Του Μανόλη Γαλενιανού
Την Τετάρτη 31 Μαρτίου η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το οποίο περιγράφει τους βασικούς άξονες και τη χρηματοδότηση της οικονομικής πολιτικής για το 2021-2026. Θα προσπαθήσω μια πρώτη αποτίμηση του σχεδίου, εστιάζοντας σε δύο βασικά χαρακτηριστικά του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι το μέγεθος της χρηματοδότησης του Σχεδίου το οποίο ανέρχεται στα 57 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά το 2019. Με άλλα λόγια, το Σχέδιο προβλέπει χρηματοδότηση ύψους 5% του ΑΕΠ ετησίως για τα 6 χρόνια της διάρκειάς του, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τις ευρωπαϊκές εισροές των περιόδων των παχιών αγελάδων της δεκαετίας του 1990 και του 2000.
Από πού προέρχονται όμως αυτά τα δυσθεώρητα ποσά; Η βάση είναι το πακέτο στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας που συμφωνήθηκε το 2020 αλλά το συνολικό μέγεθος αντικατοπτρίζει δύο πολύ συγκεκριμένες επιλογές της κυβέρνησης.
Η πρώτη επιλογή είναι να αντληθούν όχι μόνο τα ευρωπαϊκά κονδύλια 18 δισ. ευρώ τα οποία δίνονται ως επιχορηγήσεις (και δεν χρειάζεται, δηλαδή, να αποπληρωθούν) αλλά και τα επιπλέον 12,5 δισ. που δίνονται ως χαμηλότοκα δάνεια (και, συνεπώς, αυξάνουν το δημόσιο χρέος της χώρας). Η επιλογή αυτή βασίζεται στην προσδοκία ότι η ενίσχυση της οικονομίας που θα προκύψει από τη χρήση αυτών των επιπλέον κονδυλίων θα επιτρέψει και την μελλοντική αποπληρωμή τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με υψηλό δημόσιο χρέος (π.χ. Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) έχουν εκφράσει επιφυλάξεις σχετικά με τη χρήση τέτοιων δανείων.
Η δεύτερη επιλογή είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα του προϋπολογισμού του σχεδίου προορίζεται για την συγχρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με φορείς του ιδιωτικού τομέα, συγχρηματοδότηση η οποία θα κινητοποιήσει επιπλέον 26,5 δισ. από ιδιωτικά κεφάλαια. Ο στόχος του σχεδίου, δηλαδή, δεν είναι απλώς να χρηματοδοτήσει κάποιες επενδύσεις οι οποίες θα γίνονταν ούτως ή άλλως αλλά να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να γίνουν νέες επενδύσεις οι οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα πραγματοποιούνταν, και με ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία δεν θα ξοδεύονταν στην Ελλάδα. Η φιλοδοξία αυτή δεν είναι απατηλή: στη δεκαετία της κρίσης υπήρξε τεράστια εκροή κεφαλαίων από την Ελλάδα, μέρος των οποίων ενδεχομένως να επαναπατρισθεί αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Επίσης τα τελευταία δύο χρόνια επενδυτές του εξωτερικού έχουν δείξει ενδιαφέρον για τη χώρα, το οποίο μπορεί να ενταθεί μέσω της παροχής κινήτρων και, κυρίως, της προσήλωσης σε φιλοεπενδυτικές πολιτικές.
Οι δύο αυτές επιλογές δύνανται να μεγεθύνουν την χρηματοδότηση από τα 18 δισ. ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων στα 57 δισ. του συνολικού σχεδίου. Ενέχουν, όμως, και ρίσκο. Αν υπάρξει υπαναχώρηση στις μεταρρυθμίσεις και επάνοδος στο λαϊκισμό, τότε το ιδιωτικό σκέλος της χρηματοδότησης, το οποίο αποτελεί το 45% του συνόλου, ενδέχεται να στερέψει. Και αν το Σχέδιο αποτύχει να ενισχύσει την οικονομία, τότε η βασική του παρακαταθήκη θα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους.
Το δεύτερο, και κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο, χαρακτηριστικό είναι η διακηρυγμένη φιλοδοξία να γίνει το Σχέδιο μοχλός μεταρρύθμισης και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και όχι απλώς διαιώνισης του τρέχοντος οικονομικού μοντέλου. Η φιλοδοξία αυτή αντικατοπτρίζεται στην προτεινόμενη χρηματοδότηση πολλών δραστηριοτήτων οι οποίες είναι καινοτόμες (πράσινες επενδύσεις, ψηφιακός μετασχηματισμός κτλ.) ή σχετικά παραμελημένες (εξαγωγές).
Η διάκριση αυτή μεταξύ μεταρρύθμισης και συνέχειας είναι καίρια και η απόφαση της μεταρρύθμισης δεν είναι αυταπόδεικτη. Η αντίθετη επιλογή, αυτή της συνέχειας και του ξοδέματος των χρημάτων «όπως πάντα» μπορεί να φέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη αποφεύγοντας τις αναταράξεις των αλλαγών: όταν «πέφτουν στην αγορά» τεράστια ποσά, οδηγούν σε αναθέρμανση της εσωτερικής ζήτησης, μείωση της ανεργίας και μερικό κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε συχνά τις προηγούμενες δεκαετίες και κατά κόρον το 2004-2009. Όπως δείχνει, όμως, και η πρόσφατη εμπειρία, μια πολιτική τέτοιου τύπου δεν μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμη ώθηση στην οικονομία ενώ πολλές φορές δημιουργεί κεκτημένα τα οποία δυσχεραίνουν τη μελλοντική ανάπτυξη. Συνεπώς, η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του συνδυασμού χρηματοδότησης και μεταρρυθμίσεων οι οποίες να ενισχύουν την παραγωγική διαδικασία. Η επιτροπή Πισσαρίδη (στην οποία συμμετείχα) έκανε προτάσεις για μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση, πολλές από τις οποίες περιλαμβάνονται και στο σχέδιο της κυβέρνησης.
Οι πρώτες εντυπώσεις για το σχέδιο είναι, συνεπώς, θετικές. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που περιέγραψα δείχνουν, αν μη τι άλλο, ότι η κυβέρνηση έχει τη φιλοδοξία να προσπαθήσει κάτι καλύτερο και την αισιοδοξία ότι μπορεί να τα καταφέρει. Αν η προσπάθεια αυτή θα έχει τη διάρκεια και την ένταση που είναι απαραίτητες για την επιτυχία της θα φανεί στην πορεία.
* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μέλος της επιτροπής Πισσαρίδη