Συνεχίζεται ο Γολγοθάς αναζήτησης από φαρμακείο σε φαρμακείο για τους ασφαλισμένους, προκειμένου να εκτελέσουν την ιατρική τους συνταγή. Το πρόβλημα με τις ελλείψεις φαρμάκων παραμένει ως ένα από τα μεγαλύτερα στο δημόσιο σύστημα υγείας, καθώς δεν διαφαίνεται αποτελεσματικότητα στις όποιες λύσεις μέχρι σήμερα έχουν τεθεί σε εφαρμογή.
Η απαγόρευση τω εξαγωγών σε συγκεκριμένο αριθμό σκευασμάτων επιφέρει προσωρινά αποτελέσματα όπως λένε οι φαρμακοποιοί και όχι μακροπρόθεσμα, με αποτέλεσμα η κατάσταση να βελτιώνεται όσο είναι σε ισχύ το μέτρο και όταν γίνεται άρση το σκεύασμα καθίσταται ξανά ελλειπτικό.
«Τα σκευάσματα που μπαίνουν σε απαγόρευση εξαγωγών αλλάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Είναι αλήθεια ότι όσο οι παράλληλες εξαγωγές απαγορεύονται, παρατηρείται εκείνο το διάστημα μία Α’ επάρκεια. Από τη στιγμή που ανακαλείται αυτό, κάποια σκευάσματα αυτομάτως μέσα σε μερικές μέρες, βγαίνουν πάλι σε έλλειψη. Είναι ένα φαινόμενο που έχει κουράσει όλους τους συναδέλφους και πολύ περισσότερο τον Έλληνα ασθενή» τονίζει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Αντωνίου γενικός γραμματέας Φαρμακευτικού συλλόγου Ρεθύμνης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου.
Όπως προσθέτει, την περίοδο του φθινοπώρου οπότε και επαναλειτούργησαν τα σχολεία και οι παιδικές ιώσεις είναι σε έξαρση, οι ελλείψεις σε παιδικές αντιβιώσεις και εμβόλια εξακολουθούν να υπάρχουν και να δημιουργούν δυσλειτουργίες στην αγορά φαρμάκων: «Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η κατάσταση στις πωλήσεις φαρμάκων δεν έχει βελτιωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Αντιμετωπίζουμε πολλές ελλείψεις ακόμα και σε παιδικά εμβόλια. Είναι μία παθογένεια, η οποία διατηρείται, απλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό που μεταβάλλεται είναι το μείγμα των φαρμάκων το οποίο βρίσκεται σε έλλειψη. Έχουμε προβλήματα με κάποιες ενέσιμες μορφές, για ανθρώπους οι οποίοι έχουν σακχαρώδη διαβήτη, αντιμετωπίζουμε προβλήματα με αντιβιώσεις, κολλύρια αντιβιοτικά, εμβόλια και φάρμακα που αφορούν αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, αλλά και ψυχώσεις.
Χρόνια τώρα σε όλη την Ελλάδα, όλοι οι συνάδελφοι έχουν εκπαιδευτεί στο φαινόμενο της κατάλληλης χορήγησης φαρμάκων, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά και έχουμε δημιουργήσει τους κατάλληλους διαύλους, προκειμένου να εξυπηρετούμε καλύτερα τον κόσμο. Δεν έχουμε σταματήσει να ενημερώνουμε και δεν έχουμε σταματήσει να πιέζουμε προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των ελλείψεων. Εμείς είμαστε με το μέρος του κόσμου, ειδικά όσον αφορά τα μικρά παιδιά και φροντίζουμε ώστε η επάρκεια να είναι τέτοια, όταν ο ασθενής θα προσέλθει σε ένα φαρμακείο, να μπορεί να βρει το φάρμακό του. Έχουν αναπτυχθεί εκείνα τα δίκτυα επικοινωνίας, ώστε οι φαρμακοποιοί μεταξύ τους, ακόμα και αν κάποιος συνάδελφος εκείνη τη στιγμή δεν έχει το σκεύασμα, με τη βοήθεια συναδέλφων που βρίσκονται σε μία κοντινή ακτίνα, να προμηθευτεί το φάρμακο, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον ασθενή, πόσω μάλλον τους γονείς και τα παιδιά τους».
Την ίδια στιγμή οι ανατιμήσεις φαρμάκων επιβαρύνουν την τσέπη των ασθενών με τον γραμματέα του Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου να επισημαίνει ότι το υπουργείο πρέπει να προχωρήσει σε ανατιμήσεις και στις ασφαλιστικές τιμές του φαρμάκου ώστε να μην πληρώνουν παραπάνω οι ασθενείς: «Η αύξηση των τιμών αφορά σε φάρμακα, των οποίων η λιανική τιμή ήταν ιδιαίτερα χαμηλή και κινδυνεύουν με εξαφάνιση από την ελληνική αγορά, γιατί έφταναν να είναι ένα προϊόν μη οικονομικά συμφέρον και εμπορεύσιμο από την ίδια εταιρεία της παρασκευής ή της εισαγωγής. Αναλογικά, οι αυξήσεις της συμμετοχής σε αυτά τα φάρμακα είναι της τάξης των 5-10 λεπτών, έως το 1 ευρώ. Υπήρχε μία στρέβλωση, σχετικά με ένα αντιπηκτικό φάρμακο, τονίστηκε από εμάς και είναι αλήθεια ότι μέσα σε λίγες μέρες το υπουργείο Υγείας έβγαλε μία διορθωτική ανακοίνωση, επιλύοντας αυτό το πρόβλημα. Στην προσπάθεια να μην εξαφανιστούν βασικά φθηνά φάρμακα την αγορά, γιατί οι εταιρείες είχαν τη δικαιολογία ότι αυτά τα φάρμακα έχουν πολύ χαμηλές δυναμικές τιμές, το υπουργείο Υγείας προέβη σε μία αύξηση των τιμών τους. Αυτό που δεν έκανε το υπουργείο είναι να παρασύρει ανάλογα και τις ασφαλιστικές τους τιμές, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί ο Έλληνας ασθενής, έστω και αυτή τη μικρή αύξηση».