Συνεχίζουν οι αναμνήσεις από τις παλιές εποχές που έχουν αφήσει πολλά σημάδια στα σώματα των ανθρώπων που είχανε την τύχη να τις ζήσουν από τα πολλά και τα δυσάρεστα βιώματα που συναντήσανε για να κρατηθούν στη ζωή. Οι ίδιοι σήμερα τα διηγούνται όχι ότι μόνο παίρνουν βαθύ αναστεναγμό όταν τα θυμούνται αλλά και συνοδεύονται στη συνέχεια με το κούνημα της κεφαλής άνω – κάτω. Τα σκέπτονται και τα συγκρίνουν με παράπονο με αυτά της νέας εποχής που έχουν την τύχη να τα γνωρίσουν έστω και τα τελευταία τους χρόνια.
Από τα πολλά που έχουν διαβιώσει συχνά αναφέρονται για ένα που το συναντούν και σήμερα να πραγματοποιείται: το κούρεμα των ανθρώπων και των ζώων τους (πρόβατα – κατσίκια).
Θα απορήσουν σήμερα οι νέοι που θα ενημερωθούν για τον τρόπο και για τα μέσα εκτέλεσης αυτών όπως τα έχει ζήσει και τα θυμάται ο κ. Πέτρος Χ. γνωστός παλιός κτηνοτρόφος από τα περίχωρα του τόπου μας που διαμένει τα τελευταία του χρόνια σε προάστιο της πόλης μας. Στη συνάντηση που κάναμε πρόσφατα μας είπε: Εγώ έχω γεννηθεί το 1926 και μεγάλωσα μέσα σε κτηνοτροφική οικογένεια. Θυμάμαι εμένα και τα αδέλφια μου, μας κούρευε η μάνα μας με το ψαλίδι που είχε στο σπίτι. Μόνο ο πατέρας κουρευότανε στη χώρα στον κουρέα κάθε δύο μήνες περίπου και η μάνα με το ίδιο ψαλίδι την είχα δει πολλές φορές και κούρευε τα μαλλιά της και μετά τα έκανε πλεξούδα.
Υπ’ όψιν ότι όταν κανείς είχε πυκνά και σκληρά μαλλιά τον κουρεύανε με την ψαλίδα των προβάτων τους. Μετά ήτανε ευδιάκριτος από τις φαρδιές ψαλιδιές στο κεφάλι του και του λέγανε σαν τον τράγο ή σαν τον κριό σε κουρέψανε για να γελούνε. Εγώ πήγα στον κουρέα μόνο όταν πήγα στρατιώτης, μας είπε ο κ. Πέτρος και με κουρέψανε γουλί. Όταν γύρισα στο σπίτι μας κουρευόμουνα στον κουρέα πολύ αραιά γιατί είχαμε οικονομική δυσκολία. Επίσης η ανάγκη το επέβαλλε σε ορισμένους να κουρεύονται από τον πάτο όταν γεμίζανε ψείρες από άλλους. Όπως ο πατέρας μου όταν πήγε να κουρευτεί του είπε ο κουρέας: μπάρμπα, θα σου τα κόψω όλα γιατί είσαι γεμάτος ψείρες και κόνιδες και θα έχεις φαγούρα και δεν θα μπορείς να κοιμηθείς και μόλις πας στο σπίτι να λουστείς με σαπούνι και με ζεστό νερό να ψοφήσουν όσες μείνανε. Ακόμα και όταν κάποιος την κατοχή ήτανε στη φυλακή και όταν γύριζε στο χωριό ήτανε κουρεμένος και από ντροπή έβαζε στο κεφάλι του μια πετσέτα αντί καπέλου που δεν υπήρχανε τότε.
Στη συνέχεια ο κ. Πέτρος παραχώρησε τη θέση του στον κ. Σήφη να μας ενημερώσει για το κούρεμα των προβάτων που γνώριζε καλύτερα. Κάθε καλοκαίρι μας είπε στο χωριό μας τα παλιά χρόνια κουρεύανε οι χωριανοί τα οζά τους με την σειρά για να βοηθούνε όλοι μαζί και για να κάνουνε την παραδοσιακή τους παρέα με το βραστό κρέας το πιλάφι και το κρασί της δικής τους παραγωγής.
Μια χρονιά κάναμε την αρχή της κουράς με τον χωριανό που είχε το μεγαλύτερο κοπάδι. Ο καθένας κρατούσε το δικό του ψαλίδι και βάζανε μπροστά από τις εννιά το πρωί. Μόλις τελειώσαμε πάλι όλοι μαζί σακιάσαμε τα μαλλιά και μετά καθίσαμε να φάμε και να πιούμε. Όταν πλησίαζε το βράδυ ένας – ένας βοσκός έφευγε να πάει να ενδιαφερθεί για το κοπάδι του.
Όμως ένας από τους χωριανούς είχε μια κακή συνήθεια να κλέβει από τους χωριανούς λίγα – λίγα πρόβατα ακόμα και μαλλιά. Αυτός ήτανε στην κουρά και είδε ότι γεμίσανε πολλά τσουβάλια και τη νύχτα πήρε το δρόμο για την μάνδρα για να πάρει μερικά τσουβάλια.
Όμως ο κάτοχος αυτών επειδή και πέρυσι έκανε το ίδιο του έστησε μποσκάδα με τον αδελφό του. Μόλις είχε πάρει τα πρώτα δύο σακιά αμέσως παρουσιάστηκαν, τον πιάσανε και ο ένας τον κρατούσε και ο άλλος με την ψαλίδα των προβάτων τον κούρεψε τελείως από τον πάτο.
Αυτό το είπαμε μετά στους χωριανούς ότι το κάναμε για να σταματήσει την κακή συνήθεια που είχε, και πράγματι, το έκοψε ύστερα από τις πολλές προσβολές που δέχθηκε από όλους και δεν ακολούθησε μήνυση για να τιμωρηθεί.
Μετά στις οικογένειες και στα καφενεία του χωριού ακολούθησε μεγάλο σούσουρο (σχόλιο) που έπραξε αυτή την πράξη. Ξέχασε την παροιμία που μας λέγανε οι παλιοί μας και να προσέχουμε; Πήγε για μαλλιά και έφυγε κουρεμένος; Καλά να πάθει αυτό που του κάνανε. Δεν φθάνει που τον κάλεσε στην κουρά, πήγε μετά και να τον κλέψει; Ντροπή του, τώρα μπήκε μεγάλη στάμπα στην καμπούρα του και στην οικογένειά του.
Η παροιμία είναι πολύ παλιά, πριν αιώνες και όλοι την γνωρίζουν: το ιστορικό της είναι από τον 13ο αιώνα όταν την εποχή εκείνη στη Μήλο υπήρχαν πολλά εργοστάσια ταπητουργίας που έφτιαχναν χαλιά σε πανέμορφα σχέδια και τα πουλούσανε στους πλούσιους της εποχής.
Την εποχή αυτή κυρίαρχος στο Αιγαίο ήτανε ο κουρσάρος Αλή Μεμέτ Χαν. Την νύχτα βγήκε το πλήρωμά του στη Μήλο για να κλέψουν χαλιά να τα πουλήσουν προς όφελός τους. Όμως οι κάτοικοι του νησιού τους είδανε, τους περικυκλώσανε και τους πιάσανε. Αντί να τους εκτελέσουν, τους ξυρίσανε το κεφάλι και τα γένια τους. Από τότε βγήκε η έκφραση να λέγεται: πήγε για μαλλί και έφυγε κουρεμένος.
Αυτά τα χρόνια επειδή η ζωή των ανθρώπων ήτανε δύσκολη στη διαβίωσή τους και όποιος συναντούσε δυσκολίες έπεφτε σε αυτή την αμαρτία, άσχετα που οι τιμωρίες ήτανε βαριές. Από τα πολλά χρόνια που την ζήσανε μείνανε πολλές ρίζες μέσα τους γι’ αυτό ακόμα την πράττουν ενώ η ζωή τους έχει γίνει καλύτερη σε όλα.
Και σήμερα εξακολουθεί να λέγεται για να σταματήσει να εφαρμόζεται αφού η διαβίωση έχει φύγει από τις δυσάρεστες περιπέτειες που είχε δοκιμάσει ο άνθρωπος. Δυστυχώς όμως και τώρα λίγοι παρουσιάζουν άγνοια και προβαίνουν σε παρόμοιες πράξεις της παλιάς εποχής αδιαφορώντας για τους ελέγχους που είναι συνεχείς και αυστηροί.