(Με αφορμή τις καταλήψεις στα Σχολεία)
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία 23 χρόνια -από το 1991- οι καταλήψεις στα σχολεία είναι μια κατάσταση που μας απασχολεί κάθε χρόνο για λίγο ή για πολύ.
Είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσουμε τα παιδιά και να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι όλα γίνονται για να χάσουν μάθημα και για να κάνουν «χαβαλέ». Η αλήθεια είναι βέβαια ότι αυτή η σκέψη δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι πιο πολλές καταλήψεις ξεκινούν χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο, χωρίς ξεκάθαρες απόψεις, χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο, χωρίς στόχους, γενικές συνελεύσεις και συζητήσεις ανάμεσα στους μαθητές. Στις πιο πολλές περιπτώσεις μάλιστα έχουμε το «άδοξο» τέλος τους πριν καλά καλά ξεκινήσουν, τη μη επίτευξη κάποιου στόχου ή την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος.
Παρ’ όλα αυτά, η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν αρκεί να σταθούμε σε αυτά τα συμπεράσματα -που λίγο-πολύ όλοι έχουμε βγάλει- αλλά να κατανοήσουμε περισσότερο και βαθύτερα την κατάσταση. Η πραγματικότητα στο χώρο της παιδείας είναι άσχημη. Η χρονιά ξεκίνησε με κενές θέσεις καθηγητών, χωρίς βιβλία για κάποια μαθήματα, πολυάριθμα τμήματα μαθητών μέσα σε τάξεις- κλουβιά και το «σοκ» του νέου λυκείου και της τράπεζας θεμάτων να επικρατεί. Την ίδια στιγμή υπάρχει ένα ΕΠΑΛ «κατακρεουργημένο» με απολυμένους καθηγητές αλλά από την άλλη πληθώρα παιδιών που «παράτησαν» το γενικά λύκειο για να βρουν στα ΕΠΑΛ μια «λύση». Επίσης η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μια πραγματικότητα, η εργασιακή ανασφάλεια που αισθάνονται έντονη και η θέση τους επισφαλής. Η χρηματοδότηση επιπλέον είναι πενιχρή, ο χειμώνας έρχεται και τα παιδιά θα «ξεπαγιάζουν» μέσα στις τάξεις, οι κτηριακές εγκαταστάσεις είναι άθλιες και τα σχολεία της πόλης δεν καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες.
Το νέο λύκειο έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση, αφού τα προγράμματα δυσκολεύουν, οι απαιτήσεις αυξάνονται όχι για να αναδειχθούν οι καλύτεροι, αλλά για να «πεταχτούν» χιλιάδες παιδιά έξω από το σχολείο, αφού για να αντεπεξέλθει ένας μαθητής χρειάζεται οπωσδήποτε φροντιστηριακή υποστήριξη σε όλα τα μαθήματα. Κάτι τέτοιο όμως γίνεται δυσβάσταχτο βάρος για τους γονείς που πλήττονται οικονομικά, αφού έχουν υποστεί απίστευτες μειώσεις στους μισθούς τους ή είναι άνεργοι. Και αν τα ΕΠΑΛ θα ήταν σε άλλη περίπτωση μια λύση, τώρα έχει χαθεί και αυτή, αφού έχουν κλείσει τόσες ειδικότητες που άνοιγαν το δρόμο για κάποια ΤΕΙ.
Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κατάσταση σε μια γενικότερη πολιτική-οικονομική και κοινωνική συγκυρία πολύ κακή και δύσκολη για όλους μας, αφού η ανεργία αυξάνεται, η φτώχεια και η εξαθλίωση απειλούν όλο και περισσότερους. Είναι λοιπόν «λίγο» και επιφανειακό να βλέπουμε το ζήτημα των καταλήψεων έτσι. Και νομίζω ότι πρέπει όλοι μαζί, μαθητές – καθηγητές – γονείς να βρούμε τους τρόπους εκείνους που μπορούν να αλλάξουν κάπως τα πράγματα. Γιατί σίγουρα η στάση ενός συλλόγου γονέων και κηδεμόνων δεν μπορεί να είναι να ανοίξει το υπό κατάληψη σχολείο με βία και τρομοκρατία απέναντι στους μαθητές -όπως πρόσφατα έγινε σε σχολεία της πόλης- αλλά πως μαζί με τους μαθητές και καθηγητές θα βρει μορφές αγώνα και διεκδίκησης βασικών αιτημάτων.
Κλείνω τα σύντομα αυτά σχόλια με μια αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία. Το 1991 ήμουν μαθήτρια της Γ’ Λυκείου και συμμετείχα στις καταλήψεις ενάντια στο νόμο Κοντογιαννόπουλου. Να θυμίσω ότι ανοργάνωτα ξεκίνησαν, αλλά στην πορεία πολιτικοποιήθηκαν, ισχυροποιήθηκαν και οδήγησαν σε παραίτηση του υπουργού, την απόσυρση του νόμου αλλά και τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, καθηγητή σε σχολείο της Πάτρας. Ήταν μία καθαρή νίκη των μαθητών, του μαθητικού κινήματος έτσι όπως εκείνο διαμορφώθηκε τότε.
Για μένα, λοιπόν, 23 χρόνια μετά ως εκπαιδευτικό και γονέα με απασχολεί πώς θα διαμορφωθούν οι όροι για νέες νίκες, που σήμερα μάλιστα τις έχουμε πιο πολλή ανάγκη από ποτέ. Μήπως λοιπόν πρέπει να ξεκινήσουμε μια συζήτηση σε τέτοια βάση;
* Η Χριστίνα Παππά είναι εκπαιδευτικός-γονέας