Ο ποταμός
Είδα ‘να γέρο να θωρεί τον ποταμό σκυμμένος
σίμωσα μα δε μ’ άκουσε, ήταν ντουχιουντισμένος*.
Ήντα ‘χασες τον ρώτησα, ήντα θωρείς παππούλη,
γιε μου μ’ αυτό τον ποταμό μοιάζ’ η ζωή μου ούλη.
Νερό που φεύγει και περνά οπίσω δε γιαγέρνει.
ετσά ‘ναι η ψεύτρα η ζωή τ’ αθρώπου η παντέρμη.
Για κείνο γλέντα τη ζωή εδά πουν’ ο καιρός σου
γιατί στα γέρα θα θωρείς κι εσύ τον ποταμό σου!
*ντουχιουντισμένος= συλλογισμένος