπάντων στα επαπειλούμενα με απόλυση πρόσωπα.
Δεν θα αναφερθούμε στον αβάσταχτο ανθρώπινο πόνο που προκαλείται μέσα από τη διαθεσιμότητα.
Θα περιοριστούμε σε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα για να σκιαγραφήσουμε, μέσα απ’ αυτά, τη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική η οποία κρύβεται πίσω από τα τρέχοντα κυβερνητικά μέτρα.
Θα ξεκινήσουμε με τη «διαθεσιμότητα των φυλάκων», θέτοντας το ερώτημα, μπορεί ένα Πανεπιστήμιο με πλήθος κτιρίων, εργαστηρίων με ακριβά μηχανήματα και επικίνδυνα υλικά και με πλήθος υπηρεσιών να λειτουργήσει χωρίς φύλαξη; Φυσικά και δεν μπορεί.
Αυτό όμως δεν σημαίνει -θα αντέτεινε η κυβέρνηση- ότι οι φύλακες θα πρέπει να τοποθετούνται και να μισθοδοτούνται από το κράτος. Το ίδιο το Πανεπιστήμιο μπορεί να φροντίσει για τη φύλαξή του, καλύπτοντας το κόστος από τα αποθεματικά του στον ΕΛΚΕ (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας), ή από άλλους πόρους που θα διασφαλίσει το ίδιο, π.χ. δωρεές, κληροδοτήματα, δίδακτρα στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών. Και γιατί όχι και στις προπτυχιακές σπουδές;
Σ’ αυτή τη συλλογιστική μπορεί να ασκηθεί κριτική, με την έννοια, ότι το κράτος αποποιείται σ’ ένα βαθμό των ευθυνών του έναντι της φοιτητιώσας νεολαίας. Από την άλλη, όμως, αυτή η συλλογιστική δεν μπορεί να απορριφθεί συλλήβδην, με το επιχείρημα: η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και άρα θα πρέπει να χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το κράτος.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να περιχαρακωθεί πίσω από ένα τέτοιο επιχείρημα, ιδιαίτερα σήμερα που η οικονομία έχει παγκοσμιοποιηθεί, η παραγωγή της γνώσης και ο ακαδημαϊκός ανταγωνισμός έχουν διεθνοποιηθεί. Τα Πανεπιστήμια μπορούν και οφείλουν να διασφαλίζουν πόρους και μέσα από διεθνή ανταγωνιστικά προγράμματα (αυτό το κάνει αρκετά καλά το Πανεπιστήμιο Κρήτης μέχρι σήμερα).
Κοντολογίς, ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που προωθεί ένα «επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο» και στη λογική, ότι η χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους χωρεί πολλή συζήτηση. Σε μια τέτοια συζήτηση υπάρχει φυσικά μια «κόκκινη γραμμή», η οποία συνίσταται στη διασφάλιση εκείνων των υποδομών και λειτουργιών που είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπαίδευση των φοιτητών που εισάγονται στα Πανεπιστήμια, με ευθύνη της κεντρικής εξουσίας και όχι των ίδιων των Πανεπιστημίων.
Όταν το κράτος δίδει στα Πανεπιστήμια τη «δημόσια εντολή» να εκπαιδεύσουν υποχρεωτικά έναν Χ αριθμό φοιτητών, τότε αυτό οφείλει να διασφαλίσει τις βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση αυτής της εντολής. Όποιος καθορίζει τους σκοπούς πρέπει να διαθέτει και τα μέσα.
Αυτά ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Διαφορετικά έχουν τα πράγματα στη δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που ούτε αυτοδιοικούμενες είναι ούτε να αυτοχρηματοδοτηθούν μπορούν.
Στην περίπτωση της εκπαιδευτικής πολιτικής για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προσφέρεται το παράδειγμα της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ) και ιδιαίτερα η πρόσφατη κατάργηση πενήντα τεχνικών ειδικοτήτων (κλάδων) για την ανάδειξη της ιδεολογικής συλλογιστικής που οδήγησε και δήθεν νομιμοποιεί τη διαθεσιμότητα 2.500 εκπαιδευτικών των εν λόγω ειδικοτήτων, αλλά και την ακύρωση της εν δυνάμει πρόσληψης αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών.
Ο Υπουργός Παιδείας ισχυρίζεται, ότι οι καταργηθείσες ειδικότητες θα ενταχθούν στις Σχολές Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΣΕΚ) και στα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ).
Όμως οι δημόσιες ΣΕΚ και τα δημόσια ΙΕΚ ανήκουν στην άτυπη εκπαίδευση, στην οποία ανήκουν και τα ιδιωτικά ΙΕΚ. Μ’ άλλα λόγια ένα μέρος της ΤΕΕ μεταφέρεται από την τυπική, δημόσια εκπαίδευση στην άτυπη, δημόσια και ιδιωτική.
Μια τέτοια πολιτική νομιμοποιείται μέσα από τη θεωρία της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Η ανάπτυξη έρχεται μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία μπορεί να έχει το μερίδιό της και στον τομέα της εκπαίδευσης. Μια τέτοια συλλογιστική νομιμοποιεί την κρατική στήριξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά και την ενεργό συμμετοχή του σημερινού Υπουργού Παιδείας στα εγκαίνια γνωστού ιδιωτικού ΙΕΚ στον Πειραιά.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία διεκδικεί και παίρνει το μερίδιό της και στον τομέα της εκπαίδευσης -σήμερα στα ΙΕΚ, αύριο στα Κολλέγια και στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Το ερώτημα, αν υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες η ιδιωτική πρωτοβουλία θα αποκομίσει άμεσα οικονομικά οφέλη, δεν μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά. Με σιγουριά, ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι η αποδυνάμωση της δημόσιας ΤΕΕ θα πλήξει άμεσα τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων. Γιατί ποιός/ποιά πάει σε μια ΣΕΚ, για να γίνει κομμωτής/τρια, αισθητικός, νοσηλευτής/τρια;
Το βαθύτερο διακύβευμα της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής -και όχι μόνο αυτής- είναι η «κοινωνική ισότητα» και η «κοινωνική δικαιοσύνη».
Αυτή η ανθρωπιστική αξία διακυβεύεται και απειλεί να γίνει παρελθόν για τις νέες γενιές που κοινωνικοποιούνται κάτω από τις σύγχρονες παγκόσμιες κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, και ακόμα περισσότερο για τη νέα γενιά των Ελληνόπουλων τα οποία γαλουχούνται υπό τη σκιά των μνημονιακών όρων και των συνακόλουθων πολιτικών των ελληνικών κυβερνήσεων.
Το ζήτημα των παιδαγωγικών συνεπειών της παρούσας κρίσης και των συνακόλουθων επιμέρους πολιτικών, αλλά και των γενικότερων κοινωνικών δυναμικών, αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω, αφού προηγουμένως σκιαγραφήσουμε τη σχέση μεταξύ του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και του ατόμου.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης
είναι ομότιμος καθηγητής και
πρώην αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης