Μετά την «Καταιγίδα»,
κάτω απ’ το ουράνιο τόξο
και ακριβώς στο σχήμα του
ένα γεφύρι αρμολόγησε η Ειρήνη
– με πέτρες «κουμπωμένες» τέλεια
κι ένα κλειδί διπλά διακοσμημένο
με δύο έκτυπα ενωμένα χέρια -,
ώστε να σμίγουν οι αντίπαλοι
στου ποταμού τις όχθες
σαν γείτονες καλοί
ή φίλοι γλεντοκόποι.
Έστρωσε και τραπέζια
στις δυο απέναντι όχθες
κι άρχισε με τη λύρα της
να παίζει μία εξαίσια μουσική
πάνω στη γέφυρά της καθισμένη.
Άρχισαν να φιλιώνουν οι εχθροί
και να φιλιούνται σταυρωτά,
να τρώγουν και να πίνουνε,
να τραγουδούνε τη φιλία
μα και να τη χορεύουν
έως και το ηλιόγερμα,
που χώρισαν για ύπνο
και «όνειρα γλυκά»!…
* * *
Τη νύχτα ήλθαν πάλι
η Βία και οι χαλαστές της
με βαριοπούλες και κασμάδες
κι έκαναν τρόχαλο τη γέφυρα
στου ποταμού τη μαύρη κοίτη!
Άρχισαν να κραυγάζουν την αυγή
πάλι τα φιλοπόλεμα συνθήματά τους,
να τρίζουνε τα δόντια οι μεν στους δε
και κόκκινο να βάφουν το ποτάμι,
που κουβαλούσε τσακισμένη
τη λύρα της Ειρήνης!…
* * *
Μετά την «Καταιγίδα»,
κάτω απ’ το ουράνιο τόξο
και ακριβώς στο σχήμα του
ένα γεφύρι αρμολόγησε η Ειρήνη…