Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, είναι δεδομένο ότι έχουν αποτυπωθεί σημαντικά στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, οι οποίοι επί σειρά ετών αποτελούσαν θέματα δευτερεύουσας σημασίας στην πολιτική ατζέντα της χώρας μας.
Σήμερα πια, έχουν αρχίσει να αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης αντιλαμβάνονται ότι ο πολιτισμός και η παιδεία δεν αποτελούν περιττό κόστος ή πολυτέλεια, αλλά εναλλακτική επιλογή που θα τους επιτρέψει τη δημιουργία πολλαπλών συγκριτικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων ανά τον κόσμο. Έτσι, παρατηρείται ότι ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διασύνδεση των τομέων αυτών με τους βασικούς άξονες της οικονομίας, ως μέρος μιας νέας στρατηγικής τοποθέτησης που θα αποτελέσει βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης και εξασφάλισης συνθηκών βιωσιμότητας των τοπικών κοινοτήτων. Παρά λοιπόν τις περικοπές του συνολικού προϋπολογισμού της Ε.Ε., τα κονδύλια για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση σημειώνουν πλέον σταδιακή άνοδο (ενδεικτικά αναφέρεται το νέο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη», το οποίο αυξήθηκε κατά 9%).
Ο αυξανόμενος αριθμός προγραμμάτων για έργα προστασίας, καταγραφής, τεκμηρίωσης, ανάδειξης και αξιοποίησής της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως επίσης εκπαίδευσης και διά βίου μάθησης, αντανακλά τη σημαντικότητα του ρόλου που διαδραματίζουν εντός της επικράτειας μιας χώρας, η οποία σε συνδυασμό με μια σταθμισμένη πολιτική διαχείρισης των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων, μπορεί να συνθέσει το βασικό πυρήνα διαφύλαξης της τοπικής ταυτότητας των περιφερειακών και αστικών ενοτήτων της.
Η Κρήτη, ως ένας από τους πλέον διεθνώς αναγνωρισμένους τόπους για τη πανάρχαια πολιτιστική κληρονομιά, το μοναδικό οικολογικής αξίας πολύμορφο φυσικό περιβάλλον, την ιδιάζουσα γεωγραφική θέση, τη ζωτικής σημασίας για την οικονομία αγροτική παραγωγή, τον τουρισμό σε όλες τις εκφάνσεις του, αλλά και άλλους αναδυόμενους τομείς και κλάδους, όπως είναι η λεγόμενη οικονομία της γνώσης, καλύπτει όλο το εύρος των προαπαιτούμενων συνθηκών που χρειάζονται, ώστε να συνεχίσει να αξιοποιεί τα υπάρχοντα πλεονεκτήματά της για τη στήριξη της εξελικτικής πορείας της στο χρόνο.
Σύμφωνα με το υπάρχον πολιτισμικό υπόβαθρο, η κατάρτιση ενός ενιαίου σχεδιασμού με σαφή αποτύπωση των απαραίτητων ενεργειών, στόχων και αναμενόμενων αποτελεσμάτων, καθιστά αν μη τι άλλο αναγκαία περισσότερο από ποτέ την υποβολή στοχευμένων προτάσεων και την κατάρτιση ολοκληρωμένων επιστημονικών μελετών για τους καίριους αυτούς τομείς. Η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, της φυσικής ιστορίας, και των νέων τάσεων στην εκπαίδευση ως τα πλέον επίκαιρα θέματα συνεδρίων, συζητήσεων και έρευνας στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, οδηγούν αναπόφευκτα σε νέες προτεινόμενες δημιουργικές πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δράσεις μοναδικού ενδιαφέροντος.
Σε ότι αφορά τον προγραμματισμό των ενεργειών που απαιτούνται για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν και να υλοποιηθούν αυτές οι δράσεις, θα πρέπει να προωθηθούν πρωτίστως όλες οι δυνατές εναλλακτικές, δεδομένου ότι η τεκμηρίωση της σκοπιμότητας ενός τέτοιου πρωτοπόρου εγχειρήματος επικεντρώνεται στην ανάδειξη της πολυδιάστατης τοπικής πολιτιστικής ταυτότητας σε παγκόσμιο επίπεδο και παράλληλα στην τόνωση της οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς.
Προς αυτήν την κατεύθυνση ορισμένοι από τους παράγοντες επιτυχίας για την εξασφάλιση της τοπικής βιωσιμότητας και κερδοφορίας είναι:
– Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας σε θέματα πολιτισμού και περιβάλλοντος ως εργαλείων ανάπτυξης και ανάδειξης της Περιφέρειας και γενικότερα η προώθηση περιβαλλοντικής συνείδησης σε όλους τους τομείς.
– Η διασύνδεση περιοχών με φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους με τα αστικά κέντρα της περιοχής μελέτης, μέσα από ήπιες, περιβαλλοντικά, παρεμβάσεις στις οδικές συνδέσεις.
– Η ανάδειξη και προβολή προϊόντων ονομασίας προέλευσης, παραδοσιακών και επώνυμων προϊόντων της Περιφέρειας.
– Η προώθηση του εναλλακτικού τουρισμού με έμφαση στον πολιτιστικό τουρισμό – με την ευρύτερη έννοια συμπεριλαμβανομένου του οικοτουρισμού, αγροτουρισμού, θρησκευτικού τουρισμού κλπ).
– Η ανάπτυξη τοπικών δικτύων μονοπατιών και διαδρομών (δρόμοι ελιάς, κρασιού, βοτάνων κ.ά.) πολυθεματικού και συνδυαστικού χαρακτήρα με τους τομείς δραστηριοποίησης των τοπικών κοινοτήτων στα δίκτυα αυτά.
– Η χωρική οργάνωση και καθορισμός χρήσεων γης – ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, βιοτεχνία, μεταποίηση, τουρισμός).
– Η αναζωογόνηση των υποβαθμισμένων περιοχών και η προσπάθεια για εξισορρόπηση μεταξύ πόλης και ενδοχώρας.
– Η ανάπτυξη δραστηριοτήτων βασισμένων στο ιδιαίτερο απόθεμα κάθε επιμέρους περιοχής με σεβασμό της ταυτότητας της αλλά και έμφαση στις σχέσεις συμπληρωματικότητας ανάμεσα στις διαφορετικές χωρικές ενότητες.
– Η ανάπτυξη υποδομών φιλοξενίας σε επιλεγμένα κέντρα.
– Η αξιοποίηση των φυσικών πόρων και η ανάπτυξη ήπιων μορφών τουριστικής δραστηριότητας στον αγροτικό χώρο.
– Η ψηφιακή οργάνωση του συνολικού πολιτιστικού αποθέματος της Περιφέρειας.
– Η προβολή της πολιτιστικής της φυσιογνωμίας.
– Η ανάπτυξη περιβαλλοντικών και πολιτιστικών υποδομών όπως τεχνολογικά – θεματικά πάρκα, κ.ά.
– Η δικτύωση επιχειρήσεων που σχετίζονται με τους ανωτέρω τομείς.
– Η περαιτέρω ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της Περιφέρειας και σε πολιτισμικά, εκπαιδευτικά και τεχνολογικά αγαθά.
– Η εξάλειψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου.
– Η εκπαιδευτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.
– Η καινοτομία και η υιοθέτηση-χρήση νέων τεχνολογιών.
– Η επικέντρωση στην ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, την παραγωγή προώθηση επιχειρηματικά αξιοποιήσιμης γνώσης, και τη συστηματική παροχή καινοτόμου επιχειρηματικής υποστήριξης.
– Η δημιουργία και υποστήριξη δομών προσέλκυσης και διατήρησης νέων επιστημόνων και ερευνητών των ανθρωπιστικών επιστημών.
Σε παγκρήτιο επίπεδο, λοιπόν, η σταδιακή εφαρμογή συνδυασμένων καινοτόμων πρακτικών στους ανωτέρω τομείς, αποτελεί όχι μόνο μια άλλη εναλλακτική επιλογή, αλλά κυρίως μια ευκαιρία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ορόσημο για την υιοθέτηση μιας άλλης οπτικής αντίληψης για το μέλλον του τόπου.
* Η Βάσω Λίπα είναι Δρ. Ιστορίας Αρχαιολογίας