Καβατζάραμε την ξέρα στ’ αλμυρίκια.
Πρίμα πλώρα πα στο κύμα το βουβό.
Τα σαντάλια μας τα κρύψαμε στα φύκια.
Βίρα τις άγκυρες και πρόσω ολοταχώς.
Όρτσα τα πανιά. Κράτει τιμόνι.
Φάνηκε βαριά η καμαρόλα.
Χίλια μέτρα δίχτυ, δεν τελειώνει,
στην κρυφή σπηλιά, τα πιάσαμε όλα.
Το ταμπούκι γέμισε Σαλάχια.
Μια ουρά, τρυπάει ένα μπαλόνι.
Δίχως ρότα, πέσαμε στα βράχια.
Στη Φορτέτζα κλαίει ένα κανόνι.
Δέσε τα κουπιά. Τράβα να πάμε.
Άδειο από βενζίνη το μπιτόνι,
στην όχθη του Λεβιέ δεν κολυμπάμε.
Η Σμέρνα περιμένει και δαγκώνει.
Ύφαλος μπροστά. Σπα η καρίνα.
Φούντο τα νερά ως τις καδένες.
Τσούρμο μ’ αρχηγό μια πειρατίνα.
Θαλασσοπνιγόμασταν τρεις μέρες.
Νότια Σφακιά. Αγιά Ρουμέλη.
Ξεβραστήκαμε με τη φυρονεριά.
Τράβα εσύ κουπί και μη σε μέλει.
Τη νοτιά να τη φοβάσαι στον Πλακιά.
Δίχως περισκόπιο και πυξίδα.
Με την άγκυρα χαμένοι στα βαθιά.
Κρατημένοι πάνω σε σανίδα.
Ναυαγήσαμε σε άγνωστη στεριά.
Παντελής Τσικολιδάκης
Αφιερώνεται: Στους ψαράδες, στους βουτηχτάδες, στους ταξιδευτάδες και σ’ όσους ψάχνουν το μαύρο μαργαριτάρι.
Καλές θάλασσες παιδιά.