Τρίτο και τελευταίο δημοσίευμα το σημερινό, με θέμα τη γενικευμένη ανομία και παραβατικότητα στον τόπο μας, που τον κάνει όχι μόνο αρνητικό σημείο αναφοράς ανά το πανελλήνιο αλλά και προβληματικό στις επιλογές των υποψήφιων φοιτητών, όταν αυτοί συντάσσουν με τις οικογένειές τους τα μηχανογραφικά δελτία των προτιμήσεών τους. Μ’ αυτή την έννοια η πρωτοβουλία για τη σύγκλιση σύσκεψης για την εγκληματικότητα ήταν αναμενόμενη από το Πανεπιστήμιο, που βλήθηκε άμεσα πρόσφατα με την ανακάλυψη ακόμα μίας χασισοφυτείας στο campus του. Τελικά αναλήφθηκε από την μείζονα αντιπολίτευση και τον επικεφαλής της Θοδωρή Νίνο και την αποδέχτηκε ο δήμαρχος Γιώργος Μαρινάκης. Μπράβο τους, αρκεί να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση και οι συμμετέχοντες να έχουν τη διάθεση να θέσουν τα χέρια τους «επί τον τύπον των ήλων».
Γιατί φτάνουν μόνο οι κακές ειδήσεις έξω από το Ρέθυμνο;
Δίνοντας ξανά τον λόγο σε όσους και όσες είχαν το θάρρος να μου εμπιστευτούν τις απόψεις τους, θα συνεχίσουμε με μια κυρία από την Αθήνα, βιολόγο, με σύνδεση αλλά όχι με καταγωγή από το Ρέθυμνο, που έγραψε: «Συχνά το σκέφτομαι το θέμα αυτό, μετά από κάθε -κακή- είδηση που αφορά το Ρέθυμνο και που δυστυχώς μόνο αυτές φτάνουν σε μας. Συχνά αναρωτιέμαι γιατί δεν φτάνουν και οι άλλες -οι καλές- ειδήσεις που διαβάζω στις κρητικές εφημερίδες όταν είμαι στο Ρέθυμνο. Σίγουρα κάτι πρέπει να γίνει για να μην χαθούν οι αξίες, ιδιαίτερα μπροστά από τα μάτια των μικρών παιδιών που ακούν όλα αυτά που συμβαίνουν». Ενώ η δυναμική συμπολίτισσα Ο.Π. σημείωσε: «Εξαιρετικό κείμενο με όλες τις πικρές αλήθειες που χρόνια τώρα ταλανίζουν μια πόλη που είχε άλλες προδιαγραφές. Συμφωνώ απόλυτα με τις σκέψεις σου και θα συμμετέχω με τη μικρή μου δύναμη σε κάθε προσπάθεια να γίνει ξανά το δικό μας Ρέθυμνο».
Εντυπωσιακή υπήρξε για μένα η πληροφορία από μία μαθήτριά μου ότι σε σχολικό συγκρότημα του κέντρου της πόλης κάποιος ή κάποιοι από τους καθηγητές πήραν την πρωτοβουλία να αναρτήσουν το δημοσίευμά μου στον πίνακα ανακοινώσεών του. Εξίσου εντυπωσιακό ήταν και το μήνυμα συνταξιούχου εκπαιδευτικού και πρώην δημάρχου πολύπαθου δήμου της υπαίθρου του Ρεθύμνου: «Χάρη, συγχαρητήρια για το άρθρο σου. Εκφράζεις απόλυτα την πραγματικότητα». Ένας άλλος συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο Β.Κ., ενεργός δημοσιογράφος σήμερα σε εφημερίδα των Χανίων, σημείωσε: «Ωραίος! Η αλήθεια πονά! Συγχαρητήρια, φίλε! Χαιρετώ σε κι αγαπώ σε!». Ενώ ένας άλλος φίλος, ο Τ.Κ., Ρεθεμνιώτης αλλά με το ένα πόδι στα Χανιά αυτός, μου είπε στο τηλέφωνο: «Σου είπα ότι εκτός από καλή πέννα διαθέτεις και καλό ξίφος;». Κι ο άγνωστος σε μένα Σ.Β., που όμως πολύ θα ήθελα να τον γνωρίσω από κοντά, σημείωσε: «Θέλω να σας συγχαρώ και να σας ευχαριστήσω για αυτό που γράψατε».
Ένας συνάδελφος εκπαιδευτικός, πολύ γνωστός για την πνευματική του προσφορά, έγραψε μεταξύ άλλων: «Παρακολουθώ χρόνια με συγκίνηση την πνευματική σας δράση μέσα από τον τύπο αλλά και από την ολοκληρωμένη βιβλιογραφική σας κατάθεση και συγκινούμαι αφάνταστα γιατί είστε ένας από τους ανθρώπους που συνεχίζετε μια πνευματική παράδοση αιώνων! Επικοινωνώ μαζί σας, με την παρούσα ηλεκτρονική επιστολή μου, με αφορμή το σημερινό άρθρο σας στα «Ρ.Ν.». Σας συγχαίρω που χωρίς περιστροφές καταθέσατε αυτόν τον προβληματισμό, που τυχαίνει προβληματισμός του 95% των Ρεθεμνιωτών, όπως σωστά επισημάνατε. Πολιτικοί της συμφοράς και επίορκοι ένστολοι, παρέχοντας την από κάτω υψηλή προστασία τους, μετατρέπουν καθημερινά αυτόν τον ευλογημένο τόπο σε άντρο «οπλαρχηγών», «καλλιεργητών», «παιδεραστών». Επειδή συμμερίζομαι απόλυτα τις απόψεις και τον προβληματισμό σας, σας δηλώνω έτοιμος να συμμετέχω σε οποιαδήποτε πνευματική κίνηση θα φέρει την αποκατάσταση σε αυτή τη στρέβλωση των χαλεπών καιρών που ζούμε, γιατί τυχαίνει να είμαι κι εγώ ένας από τους ανθρώπους που χρόνια αγωνίζονται για ένα καλύτερο Ρέθυμνο».
Η καθηγήτρια Α.Π., σημαντικός πνευματικός άνθρωπος του Ρεθύμνου, έγραψε: «Σ’ ευχαριστώ πολύ για την αποστολή του άρθρου σου. Πολύ καλά τα λες. Κι εγώ που δεν είμαι βέρα Ρεθεμνιώτισσα ντρέπομαι όταν με ρωτούν για ό,τι συμβαίνει εδώ. Και κάτι τελευταίο. Συμμετέχω στην επιτροπή ονοματοδοσίας της Περιφέρειας και στην τελευταία συνεδρίαση στις 27 Σεπτεμβρίου λέχθηκε ότι εδώ και πολύ καιρό, σίγουρα πάνω από χρόνο, έχει αφαιρεθεί η ταμπέλα με το όνομα του Χορευτάκη. Κανείς δεν ξέρει ποιος το έκανε, ούτε πότε».
Μήπως οι «απ’ έξω» είμαστε τελικά μειοψηφία;
Μια παλιά και καλή Ρεθεμνιώτισσα της Αθήνας έγραψε: «Ευχαριστώ πάρα πολύ για το εξαιρετικό κείμενο που μου επισυνάψατε και που πραγματικά το προσυπογράφω. Σε ένα πράγμα διαφωνώ… Σε εκείνο το 95%. Φοβάμαι πως είναι τραγικά μικρότερο. Γιατί σε αυτό ασφαλώς δεν ανήκει το ποσοστό εκείνο που συγκαλύπτει με την σιωπή του και την ανοχή του. Μακάρι να ξεκινήσει μια προσπάθεια που θα διδάξει, αν μη τι άλλο τα μικρά παιδιά, που αντιγράφουν μεν τους μεγαλύτερους, αλλά διαπλάθονται ακόμα». Και ο «ξένος», όπως αυτοπροσδιορίζεται Β.Τ., εκπαιδευτικός και αυτός, έγραψε: «Συμφωνώ και συγχαρητήρια! Για μας που ήρθαμε «ξένοι» σ’ αυτόν τον τόπο χρειάστηκαν χρόνια να ανακαλύψουμε ότι υπάρχει κι ένα άλλο Ρέθυμνο, πιο ανθρώπινο και δημιουργικό. Επίσης, χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να νιώσουμε ότι η πόλη αυτή μας «αφορά» και δε μας φιλοξενεί απλώς…».
Μια άλλη κυρία, η Α.Α., που συμμετείχε παλιότερα στα αυτοδιοικητικά και αποσύρθηκε από αυτά απογοητευμένη, σημείωσε: «Ακόμα και αν δεν σιωπούμε, μας αναγκάζει η δομή της μικρής μας κοινωνίας να μην μιλάμε πια …παντού μικρά συστήματα κακώς εννοούμενα, θα έλεγα κλίκες και μηχανισμοί, που απαρτίζουν μεγαλύτερα νοσηρά κομμάτια. Ευχαριστώ ως πολίτης του Ρεθύμνου γι’ αυτό που δημοσιεύσατε, αλλά συμφωνώ ότι η αφύπνιση χρειάζεται συντονισμένη και συνεχή προσπάθεια, που ίσως να μην στηριχθεί από «Αρχές» του Τόπου».
Η Κ.Σ., Ρεθεμνιώτισσα της διασποράς, έγραψε: «Υπέροχο, επίκαιρο και λυτρωτικό! Μιλά στην ψυχή όλων μας που ντρεπόμαστε για την κατάντια. Όχι το 5% να στιγματίζει το παρελθόν και το παρόν μας. Να ακουστεί παντού! Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι! Δεν θα τους αφήσουμε! Είμαστε οι πολλοί!». Με τη σειρά του ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Γ.Τ., με σημαντική κοινωνική παρέμβαση παλιότερα και την επιτυχία της αναστήλωσης μιας ιστορικής μονής, που επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου, θέλησε να εκφράσει την επιδοκιμασία του για το άρθρο και να επισημάνει τις ευθύνες κάποιων πολιτικών, ζώντων και τεθνεώτων.
Εξαιρετικά κρίσιμες παρατηρήσεις έκανε ο φίλος Μ.Β., που τυγχάνει και πρόεδρος επαρχιακού πολιτιστικού συλλόγου: «Δυστυχώς ένα μέρος του Ρεθύμνου είναι αυτό που περιγράφεις. Ειδικά στην επαρχία και στις μικρές κοινωνίες το πρόβλημα είναι αρκετά μεγαλύτερο. Αυτό κατά τη γνώμη μου φαίνεται και από μικρότερες «καθημερινές συνηθισμένες παραβάσεις» που «ανθούν» και μεταδίδονται και στην επόμενη γενιά, όπως οι πυροβολισμοί των πινακίδων, το παράνομο κυνήγι, οι καταλήψεις κοινοτικών χώρων, η περίφραξη δημόσιων αγροτικών δρόμων, η κλοπή νερού, η κλοπή ο,τιδήποτε αφήνεται στην ύπαιθρο, τα σκούρα τζάμια αυτοκινήτων, το πάτημα άγριων ζώων στους δρόμους και άλλα πολλά. Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία και να με υπολογίζετε στις δράσεις σας και εμένα με τον οικογένειά μου και τον Πολιτιστικό Σύλλογο που εκπροσωπώ. Καλή συνέχεια».
Σειρά είχαν οι καλλιτέχνιδες. Η Ε.Μ. με συγκίνησε, όπως και τότε που την είχα μαθήτρια, με τον αυθορμητισμό της: «Μπράβο σας για το άρθρο. Έτσι ΑΚΡΙΒΩΣ όπως τα λέτε είναι. Βρίσκομαι μακριά από το Ρέθυμνο αλλά όταν επιστρέψω θα ήθελα να συναντηθούμε από κοντά. Έχω μια ιδέα, για να δημιουργηθεί μια ομάδα από πνευματικούς ανθρώπους του Ρεθύμνου, η οποία θα έχει ως βασικό της στόχο την προσπάθεια καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Δεν ξέρω κατά πόσο θα βοηθήσει ή όχι … όμως συνεχώς έχω στο μυαλό μου την φράση: «η ανοχή σημαίνει συνενοχή». Και πρέπει και εμείς «κάτι» να κάνουμε. Τώρα τι ακριβώς; Δεν ξέρω! Θα ήθελα να συναντηθούμε και να το κουβεντιάσουμε».
Η Μ.Τ., επίσης καλλιτέχνιδα, που ζει από κοντά την ανομία της ρεθεμνιώτικης υπαίθρου, έχοντας επιλέξει συνειδητά να ζήσει με την οικογένειά της σ’ αυτήν, έθεσε ένα ουσιαστικό πρόβλημα: ποιο είναι τελικά το δικό μας Ρέθυμνο και πού θα το βρούμε; Έγραψε στο μήνυμά της: «Προσυπογράφω, αλλά Χάρη, πες μου ποιο είναι το δικό τους Ρέθυμνο, γιατί εγώ έχω βιώσει στο πετσί μου την αναλγησία, την υποκρισία, την κακία και τη ζήλεια των συμπολιτών μου… και λυπάμαι, αλλά δεν έχω βρει ακόμα το Ρέθυμνό μου… (εξ’ ου και σταμάτησα να ασχολούμαι με τους ανθρώπους του «χωριού μου»…)».
Τα τρία πιο πρόσφατα μηνύματα ήταν τηλεφωνικά. Ο παλιός φίλος Γ.Φ., που επί σειρά ετών έγραφε εύστοχα και θαρραλέα άρθρα σε τοπική εφημερίδα, πήρε τηλέφωνο για να δηλώσει το πόσο πολύ «ζήλεψε» που το άρθρο αυτό δεν το είχε γράψει ο ίδιος, όντας μη γηγενής Ρεθεμνιώτης. Και ο καλός μου εξάδελφος Ζ.Σ. πήρε για να μου πει: «Το ξέρεις αν σ’ αγαπώ. Ας τσοι να πάμε στον ευχή. Το Ρέθυμνο βρωμεί κι εσύ έχεις κοπέλια. Άσε εκείνους που πρέπει, να τα πούνε!».
Επίλογος και υστερόγραφο
Αγαπητοί και αγαπητές μου, σας ευχαριστώ για τα μηνύματά σας, που με έκαναν να μη νιώσω μοναξιά αλλά ούτε και φόβο. Δείξατε ότι έχετε το θάρρος της γνώμης σας και ότι το θέμα της ανομίας σάς απασχολεί εδώ και πολύ καιρό. Κι ακόμα ότι έχετε να κάνετε ουσιαστικές προτάσεις, αν όλοι εκείνοι οι φορείς που πρέπει, εντεταλμένοι από την Πολιτεία αλλά και πνευματικοί του Ρεθύμνου, σας ζητήσουν να τις καταθέσετε.
Όλοι έχετε λίγο-πολύ δίκιο. Κι εσύ, ξάδερφε, που ξέρεις σαν καθημερινός άνθρωπος πολύ περισσότερα από εμένα, τον «άνθρωπο των βιβλίων», κι εσύ Μαρία που δηλώνεις ότι τόσα χρόνια δεν έχεις βρει το δικό σου Ρέθυμνο, κι εσείς πρόεδροι, που μας δείχνετε το παράδειγμα της δράσης, σ’ εμάς τους χαρτογιακάδες, κι εσύ απόδημη Ρεθεμνιώτισσα που αμφισβητείς το ότι το «άλλο» Ρέθυμνο, το Ρέθυμνο των αξιών, είμαστε το 95%. Όσοι κι αν είμαστε, 95%, 80% ή και 40%, ας τους δείξουμε πως όχι μόνο δεν τους επικροτούμε, όχι μόνο δεν τους καλύπτουμε αλλά ούτε και τους φοβόμαστε.
Υ.Γ. Θυμίζω στους αναγνώστες ότι στις 3 Δεκεμβρίου 2007, πριν από δέκα δηλαδή χρόνια, είχαμε πραγματοποιήσει μια διαδήλωση στο Ρέθυμνο, και είχαμε προσυπογράψει ένα κείμενο, που μεταξύ άλλων ανέφερε ότι αποδεχόμασταν «ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα παραβατικότητας και εγκληματικότητας στον τόπο μας», ότι «δεν πάει άλλο» κι ότι «με τη δική μας ηθική και κοινωνική στήριξη πρέπει να μπορούν να εξαλειφθούν αυτά τα φαινόμενα».
Σ’ εκείνη τη διαδήλωση μια μαθήτρια, η δεκάχρονη τότε Γεωργία, μας είχε ανοίξει την ψυχή της: «Εμείς τα παιδιά, ενώνουμε τη φωνή μας με την φωνή των μεγάλων που ανησυχούν. Ξέρουμε ότι κάτι γίνεται ετούτες τις μέρες. Νοιώθουμε ότι μεγάλα προβλήματα έχουν έρθει στον τόπο μας, γιατί αρκετοί μπερδέψανε το καλό με το κακό. Ξεχάσανε ότι μας υποσχέθηκαν ένα πιο όμορφο μέλλον. Ένα μέλλον όπου δεν θα λύνουν τα όπλα τις διαφορές αλλά οι νόμοι. Όπου δεν θα χρειάζονται παρανομίες για να ζήσει κανείς, αλλά θα ζει από τη δουλειά του».
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Δρ Παιδαγωγικής-ερευνητής-συγγραφέας