Σε προηγούμενο άρθρο (Ρ.Ν. 12365 /25.10.2018) είχαμε διατυπώσει το ερώτημα, αν έχει νόημα να μεταφέρεται η πολιτική, ιδεολογική και με τα δεδομένα των αρχών του περασμένου αιώνα επιστημονική επιχειρηματολογία, περί του «μακεδονικού», στις μέρες μας.
Θα προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε καταθέτοντας κατ’ αρχάς ενδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη μεταφορά των επιχειρημάτων του παρελθόντος στο ιστορικό παρόν.
Η μελέτη του Τσιούλκα «Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαβοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την Ελληνικήν», πρωτοεκδόθηκε το 1907 και επανεκδόθηκε το 1991, όταν η διαμάχη για τη Μακεδονία -με τους «Σλαβοσκοπιανούς» αυτή τη φορά και όχι με τους Βούλγαρους- βρισκόταν σε έξαρση.
Η πρόθεση του εκδότη, αλλά και του τέως υπουργού Νικόλαου Κ. Μάρτη, ο οποίος προλογίζει την επανέκδοση, είναι δεδηλωμένη. Στην πρώτη κιόλας παράγραφο του εισαγωγικού σημειώματος του εκδότη αναφέρεται ότι η επανέκδοση του βιβλίου του Τσιούλκα «στοχεύει στον επαναπλουτισμό (με την κυκλοφορία του βιβλίου) της βιβλιογραφίας γύρω απ’ το «μακεδονικό» θέμα, που η ανιστόρητη και ανθελληνική προπαγάνδα των Σλαβοσκοπιανών καλλιεργεί…» (εισαγωγικό σημείωμα εκδότη).
Η επανέκδοση αυτή ουσιαστικά δεν είχε νόημα, όχι μόνο επειδή η μελέτη δεν είναι επιστημονικά επαρκής – όπως έχουν δείξει σύγχρονοι γλωσσολόγοι-, αλλά και επειδή το ιστορικό συγκείμενο ήταν, ωστόσο, διαφορετικό. Είχε όμως μια πολιτική σκοπιμότητα.
Ας υπογραμμιστεί, επίσης, ότι την ίδια εποχή και συγκεκριμένα το 1992, έτος των συλλαλητηρίων και του συνθήματος «Η Μακεδονία είναι Ελληνική», ο τότε υπουργός Παιδείας φρόντισε για την επανέκδοση (σε αναθεωρημένη και επεξεργασμένη μορφή) του φυλλαδίου «Μακεδονία. Ιστορία και Πολιτική». Πρόκειται για ένα ενημερωτικό φυλλάδιο το οποίο εκδόθηκε το 1989 από το Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων και την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και αναπαράγει την εθνοκεντρική λογική του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα.
Tο φυλλάδιο εκδόθηκε σε 120.000 αντίτυπα και διανεμήθηκε τόσο στο ελλαδικό σχολικό δίκτυο όσο και σε εκείνο της Ελληνικής Διασποράς, με στόχο μια ευρεία ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της σχολικής κοινότητας στα εθνικά θέματα. Μέσω αυτού του φυλλαδίου τέθηκε το ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας -από την εποχή του Φιλίππου μέχρι το παρόν- για άλλη μια φορά στο επίκεντρο της εκπαίδευσης. Ζητούμενο, ωστόσο, δεν ήταν τότε και δεν είναι ούτε σήμερα το παρελθόν, αλλά το μέλλον της Μακεδονίας.
Πολλά παραδείγματα προσήλωσης στην επιχειρηματολογία και στα συνθήματα του παρελθόντος μπορεί να βρει κανείς και στους κόλπους μιας μερίδας Ελλήνων πολιτικών και πολιτών που πρωτοστατούν στα συλλαλητήρια από τις αρχές της δεκαετίας του1990 μέχρι σήμερα.
Από όλα τα παραπάνω παραδείγματα αναδύεται μια εθνικιστική ιδεολογία η οποία έχει τις απαρχές της στα τέλη του 19ου αιώνα και αναβιώνει στα τέλη του 20ού, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Στο πλαίσιο των βαλκανικών νεοεθνικισμών η μακεδονική ταυτότητα καθίσταται ξανά επίκαιρη και εργαλειοποιείται. Εργαλειοποιείται μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που το 1993 οδήγησε σε πολιτική κρίση με την πτώση της τότε κυβέρνησης.
Αν αυτή η εργαλειοποίηση θα οδηγήσει και στις μέρες μας σε πολιτική κρίση δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τη στάση των εθνικιστών, αλλά και από εκείνη των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων.
Ιδιαίτερα η επανέκδοσή της ιδεολογικά φορτισμένης μελέτης του Τσιούλκα μάς δείχνει ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα ανθεκτικό εθνικιστικό ρεύμα. Μέχρι πού ακριβώς φτάνουν οι αντοχές του θα φανεί από την έκβαση της παρούσας σύγκρουσης.
Τα μέλη της ομάδας των εθνικιστών έχουν αναλάβει «εργολαβικά» την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, θεωρούν πως έχουν την αποκλειστικότητα στον πατριωτισμό και κατηγορούν όσους έχουν άλλη άποψη ως μη πατριώτες, αν όχι ως προδότες.
Παραβλέπουν, όμως -συνειδητά ή μη- ότι τα εθνικά κράτη συνεχίζουν μεν να υπάρχουν ως θεσμικές οντότητες στον σύγχρονο κόσμο, όμως χάνουν συνεχώς κάποιες από τις λειτουργίες τους ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα.
Παραβλέπουν, επίσης, ότι στον σύγχρονο μεταψυχροπολεμικό κόσμο, στον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και επικοινωνίας, της ελεύθερης μετακίνησης αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών και της πολιτικής πολυπλοκότητας (ο κόσμος δεν είναι πλέον άσπρος μαύρος όπως την εποχή του ψυχρού πολέμου) ο εθνικισμός είναι μια ξεπερασμένη ιδεολογία.
Το παρελθόν οφείλουμε να το μελετούμε, να το γνωρίζουμε και να το λαμβάνουμε υπόψη, όμως ο προσανατολισμός μας πρέπει να είναι προς το μέλλον. Και αυτό φαίνεται θέλει να κάνει η κυβέρνηση στην περίπτωση του μακεδονικού.
Η «Συμφωνία των Πρεσπών» – προϊόν συμβιβασμού όπως κάθε συμφωνία- εφόσον επικυρωθεί και από τις δύο πλευρές θα αποτελέσει ένα ιστορικό γεγονός βαρύνουσας σημασίας.
Ιδιαίτερα οι επερχόμενες γενιές των γειτόνων μας (Βορειομακεδόνων) θα αναγκασθούν να αναλύσουν και να κατανοήσουν, γιατί οι πρόγονοί τους σύρθηκαν στον σχεδόν ταπεινωτικό συμβιβασμό να αλλάξουν το όνομά τους και το σύνταγμά τους. Και ως προς την ιθαγένεια μεν να δεχτούν ότι αυτή θα είναι «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», ως προς τη Μακεδονική γλώσσα τους δε ότι αυτή «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών». Αυτές οι γενιές θα είναι υποχρεωμένες να υπερασπίζονται και να αποδεικνύουν συνεχώς και αδιαλείπτως τη «μακεδονικότητά» τους.
Αυτή θα είναι μια επίπονη διαδικασία, αν αναλογιστούμε τη δική μας ιστορική εμπειρία. Επειδή μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους (το 1930) οι τότε κρατούντες θέλησαν να δομήσουν μια ελληνική ταυτότητα που θα αποτελούσε συνέχεια του αρχαιοελληνικού μεγαλείου -αποκλείοντας τη βυζαντινή περίοδο και παραμελώντας την οθωμανική- και επειδή καθιέρωσαν ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης μια αρχαΐζουσα τεχνητή γλώσσα -αποκλείοντας τη ζωντανή δημοτική- ταλαιπωρήθηκαν πολλές γενιές νεοελλήνων.
Χρειάστηκε να έλθει το κίνημα του δημοτικισμού για να απαλλαγούμε- τουλάχιστον οι πολλοί- από την αρχαιολατρεία και την προγονοπληξία και να αποκτήσουμε τη σύγχρονη νεοελληνική ταυτότητά μας. Αυτό επιτεύχθηκε περισσότερο μέσα από την αυθεντική ζωντανή γλώσσα του λαού και λιγότερο από την κατασκευασμένη καθαρεύουσα. Και αυτό, γιατί οι κατασκευές έχουν πεπερασμένες αντοχές. Η εκδίκηση των πραγμάτων αργά ή γρήγορα έρχεται.
Θα είναι ένα άκρως ενδιαφέρον θέμα να παρακολουθήσει κανείς την προσπάθεια των γειτόνων μας να τεκμηριώσουν την εθνοτική και γλωσσική τους συνέχεια από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απόγονοι των οποίων θέλουν να είναι.
Για ποια μακεδονική γλώσσα μιλούν; Για αυτή στην οποία δίδαξε ο Αριστοτέλης (επίσης Μακεδόνας) τον μαθητή του Μέγα Αλέξανδρο; Μάλλον όχι, γιατί αυτή ήταν η γλώσσα στην οποία έγραψε ο Αριστοτέλης τα έργα του. Δηλαδή, η τότε κρατούσα αττική διάλεκτος, η οποία για πολιτικούς λόγους υιοθετήθηκε και ως επίσημη γλώσσα του μακεδονικού κράτους.
Μάλλον, λοιπόν, πως εννοούν μια αρχαία ελληνική διάλεκτο, για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Και γνωρίζουμε ελάχιστα, επειδή όπως πληροφορούμαστε από το βιβλίο που έχει επιμεληθεί Γ. Μπαμπινιώτης «Η γλώσσα της Μακεδονίας» ήταν μόνο προφορική διάλεκτος και ως εκ τούτου δεν έχει αφήσει γραπτά τεκμήρια πίσω της και αφανίστηκε.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, μέσα από τη Συμφωνία των Πρεσών επιτείνεται και επισημοποιείται η περιπέτεια αναζήτησης ταυτότητας στην οποία είχαν μπει οι γείτονες μας ήδη την εποχή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, οπότε η περιφέρειά τους έφερε την ονομασία Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Καταλήγοντας μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θεωρώντας τα πράγματα από τη θεωρητική οπτική «δόμησης ταυτότητας», αυτοί που θα έχουν πρόβλημα στο μέλλον θα είναι οι γείτονες μας «Βορειομακεδόνες» και όχι η Ελλάδα που ωστόσο έχει κατασταλάξει στη νεοελληνική της ταυτότητα, στην οποία εμπεριέχεται και η μακεδονικότητα.
Με αυτή την έννοια, λοιπόν, και φυσικά και για τους πολιτικούς λόγους που επικαλείται το Υπουργείο Εξωτερικών, ήταν καιρός να δοθεί μια λύση στο πρόβλημα που μας ταλανίζει τόσες δεκαετίες.
Επομένως, η άμεση επίλυση του «μακεδονικού» ως στόχος έχει νόημα.
Ως προς τη μέθοδο επίτευξης του στόχου μπορεί να λεχθούν διάφορα. Σε ένα τέτοιο ζήτημα το οποίο έχει ιστορικό βάθος και ταλαιπωρεί την Ελλάδα επί έναν και πλέον αιώνα και που μπορεί να «υποτροπιάσει» θα ανέμενε κανείς περισσότερη προσοχή και τουλάχιστον μια προσπάθεια δημιουργίας ενός μίνιμουμ εθνικής (όχι εθνικιστικής) συναίνεσης.
Αυτό όμως δεν το έπραξε η κυβέρνηση. Αντίθετα, προχώρησε μόνη της, με την ισχνή και ετερόκλητη πλειοψηφία της και με μια δόση αλαζονείας αριστερής κοπής – όπως και σε άλλες περιπτώσεις στη μέχρι τώρα θητεία της.
* Ο Μιχάλης Δαμανάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρώην αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Κρήτης