Μετά τον κατακερματισμό του κομματικού μας συστήματος, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι εθνικές εκλογές του Ιουλίου του 2019 σταθεροποίησαν σε ένα μεγάλο βαθμό την προηγούμενη ρευστή εικόνα έντονης πολιτικής κινητικότητας. Οι εκλογές επανέφεραν εν μέρει μετά από πολλά χρόνια ένα νέο δικομματισμό, αν και όχι στα ψηλά ποσοστά που εκείνος κατείχε στο παρελθόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα έχουν πλέον διαμορφωθεί δύο σταθεροί πόλοι εξουσίας, στη βάση ιδεολογικών, προγραμματικών ή πολιτικών διαφορών, που κινούνται γύρω από δύο μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα. Κι αυτό γιατί (προς το παρόν τουλάχιστον) το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί ή αρνείται να καταλάβει τη θέση που κατέχει μέσα στο πολιτικό σύστημα και την βαρύτητα του θεσμικού του ρόλου.
Βρίσκεται σε μια διαρκή ακροβασία μεταξύ του 31% που προσπαθεί να διευρύνει την εκλογική του βάση μέσα από τα σαλόνια της σοσιαλδημοκρατίας, και του 3% του πεζοδρομίου και της (ενίοτε ακραίας) κινηματικής δράσης. Σε αυτή την ακροβασία, βλέπουμε από τη μια τον πρόεδρο του κόμματος να «οργώνει» την Ελλάδα, προσπαθώντας να προσελκύσει ψηφοφόρους και νέα μέλη προς εγγραφή για το κόμμα, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός ευρύτερου κεντροαριστερού μετώπου. Από την άλλη βλέπουμε σημαντικά στελέχη του κόμματος πολλές φορές να παραληρούν, όπως π.χ. με αφορμή τα γεγονότα στην ΑΣΟΕΕ.
Από τη μία βλέπουμε τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, μέσα από την κριτική που άσκησε στην κυβέρνηση, να αποδέχεται τουλάχιστον έως ένα βαθμό την ύπαρξη του προβλήματος, λέγοντας ότι υπάρχουν «μεμονωμένα φαινόμενα σε κάποιες σχολές στο κέντρο της Αθήνας που πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε». Από την άλλη, βλέπουμε τον πρώην υπουργό παιδείας κ. Γαβρόγλου να καλεί τον κόσμο να κατεβεί στην ΑΣΟΕΕ (μάλλον για λαϊκό ξεσηκωμό). Βλέπουμε ακόμη τον κ. Φίλη να πηγαίνει στην ΑΣΟΕΕ και να δηλώνει μεταξύ άλλων ότι «η κυβέρνηση προχωρά με τρόπο αλλοπρόσαλλο, αυταρχικό, στο δρόμο της καταστολής». Σε ακόμη μεγαλύτερο επίπεδο γραφικότητας κινήθηκε ο βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Μάρκου, όπου κατήγγειλε ότι «όλα είναι βάσει σχεδίου ενός αστυνομοκρατούμενου κράτους». Μίλησε για «αστυνομικό κράτος στο κάπνισμα (γιατρός ο ίδιος στο επάγγελμα), αστυνομικό κράτος στα πανεπιστήμια, αστυνομικό κράτος στους μετανάστες, στο σωφρονιστικό σύστημα». Εκτός από μια μικρή ακραία μειοψηφία που ίσως εκφράζει ο κ. Μάρκου, οποιοσδήποτε πολίτης ζει στην Ελλάδα του 2019, ακόμα και εντός του σώματος των ψηφοφόρων του κόμματος του κ. Μάρκου, κρίνει τα λεγόμενα του περί «αστυνομικού κράτους». Κάποιος πρέπει να υπενθυμίσει στον κ. Μάρκου ότι σε αυτό το «αστυνομικό κράτος» ο ίδιος βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ μέχρι πριν λίγους μήνες το κόμμα του ήταν στην κυβέρνηση.
Δεν είναι λίγοι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θεωρούν ότι με την ρητορική και τις τακτικές του 2012 – 2015 θα ξανακερδίσουν την εξουσία. Τους διαφεύγουν δύο πράγματα. Πρώτον, η τότε τυφλή οργή του κόσμου που τους εμπιστεύθηκε και από τα πεζοδρόμια και τις πλατείες του 3% τους έστειλε στα σαλόνια της εξουσίας δεν υφίσταται πλέον. Γιατί οι ίδιοι αποτέλεσαν την μακροβιότερη κυβέρνηση των τελευταίων 10 ετών. Και κρίθηκαν πρόσφατα γι’ αυτό. Δεύτερον, μπορεί η διατήρηση του 31% να ήταν πιο εύκολη όσο είχαν την εξουσία καθώς αυτό το ποσοστό εξασφαλίζονταν σε μεγάλο βαθμό μέσω της εκμετάλλευσης των διαχρονικών πελατειακών δικτύων και πρακτικών του ελληνικού κράτους. Τώρα όμως η στήριξη αυτή είναι δυσκολότερο να βρεθεί καθώς πρέπει να πηγάζει μέσα από σαφή διατύπωση θέσεων, απόψεων, ιδεολογίας και πολιτικών προτάσεων.
Εάν ο κ. Τσίπρας έχει πραγματικά ως στόχο να μετατρέψει το κόμμα του από ένα ριζοσπαστικό κόμμα του 3% σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που θα αποτελέσει ένα κεντρικό πόλο εξουσίας του πολιτικού μας συστήματος, ένα είναι σίγουρο: η αποστολή του αυτή θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας