Από τις οικογένειες που τίμησαν την Κρήτη και την τιμούν είναι η οικογένεια Ψαρουδάκη.Από ποιον να ξεκινήσει ο ερευνητής και να μη βρεθεί προ διλήμματος γιατί δεν εξαντλείται η προσφορά ενός εκάστου σε ένα και μοναδικό αφιέρωμα.
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να ξεκινώ πάντα από τους προγόνους της οικογενείας που δίνουν κι ένα πρότυπο θάρρους και αγώνα για τη ζωή, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.Και θα βάλω αρχή από μια γυναίκα. Μια καλλονή της εποχής της που ονομαζόταν Καλλίτσα.
Ήταν στα 1823 όταν φάνηκαν νιζάμηδες στο χωριό Αποδούλου διψώντας για αίμα κι έτοιμοι να σκορπίσουν τη συμφορά στο χωριό.
Η Καλλίτσα ήταν ένα 11χρονο κοριτσάκι που φαινόταν πως κάποτε θα γινόταν καλλονή.
Όταν οι Τούρκοι άρχισαν το καταστροφικό τους έργο η μικρούλα ήταν κρυμμένη με τη μητέρα, τα τρία αδέλφια και τα τρία ψυχοπαίδια της οικογενείας στην κρυψώνα που τους είχε βρει ο πατέρας της Αλέξανδρος στου «Βλαστού τον Κάμπο».
Κι ενώ φαίνεται πως θα γλίτωναν, δυο Τούρκοι που έμειναν ξωπίσω εντόπισαν το κρησφύγετο και σε λίγο η Καλλίτσα σπάραζε στα χέρια τους.
Εκεί την αγόρασε, μαζί με άλλες Κρητικοπούλες, ένας Άγγλος καθηγητής που συμμετείχε σε αρχαιολογική αποστολή στην Αίγυπτο και τη μετέφερε στο Λονδίνο για να τη χρησιμοποιήσει ως οικιακή βοηθό. Την έβαλε μάλιστα σε σχολείο να μάθει γράμματα και να μιλάει αγγλικά.
Η τύχη της είχε χαμογελάσει μέσα στην ατυχία της. Και το χαμόγελο έγινε μεγαλύτερο όταν αργότερα γνώρισε τον αξιωματικό του αγγλικού πολεμικού ναυτικού Ρόμπερτ Χέι, που ήταν γιος του ναυάρχου του αγγλικού στόλου Τζων Χέι.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας των δύο νέων είχε ευτυχή κατάληξη και η Καλλίτσα έγινε σύντομα λαίδη Χέι, ενώ ο άνδρας της διαδέχτηκε τον πατέρα του στην ηγεσία του αγγλικού στόλου.
Σε ένα από τα ταξίδια του που είχε πάρει μαζί και τη γυναίκα του, έφθασε και στην Κρήτη, στο λιμάνι της Σούδας. Επισκεπτόμενος τον Τούρκο διοικητή του είπε πάνω στη συζήτηση για την Κρητικιά γυναίκα του και για τον καημό της να ξαναβρεί τους δικούς της.
Ο πασάς θέλοντας να προσφέρει εκδούλευση στον Άγγλο ναύαρχο έστειλε να βρουν τον πατέρα της κοπέλας που στο μεταξύ κρυβόταν γιατί είχε σκοτώσει δυο Τούρκους.
Όταν τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν εκείνος πίστεψε πως ήρθε η ώρα να λογοδοτήσει για την πράξη του.
Αυτό που τον παραξένευε όμως ήταν η συμπεριφορά των Τούρκων που τον συνέλαβαν απέναντί του.
Καμιά βιαιότητα σε βάρος του. Απόρησε βέβαια αλλά δεν είχε και τον τρόπο να πάρει απαντήσεις στις απορίες του.
Κάποια στιγμή βρέθηκε στον πασά στα Χανιά που τον οδήγησαν αλλά και αυτού η συμπεριφορά κάθε άλλο παρά εχθρική ήταν.
Τώρα ήταν που δεν καταλάβαινε τίποτα ο δύστυχος πατέρας.
Αν και βρισκόταν σε τόσο δύσκολη θέση δεν μπορούσε να μη θαυμάσει μια γυναίκα ντυμένη με πανάκριβα ρούχα που καθόταν σε μια γωνιά και τον κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια.
«Τούτη δω την ξέρεις;» άκουσε μέσα στην σύγχυσή του τον πασά να τον ρωτά δείχνοντας την κοπέλα.
Εκείνος έγνεψε αρνητικά τρομαγμένος ακόμα από την περιπέτειά του αυτή.
«Έχεις κόρη χαμένη;» επέμεινε ο πασάς.
Και πάλι έγνεψε αρνητικά ο Αλεξανδρής από φόβο αυτή τη φορά.
Ήταν το βλέμμα όμως της κοπέλας που τον τραβούσε σαν μαγνήτης και της ζήτησε, για να βεβαιωθεί πως είναι η χαμένη του κόρη, να του πει κάποια χαρακτηριστικά σημεία από το σπίτι τους στο Αποδούλου.
Εκείνη στη γλώσσα της, που δεν είχε ξεχάσει, άρχισε να του περιγράφει το πατρικό της σπίτι με κάθε λεπτομέρεια. Ακόμα και για την χαρουπιά που είχαν στην αυλή του μίλησε.
Μετά από αυτή την περιγραφή πατέρας και κόρη βρέθηκαν να κλαίνε από χαρά σφιχταγκαλιασμένοι.
Η Καλλίτσα άκουσε μετά με μεγάλη συγκίνηση τα νέα των δικών της. Είχαν μείνει μόνο η μάνα και ο αδελφός της.
Ήθελε πολύ να τους δει αλλά ο χρόνος ήταν λιγοστός και ο στόλος έπρεπε να αποπλεύσει.
Αγκάλιασε ακόμα μια φορά τον πατέρα της και του υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει ξανά και θα τους συναντήσει όλους στο σπίτι τους.
Ένα χρόνο μετά που ξαναβρέθηκε ο άνδρας της Καλλίτσας στην Κρήτη σκέφτηκε να επισκεφθεί το χωριό της γυναίκας του. Έφθασε στο Αποδούλου και μαγεύτηκε από τη φύση και τους ανθρώπους. Σκέφτηκε τότε να κάνει ένα ακόμα δώρο στη γυναίκα του. Έδωσε εντολή και χτίσανε έναν επιβλητικό πύργο, το περίφημο κονάκι, για να έρχεται η Καλλίτσα και να κάνει διακοπές.
Στην κατασκευή και φύλαξη του σπιτιού βοήθησε σημαντικά ο αδελφός της Καλλίτσας Σταυρουλιός, που είχε φτάσει πλέον στην ηλικία των 25 χρονών. Οι αρχιμάστορας που ανέλαβε το έργο ήταν ο πιο φημισμένος από την Κάρπαθο, το ίδιο και οι τεχνίτες βοηθοί του. Το χώμα που χρησιμοποίησαν στο χτίσιμο το έφεραν από τη Σαντορίνη και τις πλάκες που έστρωσαν το σπίτι από τη Μάλτα.
Όταν η Καλλίτσα κατάφερε τελικά να κάνει το πολυπόθητο ταξίδι της άνοιξη του 1847, δεν πίστευε στα μάτια της.
Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά της και το υπηρετικό προσωπικό που ακολουθούσαν δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους στη θέα της Καλλίτσας που είχε σφιχταγκαλιάσει τη μητέρα της και δεν έλεγε να την αποχωριστεί.
Ήταν οι πιο όμορφες μέρες που έζησε ποτέ η Καλλίτσα εκείνη την άνοιξη στο χωριό της.
Τα επόμενα χρόνια ερχόταν τακτικά με τα τέσσερα παιδιά της. Σταμάτησε να έρχεται το 1863 που έχασε από βαριά ασθένεια τον άντρα της. Είχαν στο μεταξύ πεθάνει και οι γονείς της, οπότε σταμάτησε και το ενδιαφέρον της Καλλίτσας να επισκέπτεται το χωριό της.
Έμεινε όμως ο πύργος της να προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα.
Το 1866 ξεκίνησε η μεγάλη επανάσταση στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Σταυρουλιός σήκωσε αγγλική σημαία στον πύργο της αδελφής του μήπως και τον γλιτώσει από την οργή των Τούρκων. Σε μια έκβαση, όμως, των μαχών, οι Τούρκοι στρατιώτες περικυκλώθηκαν από τους επαναστάτες και αναγκάστηκαν να μπουν μέσα στο αρχοντόσπιτο και να οχυρωθούν. Ο Σταυρουλιός, τώρα, ήταν απέξω και έτοιμος να δώσει το σύνθημα να καεί το σπίτι, με τους Τούρκους μέσα. Ευτυχώς, όμως, την τελευταία στιγμή το εγκατέλειψαν οι εχθροί και το σπίτι γλίτωσε.
Στα επόμενα χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, μερικοί Άγγλοι συγγενείς της Καλλίτσας επισκέφτηκαν το Αποδούλου και διατήρησαν αλληλογραφία με τους Κρητικούς συγγενείς τους. Σήμερα το σπίτι της Καλλίτσας ανήκει στον Αριστείδη Ψαρουδάκη και τη σύζυγό του.
Η Καλλίτσα έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιουνίου 1885.
Κριτόλαος Ψαρουδάκης,ένας συγγραφέας γεμάτος δύναμη ψυχής
Η ιστορία της Καλλίτσας έγινε πολύ αργότερα βιβλίο από έναν σπουδαίο της γενιάς του τον Κριτόλαο Ψαρουδάκη.
Ο Κριτόλαος, αδελφός του γνωστού πολιτικού, Νίκου Ψαρουδάκη, δημιουργού του Χριστιανικού Δημοκρατικού Κινήματος και εκδότη της εφημερίδας «Χριστιανική» ήταν μια εξέχουσα μορφή και όχι μόνο για τις περγαμηνές που του έδωσε η ζωή. Αν και καθηλωμένος από μια ανίατη ασθένεια συνέχιζε να γράφει με πάθος και να ασχολείται με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου. Κι όταν οι δυνάμεις του δεν το επέτρεπαν είχε την σύζυγό του, μια υπέροχη γυναίκα και πανάξια σύντροφο να γίνεται η πένα του και να συνεχίζει έτσι το έργο του.
Τι να πρωτοθαυμάσεις αλήθεια;
Για τη ζωή του Κριτόλαου Ψαρουδάκη, πρόσεξα πως ασχολήθηκε ιδιαίτερα ένας συνάδελφος ο Νίκος Μαρκάκης. Και από τις λεπτομέρειες που αναφέρει σε δύο πληρέστατα στοιχείων δημοσιεύματά του, μπορούμε και μείς να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του Αμαριώτη αυτού, φαινόμενου θέλησης και πνευματικής παραγωγής.
Ο Κριτόλαος Ψαρουδάκης ήταν γέννημα ανάθρεμμα του Αποδούλου και γόνος μιας ιστορικής οικογένειας με βαθιές ρίζες.
Εργάστηκε στα Τ.Τ.Τ που ήταν ο πρόδρομος των ΕΛΤΑ. Τα πρώτα δείγματα του συγγραφικού οίστρου ήταν το βιβλίο του «Αγώνες και αγωνίες μιας εποχής» όσα τραυματικά βιώματα έζησε στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελιομαζώματα».
Γοητευμένος ο συνάδελφος και επιστήθιος φίλος του συγγραφέα Μάνθος Χρυσοφάκης, είχε σημειώσει σε βιβλιοκριτική για το τελευταίο: «Η ποιητική αυτή συλλογή» είναι γεμάτη λυρισμό, αγάπη στον άνθρωπο, τους ξωμάχους της γης, της ομορφιάς της φύσης και μια απέραντη νοσταλγία για την εποχή που σιγοσβήνει…».
Σημαντική η συμβολή του και στους αγώνες κατά των κατακτητών για την ελευθερία.
Φύση ασυμβίβαστη όπως και κάθε Αμαριώτης, ο Κριτόλαος δεν μπορούσε να υποταχτεί στη ναζιστική σκλαβιά. Και στον αγώνα αυτό, υπερ πάντων, ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε στην Αντίσταση, πρωτοπόρος από τους πιο θαρραλέους στην περιφέρεια του Αμαρίου.
Η πατριωτική του αυτή δράση αναγνωρίστηκε από την πολιτεία που του απένειμε εκτός από την επαγγελματική (ταχυδρομικού υπαλλήλου και προϊσταμένου) και πολεμική σύνταξη. Κι ήταν αρκετά τα μετάλλια και οι άλλες διακρίσεις που του θύμιζαν την ευγνωμοσύνη της πατρίδας του για την αγωνιστική του δράση.
Κι ήρθε ο κεραυνός
Δεν κατάφερε όμως να απολαύσει τους καρπούς του μόχθου του. Βάσκανη μοίρα ήρθε να τον καθηλώσει. Μια ασθένεια του δημιούργησε σοβαρά κινητικά προβλήματα. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του καθηλωμένος πότε στο κρεβάτι και πότε στην πολυθρόνα. Η αναπηρία αυτή ωστόσο, δεν επηρέασε το αγωνιστικό του φρόνημα.
Υπέμεινε την δοκιμασία που σημάδεψε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του με θάρρος και λεβεντιά. Πηγή όμως για ν’ αντλήσει δύναμη και να συνεχίσει να δημιουργεί, ήταν η γυναίκα του Σοφία. Μια φωτεινή παρουσία. Μια από τις μεγάλες ηρωίδες της ζωής.
Η λατρεία του για την τόσο αφοσιωμένη σύντροφό του ήταν επόμενο να του εμπνεύσει στίχους όπως αυτούς:
…Της ψυχής μου
γραψίματα
στ’ όνομά σου, Σοφία μου,
θα τα ‘χω στολίσματα…
Με τη στήριξη και τη βοήθεια της ακούραστης Σοφίας του, ο Κριτόλαος συνέχιζε να γράφει ποίηση….
Και στο φεγγάρι
ακόμη αν βγω,
την Κρήτη θα κοιτάξω,
να πάρω δύναμη κι εγώ
πιο πάνω να πετάξω.
Ενώ αναδείχτηκε και άριστος πεζογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, λαογράφος, ιστορικός αλλά και καυστικός σχολιαστής των κακώς κειμένων!
Τρία συγγράμματα που μας άφησε με διαχρονική αξία, αντιπροσωπεύουν απόλυτα τη δεινή πένα του και αποτελούν πολύτιμη πηγή ενημέρωσης για συγκεκριμένες εποχές.
Από τα σημαντικά η «Καλλίτσα». Η σκλάβα που έγινε λαίδη, είναι ένα εκπληκτικό ιστοριογράφημα από τα ματωμένα επαναστατικά χρόνια της Κρήτης.
Είναι από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τόση επιτυχία στο δύσκολο αυτό είδος, που εκτός από γλαφυρή πένα για να μην κουράζει τον αναγνώστη, προϋποθέτει και πλατειά γνώση της ιστορίας.
Χαρισματικός αφηγητής
Από τις αρετές του Κριτόλαου όπως σημειώνει ο φίλος του Νίκος Μαρκάκης, ήταν και η ευχάριστη παρέα του παρά το πρόβλημά του. Είχε το χάρισμα της αφήγησης και μάλιστα την διάνθιζε και με αρκετό χιούμορ.
Είπε κάποτε στο Νίκο με νοτισμένο το βλέμμα από τη συγκίνηση:
– Τότε στη φοβερή Κατοχή θυμάμαι, για να πάρομε μια γλυκιά γεύση του πολέμου και της αγάπη, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 1942, έριξε ένα αεροπλάνο στο Ψηλορείτη, εδώ στα αμαριώτικα, ρουχισμό και τρόφιμα σταλμένα από την Αυστραλία. Και στη φανέλα που μου τύχε στη μοιρασιά, είδα ένα σημείωμα: «Δώρο πλεγμένο με τα χέρια ενός πατέρα από τη Νέα Νότιο Ουαλία που ο υιός του πολέμησε στην Κρήτη και θυμάται». Ήταν, πραγματικά, τότε μια γλυκιά γεύση το σημείωμα του γερο-Αυστραλού, στο πικρό στόμα μας της Κατοχής!
Σχολίαζε και για την υγεία του:
– Η υγεία στα γεράματα είναι δύσκολο αγαθό, και δυστυχώς βρίσκομαι σ’ αυτό το σημείο, περισσότερο τώρα (βρογχίτις, αρρυθμία, βήχα κ.λπ). αλλά έχω στη φαρέτρα μου ό,τι όπλα χρειάζονται για να νικήσω κάθε αντιξοότητα: υπομονή, φιλοσοφία και θάρρος Θεού…
Όπως το ήθελε κάποια στιγμή επέστρεψε στο χωριό του που λάτρευε, αφήνοντας το Ηράκλειο. Η νοσταλγία για το χωριό του άλλωστε αποτυπώνεται ιδανικά στο ποίημά του «Νόστος».
Χωριουδάκι μου ζεστό
στην καρδιά μου σ’ έχω
λόγια αγάπης σου βαστώ
να στα δώσω τρέχω.
Ήρθα και σου προσκυνώ
δένδρα, πέτρες, χώμα
μιας καμπάνας το σπερνό
της σπιθιάς το δώμα.
Μου ‘δωσες το πρώτο φως
πρώτο ξύπνημά μου
μου ‘γινες ψυχής τροφός
στο περπάτημά μου.
Εντυπωσιακή εκτός των άλλων η λατρευτική εξιστόρησή του για τα παρακλάδια του γενεαλογικού του δένδρου και ξεχωριστά για τον αδελφό του Νίκο Ψαρουδάκη, το δημιουργό του Χριστιανικού Δημοκρατικού Κινήματος και εκδότη της εφημερίδας «Χριστιανική». Είχε διωχθεί και ταλαιπωρηθεί από τη Χούντα. Είχε χρηματίσει βουλευτής Επικρατείας επί Κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου.
Διαχρονικό μήνυμα θάρρους
Ο Κριτόλαος έφυγε στα 84 χρόνια του. Έμειναν τα βιβλία του να τον θυμίζουν. Εμείς απλά με το αφιέρωμα αυτό θελήσαμε μόνο να στείλουμε το διαχρονικό του μήνυμα μέσα από τις δυσκολίες που πέρασε σ’ εκείνους που καταθέτουν τα όπλα σε κάποιο σοβαρό πρόβλημα.
Η ζωή δεν χάνεται με την εμφάνιση μιας ασθένειας όσο σοβαρή κι αν είναι. Με πίστη και θέληση μπορούν κι αυτές οι μέρες της οδύνης να μεταβληθούν σε παρήγορες σκιές ελπίδας, κι ακόμα αν υπάρχει διάθεση και έφεση να φωτιστούν και με το αστείρευτο φως της δημιουργίας.
Ένας ύμνος για τη ζωή είναι το συναξάρι του Κριτόλαου Ψαρουδάκη. Κι ο απόηχός του ακούγεται ακόμα στις αφηγήσεις των συγχωριανών του που τον λάτρεψαν και τον αναφέρουν πάντα με βαθειά εκτίμηση και θαυμασμό.
Το αφιέρωμά μας στην οικογένεια Ψαρουδάκη συνεχίζεται…