Το ιστορικό 44ο Σύνταγμα Πεζικού εγκαταστάθηκε στο στρατόπεδο «Θεοδωράκη» στον Κουμπέ την άνοιξη του 1968. Ο Δήμος το υποδέχτηκε επίσημα στη Μεγάλη Πόρτα και πρόσφερα στον Διοικητή του Ιφικράτη Ταρασίδη μια μεταξωτή σημαία με τον προστάτη του Άγιο Γεώργιο.
Η έναρξη λειτουργίας του στρατοπέδου «Θεοδωράκη» έδωσε στον Δήμο το έναυσμα για την προσπάθεια απόκτησης του στρατοπέδου «Κουνδουράκη» στη Σοχώρα, που υπολειτουργούσε πια, για δυο πολύ σοβαρούς λόγους:
– Πρώτον ήταν σημαντική έκταση που θα μπορούσε να καλύψει λειτουργικές ανάγκες της πόλης και
– Δεύτερον, η ρυμοτόμησή του θα επέτρεπε τη συνέχιση της οδού Κριάρη προς τη Νομαρχία και της οδού Σήφη Βλαστού προς τον Περιφερειακό και θα ξεμπλοκάριζε την κυκλοφορία στη δυτική πλευρά του Ρεθύμνου.
Τα πρώτα διαβήματα που έγιναν προς την κατεύθυνση της παραχώρησης του χώρου στον Δήμο έναντι κάποιων, πενιχρών η αλήθεια, ανταλλαγμάτων δεν έγιναν δεκτά. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος δύσκολων διαπραγματεύσεων με τους εμπλεκόμενους φορείς, που δεν ήταν λίγοι (ΥΠΕΘΑ, ΤΕΘΑ, ΥΠΕΣ, ΥΠ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΥΠΕΧΩΔΕ) και μόλις τον Μάιο του 1971 το Δημοτικό Συμβούλιο, θέλοντας να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός και να προδιαγράψει κατά κάποιο τρόπο τις εξελίξεις, πήρε Απόφαση για την πολεοδόμηση του στρατοπέδου (131/1971), η οποία περιελάμβανε κυρίως τα εξής:
1. Συνέχιση των οδών Κριάρη και Σήφη Βλαστού.
2. Καθορισμό χώρου για Λέσχη και κατοικίες Αξιωματικών (ΣΟΑ) και
3. Μετατόπιση του χώρου του Δικαστικού Μεγάρου από τη γωνία της οδού 44ου Συντάγματος στο εσωτερικό του στρατοπέδου, στη σημερινή θέση του.
Η υπόλοιπη έκταση παρέμενε Πράσινο. Η τροποποίηση αυτή του Ρυμοτομικού Σχεδίου δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 147/1972 και το θέμα ακινητοποιήθηκε πάλι, το καθοριστικό βήμα όμως είχε γίνει.
Το 1979, όταν ανέλαβα τα καθήκοντά μου μετά τις Δημοτικές εκλογές του 1978, εκίνησα πάλι το θέμα με Υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Αλλά πριν να διατυπώσω τη νέα πρόταση του Δήμου, σκέφθηκα να δω από κοντά τον χώρο και ζήτησα από τον Διευθυντή του Στρατολογικού Γραφείου να με ξεναγήσει. Αποδείχτηκε κακή ιδέα. Λίγες μέρες μετά την ξενάγηση εκλάπη από εκεί μια κάσα με 24 καινούρια πιστόλια και βούιξε ο τόπος. Η μετεξέλιξη της Ρεθεμνιώτικης φαντασιόφιλης νοοτροπίας, που περιγράφει πικρά αλλά γλαφυρά η Λιλίκα Νάκου στην «Κυρία Ντορεμί», οργίασε και έπλασε σενάρια επί σεναρίων με κοινό πυρήνα πάντως ότι «κομάντος» ήσαν οι δράστες της κλοπής, ότι είχαν έρθει με ταχύπλοο από τη θάλασσα και άλλα όσα έκαστος κατά διάνοιαν είχε. Το λυπηρό είναι ότι τα σενάρια αυτά υιοθετήθηκαν άκριτα από της Αρχές και από τον τοπικό Τύπο, που τα θεώρησε ευκαιρία για πολεμική εναντίον μου και δηλητηριώδη σχόλια εξ αιτίας της επίσκεψης που είχα κάνει πρόσφατα στον χώρο του στρατοπέδου. Έτσι, πέρα από κάθε έννοια λογικής και εντιμότητας, το θέμα έγινε αφορμή να πικραθώ πολύ.
Αρκέστηκα να γράψω τότε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικο Μέλλον» που εξέδιδα, στο οποίο πιθανολογούσα την άποψη ότι η κλοπή σχετιζόταν με το παράνομο εμπόριο όπλων και ανέφερα ότι είχα ακούσει ότι ένα καινούριο πιστόλι μπορούσε να φτάσει στις 200.000 δραχμές.
Τι ήταν να το γράψω! Ακολούθησε καταιγισμός νέων σεναρίων, ότι δήθεν προσπαθούσα να αποπροσανατολίσω τις έρευνες και άλλες ανοησίες και κακοήθειες. Ακόμη και ο στρατηγός της Μεραρχίας σε μια σύσκεψη που έγινε στη Νομαρχία για το θέμα αυτό δεν υστέρησε και τόλμησε να μου πει: «Δήμαρχε, πληρώνω 200.000 για ένα από τα πιστόλια αυτά!». Κι εγώ του απάντησα: Τι μου το λες; Βρες το και αγόρασέ το». Ούτε αυτός ούτε εγώ ξέραμε εκείνη την ώρα ότι η Απόφαση αποστράτευσής του είχε ήδη υπογραφεί.
Ωστόσο, μέσα στο αίσθημα της πικρίας και της αηδίας που ένιωθα, αλλά και πεισματωμένος διατύπωσα τη νέα πρόταση του Δήμου προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, στην οποία προσφερόταν από τον Δήμο ως αντάλλαγμα για τους χαρακτηρισμένους δημοτικούς χώρους του στρατοπέδου αποθήκες στο στρατόπεδο του Κουμπέ για τη μεταφορά εκεί των αποθηκών της Σοχώρας και την έστειλα. Μετά από δέκα μέρες ζήτησα να με δεχτεί ο Υπουργός για να συζητήσουμε το θέμα.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν ευγενής, πραγματικός ευπατρίδης, και δεν μου ανέφερε λέξη από τα σενάρια αυτά, για τα οποία ασφαλώς ήταν ενήμερος. Συζητήσαμε το θέμα, συμφωνήσαμε και με παρέπεμψε στον Γκράτσιο, Αρχηγό τότε του Στρατού, στον οποίο τηλεφώνησε σχετικά για την υλοποίηση της απόφασης.
Ο στρατηγός Γκράτσιος είχε τη φήμη σκληρού ανθρώπου και την ώρα που ανταλλάσσαμε χειραψία μου είπε: «Ακριβά όμως, Δήμαρχε, τα πιστόλια στην πόλη σου». Κι εγώ του απάντησα: «Όποιοι τα θέλουν πολύ, Στρατηγέ, τα πληρώνουν καλά». Όμως, η εντολή είχε δοθεί από τον Υπουργό και η συζήτηση περιορίστηκε στις συνακόλουθες διαδικασίες. Έτσι ο Δήμος κέρδισε τη δωρεάν διάνοιξη των οδών Κριάρη και Σήφη Βλασού και απόκτησε το μεγαλύτερο μέρος του Στρατοπέδου «Κουνδουράκη» υπό πολεοδομικό καθεστώς πρασίνου, που αργότερα αναθεωρήθηκε.
Για την ιστορία πρέπει να πω ότι ένα χρόνο μετά την κλοπή των πιστολιών το Τμήμα Ασφαλείας Χανίων βρήκε άκρη και ανέκτησε τα 23 από τα 24 κλαπέντα και πωληθέντα στο παράνομο εμπόριο πιστόλια. Μόλις διάβασα στις εφημερίδες την είδηση έγραψα ένα άρθρο με τίτλο: «Η ώρα της Αλήθειας» στο οποίο στηλίτευα την ανευθυνότητα και την κακότητα των σεναριογράφων. Αυτοί είχαν αποπροσανατολίσει την έρευνα των διωκτικών Αρχών, ενώ εγώ είχα υποδείξει τη σωστή κατεύθυνση, αλλά η πικρία ήταν όλη δική μου.
Τώρα η μια κουβέντα φέρνει την άλλη. Μια παρόμοια υπόθεση, που δείχνει κι αυτή με ποιο τρόπο η εμπάθεια οδηγεί σε επιπολαιότητες και ανευθυνότητες, είχε εκτυλιχθεί γύρω στο 1970. Η εταιρεία που κατασκεύαζε το τμήμα της Εθνικής Οδού από Σταυρωμένου προς Σίσες αποθήκευε τα εκρηκτικά της σε ένα οικίσκο στου Λατζιμά, κάπου νότια από το σημερινό ΚΤΕΟ Κρεβατσούλη. Κάποιοι διέρρηξαν νύχτα τον αφύλακτο οικίσκο και έκλεψαν περίπου πέντε τόνους δυναμίτιδα.
Ο τόπος είχε βουίξει και τότε από σενάρια, ότι «ανατρεπτικά στοιχεία» είχαν κλέψει τη δυναμίτιδα, για να ανατινάξουν ένα οικοδομικό τετράγωνο στην Αθήνα κτλ. Επιβλήθηκαν εξονυχιστικοί έλεγχοι στα πλοία και γενικά υπήρξε μεγάλη αναστάτωση.
Όντας φιλοπερίεργος, περνώντας από το Λατζιμά για να πάω σε μια σύσκεψη στην Περιφέρεια στο Ηράκλειο, θέλησα να δω τον οικίσκο από τον οποίο είχε σημειωθεί η κλοπή. Ήταν 4χ4 περίπου, από ασοβάντιστους τσιμεντόλιθους, και είχε ανοιχτεί μια τρύπα στον τοίχο με αποκόλληση μερικών τσιμεντόλιθων, από την οποία χωρούσε να περάσει μέσα ένας άνδρας.
Παρατήρησα ότι στο σημείο όπου είχε εφαρμοστεί το εργαλείο, που είχε χρησιμεύσει ως μοχλός για να αποσπαστεί ο πρώτος τσιμεντόλιθος, πιθανώς ένας κασμάς, βρισκόταν συμπιεσμένη και κολλημένη μια βερβελίδα και ψίχουλα κοπριάς, στοιχείο που παρέπεμπε σε ποιμνιοστάσιο ή πάντως σε χώρο με αίγες ή πρόβατα. Μάζεψα προσεκτικά τη συμπιεσμένη κοπριά, όση δεν είχε ενσωματωθεί στον τσιμεντόλιθο, σε ένα χαρτομάντηλο και το ίδιο απόγευμα επισκέφθηκα τον Διοικητή της Αστυνομίας του Ρεθύμνου και του την έδωσα με την παρατήρηση ότι ήταν εύκολο να διαπιστωθεί εργαστηριακά αν προερχόταν από αίγα ή πρόβατο και να υπάρξει μια ένδειξη για τις έρευνες.
Ο Διευθυντής δεν αξιολόγησε το στοιχείο αυτό, αλλά μου είπε: «Αχ κύριε Δήμαρχε, μακάρι να ήταν τα πράγματα τόσο απλά» και είμαι βέβαιος ότι μόλις έφυγα το χαρτομάντηλο με το αναντίρρητο στοιχείο προσγειώθηκε στον κάλαθο των αχρήστων.
Και όμως τα πράγματα ήταν απλά.
Τον επόμενο Ιούνιο μια Κυριακή προς το μεσημέρι είχα πάει στο αγαπημένο μου Μπαλί και έπεσα για ψαροντούφεκο πίσω από τα Γλαριά δυτικά προς τον Άγιο Νικόλαο. Η θάλασσα ήταν υπέροχη, ξεχάστηκα και γύρισα στο λιμάνι νωρίς το απόγευμα. Οι ψαράδες δεν είχαν φύγει ακόμη για το βραδινό ψάρεμα και με φώναξαν να πιούμε ένα ουζάκι, που συνοδεύτηκε από τις απαραίτητες ψαροϊστορίες. Ο ένας καιροφυλακτούσε στα γκρεμνά τις παλαμίδες, τους έριξε ένα φυσέκι και πήρε τόσες, ο άλλος στον κάβο έριξε μια μπόμπα στα μαγιάτικα και πήρε τόσα, ο άλλος βομβάρδισε τις σάλπες κλπ. Κάποια στιγμή τους ρώτησα:
«Καλά, ρε παιδιά, και πού στο καλό βρίσκετε τόσους δυναμίτες; Εδώ μιλάμε για δεκάδες κιλά».
«Α, δεν ξέρεις; Εδώ στα πάνω χωριά βρίσκεις να αγοράσεις όσους θες, κι ένα τόνο να θες, τον βρίσκεις».
Κούνησα το κεφάλι και δεν είπα τίποτε. Σκέφτηκα ότι ανεξάρτητα από το εκάστοτε καθεστώς διακυβέρνησης της χώρας, το μυαλό των Ελλήνων είναι αιχμάλωτο στις πολιτικές φαντασιώσεις, με αποτέλεσμα να σπάνε τα μούτρα τους στον σκληρό βράχο της πραγματικότητας. Κρίμα. Η Ιστορία επιβραβεύει τον ρεαλισμό και τιμωρεί σκληρά τις ουτοπικές ανοησίες. Φοβούμαι ότι δεν διδασκόμαστε από τα παθήματά μας.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης