Οι σκέψεις που θα εκθέσω παρακάτω αφορούν κατά πρώτο λόγο βέβαια τους λειτουργούς του Ιπποκράτη. Θα ήθελα πάντως να διαβάσουν αυτές τις γραμμές και οι νέοι εκείνοι οι οποίοι επέλεξαν ή ετοιμάζονται να επιλέξουν τον ιατρικό στίβο, καθώς και οι γονείς τους οι οποίοι κατά κανόνα συμφωνούν με αυτή την επιλογή των παιδιών τους και τη στηρίζουν με κάθε τρόπο (και καλά κάνουν).
Ας αναλογιστούμε πρώτα, για μια στιγμή, τη δύσκολη θέση του γιατρού απέναντι στη σκληρή αλήθεια της αρρώστιας. Ο γιατρός στις κρίσιμες ώρες είναι -και πρέπει να είναι- παντοδύναμος. Εκείνος πρέπει να πάρει αποφάσεις ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο (εννοείται προσωρινά και πρόσκαιρα αφού στο τέλος, ο θάνατος είναι αυτός που θα κερδίσει).
Το βαρύτερο καθήκον είναι αν θα πρέπει ή όχι να ανακοινώσει στον άρρωστο την αλήθεια για την αρρώστια του, καθώς και για το χρόνο ζωής που του απομένει. Αν τα νέα είναι κακά, η ευθύνη είναι τεράστια και κοστίζει στο γιατρό αρκετές νύχτες αγρύπνιας. Μπορώ να επιβάλλω στον άρρωστο μια αλήθεια που κατά βάθος δεν επιθυμεί να γνωρίζει;
Συγχρόνως όμως ο γιατρός είναι και αδύναμος. Ούτε η ιατρικές σχολές ούτε κανένας άλλος τον δίδαξαν την κυριότερη από όλες γνώση που πρέπει να κατέχει ένας γιατρός: Πώς να αντιμετωπίζει το θάνατο όταν κείνος εισέρχεται στο δωμάτιο του αρρώστου και απειλεί να του τον πάρει μέσα από τα χέρια.
Τα διλήμματα για το γιατρό είναι βασανιστικά: Η ζωή είναι σκληρή, ο θάνατος είναι σκληρός, αλλά μέχρι που φτάνει το δικό μου δικαίωμα; Μπορώ να στερήσω εγώ απ’ τους αρρώστους μου τη δυνατότητα να επιλέξουν πώς να αντιμετωπίσουν το θάνατό τους; Μόνο αν κάποιος γνωρίζει ότι θα πεθάνει, μόνο τότε μπορεί και ν’ αποφασίσει πώς θ’ αντιμετωπίσει το θάνατο: να μιλήσει σε άλλους, να δώσει συμβουλές, να πει τα πράγματα που φύλαγε για να τα πει πριν το θάνατό του, να αποχαιρετήσει τους άλλους ή να μείνει μόνος, να κλάψει, να περιφρονήσει το θάνατο, να τον καταραστεί, να του πει και ένα ευχαριστώ ίσως.
Αν λοιπόν για όλους τους παραπάνω λόγους ο γιατρός ανακοινώσει στον άρρωστο το μαντάτο του ελάχιστου χρόνου ζωής που του απομένει να ζήσει, αυτό για τον άρρωστο ισοδυναμεί με κεραυνό, ισοδυναμεί ίσως με μια ψυχολογική χειρουργική επέμβαση που πραγματοποιεί με αποκλειστικά δική του απόφαση και ευθύνη.
Υπάρχουν όμως άλλες περιπτώσεις που ο άρρωστος θα πει «αφήνομαι στα χέρια του Θεού». Τότε το πιθανότερο είναι ότι δεν θέλει να ξέρει πόση ζωή ακόμη του απομένει. Πρέπει να το σεβαστεί αυτό ο γιατρός. Είναι κι αυτό μια αλήθεια. Αρκεί τότε να ενημερώσει τους συγγενείς και να αφήσει τον άρρωστό του να ζει μέσα στην ήρεμη οδύνη του.
Ξέρω πως το σημερινό μου θέμα είναι δύσκολο, και ότι δεν είναι για πολλούς. Είναι ανάγκη όμως να πορευόμαστε και μέσα σ’ αυτό το στίβο -όπως και σε όλους τους άλλους- με όρους αλήθειας. Είναι ο μόνος τρόπος να κερδίσουμε το παιχνίδι ως χώρα και ως άτομα.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το ψυχολογικό φορτίο που κουβαλούν στην πλάτη τους οι γιατροί είναι μεγάλο έως αβάσταχτο, τη στιγμή που οι ιατρικές σχολές δεν παρέχουν οποιοδήποτε σχετικό εφόδιο κατά την περίοδο των σπουδών τους.
– Μα αν είναι ένα τόσο δύσκολο παιχνίδι η ιατρική, πως εξηγείται να την διαλέγουν τόσο πολλοί νέοι σαν επάγγελμα και όραμα της ζωής τους; ρώτησε σχεδόν με αφέλεια ο Θωμάς.
– Σου έχω έτοιμη την απάντηση Θωμά, «στο πιάτο» όπως λένε: Ο νέος γιατρός όπως και ο φοιτητής της ιατρικής έχουν μια κρυφή φιλοδοξία και ένα κρυφό υπαρξιακό όνειρο: Ότι ίσως να μπορέσουν με τι; γνώσεις και τις ικανότητες να νικήσουν το θάνατο.
Αλλοίμονο όμως! Τελικά, ο ίδιος ο θάνατος με το αιχμηρό δρεπάνι του φροντίζει να διαψεύσει έως και να συντρίψει «δια παντός» τις ελπίδες τους. Τότε ακριβώς αρχίζει η οδυνηρή κατάρρευση. Η μόνη η οποία παραμένει ισχυρή και ανεξίτηλη μέσα στους αιώνες είναι η Ιπποκρατική ρήση: «Ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή».
* Ο Μανόλη Καλλέργη είναι γιατρός