Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΕΜΠΙΛΗ*
Το τελευταίο διάστημα η Κρήτη «δονείται» από δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα πραγματικό και το άλλο μυθοπλαστικό: τους σεισμούς, κυρίως στο Αρκαλοχώρι, και το τηλεοπτικό σήριαλ «Σασμός» που μεταδίδεται από την τηλεόραση του Alpha και βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Σε όποια παρέα κι αν κάτσεις, τα δυο φαινόμενα, φυσικό και τηλεοπτικό-κοινωνικό, συζητιούνται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά κυρίως με αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι στην πραγματική ζωή. Για τις μετασεισμικές και μετα-σασμικές δονήσεις και τις συνέπειές τους, που στις μεν πρώτες μιλούν οι ειδικοί, οι ιθύνοντες και οι πληγέντες, ενώ στη δεύτερη, εάν εξαιρέσουμε την κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων και αγωγής από θιγόμενο πρόσωπο, η κρητική κοινωνία προσπαθεί να αναμετρηθεί με τη μνήμη της.
Στην περίπτωση του σεισμού του Αρκαλοχωρίου οι πολίτες, εξαιρώντας κάποια ευτράπελα με ρούχα που εστάλησαν, όπως στολές αστροναύτη, νυφικό, κ.α., έδειξαν την ευαισθησία τους και η πολιτεία, κεντρική ή περιφερειακή, λειτούργησε, παρά τις όποιες καθυστερήσεις ή στιγμιαίες αστοχίες, με ταχέα αντανακλαστικά. Χαρακτηριστική, επίσης είναι η περίπτωση ενός 47χρονου από την Αλβανία, του Σάτζα Σπετίμ, που έμενε στο Αρκαλοχώρι και έχει επιχείρηση με τζάμια, αφού σώθηκε από το σεισμό έστησε μαζί με άλλους συμπολίτες του στο εκθεσιακό κέντρο του Αρκαλοχωρίου «κοινωνική» κουζίνα, φτιάχνοντας φαγητό που διανέμεται στους σεισμόπληκτους. Ο άνθρωπος αυτός ζει 26 χρόνια στην Κρήτη και η ενσωμάτωσή του στο νησί δείχνει την αγάπη του για τον τόπο που τον υποδέχθηκε και τους ανθρώπους, όπως μας θύμισε και μια άλλη περίπτωση ενός άλλου συμπολίτη μας αλβανικής καταγωγής, που έδωσε τη μάχη στις φωτιές στην Εύβοια.
Κι επειδή, ο τόπος είναι οι άνθρωποι, η Κρήτη είναι και παραμένει ένας φιλόξενος τόπος που, ωστόσο, έχει τα δικά του συγκροτησιακά και ταυτοτικά χαρακτηριστικά, ίσως πιο έντονα εκπεφρασμένα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Άγραφους νόμους και έθιμα που στις περισσότερες περιπτώσεις αντανακλούν τη συνέχεια μιας πολιτισμικής παράδοσης που η λάμψη της, πραγματική, απαστράπτουσα και εξωστρεφής, αντέχει στο χρόνο από τους Μινωίτες και τους Ελευθερνιώτες μέχρι σήμερα, αλλά και εσωστρεφή κοινωνικά φαινόμενα και μακράς διάρκειας τραχιές κληρονομιές, όπως λόγου χάρη η «βεντέτα» που ευτυχώς τις τελευταίες δεκαετίες έχει εκλείψει ως σύνηθες φαινόμενο που αφήνει γενιές πληγών.
Η τηλεοπτική σειρά «Σασμός» ήρθε να ταρακουνήσει λίγο περισσότερο το νησί, γιατί όπως αναφέραμε παραπάνω, ωθεί την κοινωνία να αναμετρηθεί με τη μνήμη της, που πολύ φοβάμαι ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει σε αυτό που αποκαλούμε συλλογικό υποσυνείδητο. Οι νέοι άνθρωποι στο νησί -φανταστείτε τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ελλάδα- δεν γνωρίζουν πραγματικά ούτε για τη βεντέτα ούτε για τον «σασμό». Απλώς, ο διανοητικός συνδυασμός μιας παρωχημένης πια άποψης για τη μπέσα με την οπλοκατοχή και κάποια αιματηρά σοβαρά ιστορικά περιστατικά κομμάτια του μεγάλου φαινομένου της βεντέτας, που αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο χτίστηκε το σενάριο δημιουργούν, λάθος εντυπώσεις ή μάλλον πιο επισφαλώς, λειτουργούν σαν κομμάτι της δημόσιας ιστορίας, ενώ το τηλεοπτικό σίριαλ είναι μυθοπλασία
Ο «σασμός» ήταν και είναι, όταν πια χρησιμοποιείται, όπως μου ανέφερε χαρακτηριστικά ένας ειδικός στο ζήτημα, ένας μηχανισμός επίλυσης διαφορών και όχι μια κατάσταση «make love, not war», όπως παρουσιάζεται στο σίριαλ. Έχει αποτυχίες, κλιμακώσεις και καταλλαγή, δείγμα ότι η κοινωνία έχει τους ανθρώπους και τις εσωτερικές της διεργασίες που λειτουργούν ειρηνοποιητικά, πέρα και έξω από συναισθηματισμούς, ακόμη κι αν είναι αναγκαίοι. Λειτουργούν με τη ορθή λογική της συνύπαρξης. Γιατί ο «σασμός» επινοήθηκε για να θεραπεύει τους κοινωνικούς σεισμούς σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με μέτρο και Λόγο…
* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός