Ρώτησαν τον σκαντζόχοιρο:
– Εσείς, οι σκαντζόχοιροι, έρωτα κάνετε;
– Κάνουμε, πως δεν κάνουμε.
– Και πώς το κάνετε, δεν αγκυλώνεστε;
– Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, απάντησε ο σκαντζόχοιρος.
Ξεκίνησα με ένα ανέκδοτο που μας διδάσκει, ότι αγκαθώδη θέματα και δύσκολα προβλήματα οφείλουμε να τα χειριζόμαστε με ιδιαίτερη προσοχή. Γιατί αν δεν τα χειριστούμε με προσοχή και σύνεση, ενδέχεται ο κακός χειρισμός να διογκώσει το πρόβλημα ή και να δημιουργήσει άλλα παράπλευρα προβλήματα.
Και εννοώ, ως αγκαθώδες θέμα, την υπόθεση του καθηγητή Η. Richter, η οποία δεν ήταν, αλλά έγινε πρόβλημα, μέσα από μια σειρά ατυχών χειρισμών και συγκυριών.
Θα μπορούσε να θεματοποιήσει κανείς τα «κίνητρα» (προσωπικά και μη) όσων ενεπλάκησαν, σε αυτή την υπόθεση. Ως προς αυτό λέχτηκαν και γράφτηκαν επίσημα κάποια πράγματα και ακούστηκαν ακόμα περισσότερα στα διάφορα «πηγαδάκια» -όχι μόνο στους διαδρόμους του δικαστηρίου, αλλά και στα καφενεία, στις ταβέρνες και σε φιλικές συνάξεις.
Επίσης, θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει τις σε ορισμένες περιπτώσεις αντιφατικές έως και «σουρεαλιστικές» απόψεις και συμπεριφορές κάποιων καθηγητών του πανεπιστημίου μας.
Ενδιαφέρουσα, ίσως και αναγκαία, θα ήταν μια εκ των υστέρων ανάλυση του περιεχόμενου και του διακυβεύματος της δίκης Ρίχτερ.
Κοντολογίς, η εν λόγω υπόθεση είναι πολύπλευρη και από κοινωνιολογικής πλευράς άκρως ενδιαφέρουσα- ελπίζω και εύχομαι το τμήμα Κοινωνιολογίας να την καταστήσει στο προσεχές μέλλον αντικείμενο έρευνας.
Εγώ στο παρόν άρθρο -με την ιδιότητα του Ρεθύμνιου πολίτη και του πανεπιστημιακού συγχρόνως- θα περιοριστώ σε κάποιες επισημάνσεις ως προς τη γενικότερη ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε μέσα από αυτήν τη δίκη, ως προς τη «γεύση» που άφησε πίσω της στη σχέση μεταξύ πανεπιστημίου και τοπικής κοινωνίας καθώς και ως προς τον γενικότερο απόηχό της.
Η πρώτη επισήμανση αφορά στον έντονο «τοπικισμό» που χαρακτηρίζει μάλλον την πλειοψηφία των Κρητικών και ο οποίος -σε συνδυασμό με κάποιους λανθασμένους χειρισμούς του τμήματος Πολιτικών Επιστημών- αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος, για να επικρατήσει, από την αρχή, η άποψη των υπέρμετρα εθνικοτοπικιστών και να δημιουργηθεί ένταση.
Στην τελετή απονομής του ακαδημαϊκού τίτλου του «επίτιμου καθηγητή» στον από την ελληνική πολιτεία ήδη τιμημένο Γερμανό ιστορικό, H. Richter, συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν δύο διαφορετικοί κόσμοι, αυτός των πανεπιστημιακών και εκείνος των εθνικοτοπικιστών.
Από τη μια, μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας Κρήτης που θέλησαν να τιμήσουν έναν πανεπιστημιακό για τη μακρόχρονη ακαδημαϊκή πορεία του και για το συνολικό του έργο. Και από την άλλη, οι εθνικοτοπικιστές, οι οποίοι εστίασαν σε κάποια μέρη ενός μόνο βιβλίου, συνέδεσαν το τιμώμενο πρόσωπο με τον ναζισμό και την τελετή επιτιμοποίησης με το ζήτημα των «γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων» και δημιούργησαν ένα πολύ βαρύ κλίμα. Ένα κλίμα που δεν άφηνε στην άλλη άποψη πολλά περιθώρια έκφρασης.
Ας θυμηθούμε δε, ότι η συνάντηση των δυο πλευρών ήταν συμπτωματική. Αν δεν υπήρχε η κατάληψη των φοιτητών και η τελετή επιτιμοποίησης είχε γίνει στην πανεπιστημιούπολη, και όχι στην αίθουσα του Ωδείου, μάλλον θα είχε λήξει εκεί η όλη υπόθεση, παρά τις προϋπάρχουσες διαμαρτυρίες για το περιεχόμενο του βιβλίου.
Η συνάντηση όμως έγινε, η σύγκρουση συντελέστηκε και άφησε πίσω της μια πικρή γεύση και μια ανασφάλεια στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Γιατί μετά από αυτή την τραυματική εμπειρία, ποιος μπορεί να διασφαλίσει στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, ότι σε μια ανάλογη μελλοντική εκδήλωση στην πόλη, δεν θα βρεθεί μια άλλη ομάδα «αγανακτισμένων» πολιτών που, για τους δικούς της λόγους και με τα δικά της επιχειρήματα, θα αψηφήσει και θα καταπατήσει την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελευθερία έκφρασης λόγου και θα διαλύσει την εκδήλωση;
Η ακαδημαϊκή ελευθερία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της έρευνας και εν γένει των πανεπιστημίων και είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αν, λοιπόν, η μικρή μας κοινωνία αγαπά και τιμά το πανεπιστήμιο του τόπου της, θα πρέπει να σέβεται πρωτίστως την ακαδημαϊκή του ελευθερία.
Άτομα και κοινωνικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν την άποψή τους και να ασκούν κριτική, οφείλουν όμως συγχρόνως να σέβονται τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία και όχι να την καταπατούν και επιπλέον να απαιτούν από το πανεπιστήμιο να διευθετεί τις ακαδημαϊκές του υποθέσεις σύμφωνα με τις δικές τους απαιτήσεις.
Η υπόθεση Ρίχτερ από ένα σημείο και μετά ανέπτυξε τη δική της δυναμική και δεν διατάραξε μόνο τη σχέση μεταξύ πανεπιστημίου και τοπικής κοινωνίας, αλλά δημιούργησε ένα γενικότερο κλίμα έντασης και συναισθηματικών φορτίσεων, ο απόηχος των οποίων μάλλον θα έχει διάρκεια.
Θα κλείσω με μια παροιμία, μιας και ξεκίνησα με ένα ανέκδοτο, αλλά και για να προλάβω μια εύλογη και θεμιτή αντίρρηση του κριτικά και ορθολογικά σκεπτόμενου αναγνώστη.
«Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά», λέει ο θυμόσοφος λαός. Ορθό, μόνο που τη φωτιά τη σβήνουν οι πυροσβέστες και όχι ο κάθε άσχετος με την πυρόσβεση. Στην περίπτωσή μας, αν υπάρχουν λάθη, ανακρίβειες και μεροληπτικές κρίσεις στο βιβλίο του Ρίχτερ, αυτά θα τα αποκαταστήσουν οι ειδικοί ιστορικοί επιστήμονες και όχι «αγανακτισμένοι» πολίτες ή τα δικαστήρια.
Δεν ζούμε στην εποχή της ιεράς εξέτασης και του Γαλιλαίου, ζούμε σε μια εποχή μετά τον διαφωτισμό. Σε μια εποχή κατά την οποία η ατομική ελευθερία, η ελευθερία του λόγου και η άσκηση κριτικής είναι κατοχυρωμένα, αλλά υπόκεινται συγχρόνως σε θεσμικά και ορθολογικά όρια. Η υπέρβαση αυτών των ορίων μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Η συναισθηματική και απρόσεκτη αντιμετώπιση της όλης υπόθεσης δημιούργησε κλίμα έντασης και μάλλον πως άφησε πίσω της μια αρκετά πικρή γεύση και στις οικογένειες των θυμάτων πολέμου. Η αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου δεν νομιμοποιεί βέβαια τις όποιες ανακρίβειες, στρεβλώσεις ή μεροληπτικές κρίσεις του βιβλίου του Ρίχτερ -όχι μόνο λόγω του σκεπτικού της, αλλά και επειδή δεν ήταν αυτό το περιεχόμενό της.
Όμως, λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, που δημιουργήθηκε πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης, μπορεί η απόφαση να προσληφθεί ως ήττα της μιας πλευράς και ως νίκη και δικαίωση της άλλης.
Δεν πρόκειται όμως για ήττα ούτε του κρητικού λαού, ούτε των συγγενών των θυμάτων πολέμου και ούτε θίγεται η μνήμη των νεκρών μέσα από την απόφαση.
Αν μέσα από όλη αυτή την πολύμηνη ιστορία βγήκε ένα ηττημένος, αυτός είναι ο υπερφίαλος εθνικοτοπικισμός που δεν προσφέρει καμία υπηρεσία σε κανέναν στις μέρες μας.
Είθε το πάθημα να γίνει μάθημα και να είμαστε πιο προσεκτικοί στο μέλλον.
Τι είπε ο σκαντζόχοιρος; «Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά».
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και τ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης