Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Η. ΟΡΦΑΝΟΥ*
Αυτός, γύρω στα 30. Εκείνη περί τα 80.
Του αφηγούνταν με δακρυσμένα μάτια πώς είχε χάσει τον άντρα της σε ναυάγιο, πώς μόνη της είχε μεγαλώσει και σπουδάσει τα τρία τους παιδιά, πώς τα χρόνια, που πέρασαν, όχι μόνον άσπρα μαλλιά, μα και πίεση και ζάχαρο και χοληστερίνη της κληροδότησαν.
Αργόσυρτο το βήμα της πια και με συνοδεία μπαστουνιού. Καμπούριασε και ασπρομάλλιασε η άλλοτε λυγερή.
Σωρός οι αναμνήσεις και οι εξετάσεις, βουνό τα χάπια. Ταυτόχρονα, όσο ψήλωνε το βουνό των έξω από το σπίτι υποχρεώσεων και για τα εντός έξοδα, τόσο έπεφτε η ούτως ή άλλως πενιχρή της σύνταξη. Ας όψονται οι φόροι και η ακρίβεια! Που ‘ναι το εύγνωμον κράτος πρόνοιας;
Τα δάκρυα κυλούσανε, τώρα, στα μάτια της, ασταμάτητα. Για τα παιδιά της, που, αν δεν έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς, για ένα ξεροκόμματο ψωμί θα έσβηναν τόσα χρόνια σπουδών και δούλοι θα γίνονταν φίλαυτων και φιλοχρήματων αφεντικών. Στα μαύρα της μάτια, που, κοπέλα όταν ήτανε, φωτιές ανάβανε…
Την άκουγε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του ή/και πληκτρολογώντας στο κινητό του, σιωπηλός και με νεύματα της κεφαλής, φαινόταν ότι την συμπονεί.
«Ο επόμενος!», ακούστηκε ξάφνου μια φωνή στον προθάλαμο του ιατρείου, εκείνο το πρωί.
Σηκώθηκε, άνοιξε αγχωμένος το βήμα του… «Πρέπει να μπω! Βιάζομαι!» της λέει τραχιά, αν και ήταν η σειρά της…
«Έτσι κάνουν οι άνθρωποι;» σκέφτηκε, σκουπίζοντας τα μάτια της. «Οι άνθρωποι ίσως, οι Άνθρωποι όχι…».
* Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις εντελώς συμπτωματική και τυχαία!
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ.