B’
Από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στο Ηράκλειο μετατέθηκα στα Γρεβενά, όπως έγραψα στο προηγούμενο Σημείωμα. Πριν φύγω από τη Σχολή, ένας συνάδελφος Γρεβενιώτης, ο Δημήτρης Συμεωνίδης, μου είπε ότι κι αυτός πηγαίνει εκεί ως διοικητής της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς (ΛΑΦ) και, όταν φτάσω, να τον αναζητήσω στη Λέσχη να με οδηγήσει στο δωμάτιο που θα μου έχει βρει.
Έφτασα στα Γρεβενά μια μέρα που χιόνιζε πυκνά και το καινούριο χιόνι σωριαζόταν πάνω στο παλιό, ήταν Φεβρουάριος. Το δωμάτιο, όπου με οδήγησε ο Δημήτρης, ήταν παλιό αλλά πλήρως ανακαινισμένο, το πάτωμα, το ταβάνι και τα κουφώματα ήσαν καινούρια από ξύλο κωνοφόρου και έσταζαν ρετσίνι. Ήταν υπέροχο. Μια παχύτατη κόκκινη βελέντζα στο πάτωμα με έκαμε να μην μπω ποτέ με τα άρβυλα μέσα, παρά τις μητρικές διαμαρτυρίες της ευγενέστατης κυράς Ξανθίππης.
Η δυσάρεστη έκπληξή μου ήταν το βράδυ, όταν με κάλεσαν στην κουζίνα – καθιστικό να ζεσταθώ στη «μασίνα», μια μεγάλη μαντεμένια συσκευή, που έκαιγε διαρκώς ως φούρνος ψωμιού, εστία μαγειρέματος, θερμάστρα και πάροχος ζεστού νερού μόνιμα για κάθε χρήση. Ήσαν έξι άτομα με μια υπέργηρη γιαγιά, βιβλική μορφή, με την τοπική φουστάνα της που ακουμπούσε στο πάτωμα. Σε εμένα μιλούσαν ελληνικά και μεταξύ τους μιλούσαν μια άλλη γλώσσα, που δεν έμοιαζε με καμιά από όσες είχα ακούσει. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό.
Την επόμενη το μεσημέρι, που πήγα στη Λέσχη για φαγητό, είπα στον Δημήτρη:
– Πού με ‘στειλες εκεί; Αυτό κι αυτό και δεν μ’ αρέσει.
– Μην ανησυχείς, είναι Βλάχοι, αλλά είναι πιο Έλληνες από εμάς. Προχτές ήρθε μια ποδοσφαιρική ομάδα από την Αθήνα και, επειδή οι Γρεβενιώτες φώναζαν για την ομάδα τους, κάποιος παίκτης τους αποκάλεσε «Βούλγαρους» και ο σπιτονοικοκύρης σου όρμησε μέσα στο γήπεδο κραδαίνοντας την ομπρέλα του να τον χτυπήσει.
Φεύγοντας από τη Λέσχη αγόρασα ένα μπλοκάκι. Είχα αποφασίσει να προσπαθήσω να αποκρυπτογραφήσω την άγνωστη γλώσσα και να δω περί τίνος πρόκειται. Είχε ενεργοποιηθεί ο Φιλόλογος κάτω από την στολή του αξιωματικού.
Από το ίδιο βράδυ άρχισα να καταγράφω λέξεις με τη σημασία τους, όλοι ήσαν πρόθυμοι να μου κάνουν τον δάσκαλο. Σε λίγα βράδια είχα συγκεντρώσει αρκετό υλικό και άρχισα να το διερευνώ.
Η πρώτη λέξη που αποκρυπτογράφησα ήταν το «γκίνι», που σημαίνει «καλά». Το συσχέτισα με το λατινικό «bene» και σημείωσα τις αντίστοιχες φωνητικές μεταβολές. Και η πρώτη φράση που είπα ήταν ένα βράδυ, όταν με κάλεσαν να καθίσω:
– Ιό νου βάου σιστάου πρόστου (Εγώ δεν θέλω να σταθώ όρθιος), το ιο = εγώ το συσχέτισα με το Λατινικό ego, Ελληνικό εγώ, ιταλικό io. Το νου το είχα συσχετίσει με το Λατινικό non, το βάου με το volo, το σιστάου με το sisto και το πρόστου (αβέβαια) με το προϊσταμαι. Έχω ακόμη το μπλοκάκι στο αρχείο μου και το φυλλομέτρησα τώρα.
– Το μούντε = βουνό το συσχέτισα με το Λατινικό mons – montis.
– Το μούλγκου = αρμέγω με το Ελληνικό αμέλγω, Λατινικό mulgere, ινδοευρωπαϊκή ρίζα (γερμανικό melken).
– Το βίνου = έρχομαι με το Λατινικό venio. Παρατήρησα ότι τα ενεργητικά ρήματα είχαν κατάληξη ου, που θεώρησα ότι είναι φωνητική εξέλιξη του Ελληνικού ω (κώδων>κουδούνι, ρώθων>ρουθούνι κλπ.).
– Βόιου = θέλω με το Λατινικό volo, και στα Ιταλικά το l εξελίχθηκε φωνητικά σε i (flos>fiore = λουλούδι, flumen>fiume= ποτάμι κλπ.).
– Ντρούμου = δρόμος με το Ελληνικό δρόμος.
– Όμου = άνθρωπος με το Λατινικό homo.
– Αβίνου = κυνηγώ με το Λατινικό venor.
– Βίντου = άνεμος με το Λατινικό ventus.
– Άγιου = άγιος.
– Αγκρού = αγρός.
– Kena = σκύλος πβ. κύων, αιτιατ. Κύνα.
– Νιέου = αρνί (νέο), με το Ελληνικό νέος.
– Πόντε = πόδι με το Ελληνικό πούς – ποδός.
– Γίνου = κρασί, με το Λατινικό vinum, Eλληνικό Fοίνος.
– Μπουν = καλός με το Λατινικό bonus.
– Τούτου = όλος με το Λατινικό totus.
– Γουδίε = γουδί με το Ελληνικό γουδί (ιγδίον).
– Μποάτσε = φωνή με το Λατινικό vox-cis.
– Τσέρμπου = ελάφι με το Λατινικό cervus.
– Ντόρμου = κοιμούμαι με το Λατινικό dormio.
– Ντούλτσε = γλυκός με το Λατινικό dulkis.
– Φτόχε = φτώχεια.
– Μπόου = βόδι με το Ελληνικό βους.
Με τον τρόπο αυτό κατέγραψα ένα όγκο λέξεων της καθημερινής ομιλίας και συμπέρανα ότι η Βλάχικη γλώσσα φαίνεται να είναι ένα κράμα Ελληνικών και Λατινικών λέξεων φωνητικά αλλοιωμένων, ένα γλωσσικό υβρίδιο. Υπάρχουν και λέξεις που παραπέμπουν απροσδόκητα σε παλαιότερες μορφές της Ελληνικής γλώσσας, ακόμη και στην αρχέγονη φάση της Γραμμικής Γραφής Β όπως π.χ.:
– Οϊli = τα πρόβατα, πβ. Το Ομηρικό οFίς.
– Πάια = τα μάλλινα ρούχα, πβ pa–we–a, φάρFεhα.
– Καρύκου = γκλίτσα, πβ. Ka-ru-ke, κηρύκειον.
– Κιριούτα = κριός, πβ. Ki-ri-jo-te.
– Κορούτα = κεφάλι αίγας με κέρατα, πβ. Ko-ru-to = κόρυς – κόρυθος.
Ευχάριστη άσκηση ήταν και η αναγνώριση Ελληνικών λέξεων κάτω από τη γρεβενιώτικη προφορά:
Κλιουφ = σκέπασμα <κελύφιον.
Πρέκνα = σταφύλια <περκνός = μαυριδερός.
Μπλάρ = μουλάρι <μεσαιωνικός μούλος <λατιν. mulus. Παρατηρητέα η ανάπτυξη του χειλικού -π- μεταξύ των μ-λ (πβ. Βλαξ <μαλάu – s).
Δεν ήμουν βέβαιος σε όλες τις περιπτώσεις ότι ο συσχετισμός των Βλάχικων λέξεων με Ελληνικές και Λατινικές ήταν σωστός, αλλά μου ήταν πολύ χρήσιμος στην εκμάθηση της Βλάχικης γλώσσας. Είναι μια αρκετά φτωχή αγροτοκτηνοτροφική γλώσσα. Σε λίγους μήνες, ενθουσιώδης μαθητής με τόσο πολλούς ενθουσιώδεις δασκάλους και ταχύρρυθμες διασκεδαστικές ασκήσεις δίπλα στη μασίνα κάθε βράδυ, τη μιλούσα πολύ ικανοποιητικά, ώστε να περνώ για Βλάχος. Και δεν έχανα ευκαιρία.
Αρχές Ιουνίου περνούσαν οι «αρχοντόβλαχοι» με τα κοπάδια τους (οι δευτερότεροι ήσαν οι «κουπατσιαρέοι») στην ετήσια μετανάστευσή τους από τον κάμπο της Ελασσόνας στη Σαμαρίνα της Πίνδου. Ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα, χιλιάδες πρόβατα, μουλάρια φορτωμένα πολύχρωμους όγκους αποσκευών, σκυλιά, βοσκοί στα κατάμαυρα με τα γουρνοτσάρουχά τους, ένας σφριγηλός παραδοσιακός κόσμος. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο αδελφός της σπιτονοικοκυράς μου, που ήρθε στο σπίτι την ώρα που έφθανα κι εγώ.
– Τσαντάρι, Κούμ χι άσεντζι, κουμ λιου άϊ όϊλι; τον χαιρέτισα (καλημέρα, πώς είσαι σήμερα, πώς έχεις τα πρόβατα;). Είναι ο κλασικός χαιρετισμός των Βλάχων. Η έκπληξή του ήταν ολοφάνερη. Μιλήσαμε λίγο και όταν μπήκα στο δωμάτιό μου, ρώτησε την αδελφή του: Βγάζομε τώρα και αξιωματικούς;
Σε μια άλλη περίπτωση στα Χάσια, επιστρέφοντας στον καταυλισμό από ολονύχτια πορεία και άσκηση με τον ήλιο ψηλά, συνάντησα ένα «βαλμά», βοσκό του κοινού κοπαδιού βοδιών. Μιλήσαμε κάμποση ώρα μόνο Βλάχικα και μου είπε ότι πρέπει να κατάγομαι από το Περιβόλι, ένα χωριό στις υπώρειες της Πίνδου, απ’ όπου καταγόταν ο σπιτονοικοκύρης μου. Είχα αποτυπώσει την προφορά τους.
– Ιο νου χιου ντι Γκρέμπενι, ιό χιου ντι μούλτι λάργκου, ντι Κρέτα = Εγώ δεν είμαι από τα Γρεβενά, είμαι από πολύ μακριά, από την Κρήτη, του απάντησα.
– Έχει Βλάχους στην Κρήτη, ρώτησε απορημένος.
– Έχει μερικούς, τον διαβεβαίωσα.
Όταν μετά από δυο εβδομάδες επιστρέψαμε στα Γρεβενά, η γιαγιά με ρώτησε πώς πέρασα στα βουνά.
– Ορέ, μούλτι νεπέρτικα αβεά, της απάντησα αυθόρμητα (Μωρέ, πολλά φίδια είχε, μούλτι ήταν το λατινικό multus, το νεπέρτικα το είχα συσχετίσει με το ερπετά και αβεά ήταν το Λατινικό habebat).
Είχα εντυπωσιαστεί με τις δεκάδες τα φίδια που έβλεπα το πρωί σκαρφαλωμένα στους θαμνώδεις κέδρους να απορροφούν τις ακτίνες του ήλιου, για να ανακτήσουν τη δυναμική και την ευκινησία που τους είχε αφαιρέσει η νυχτερινή παγωνιά.
Τα Βλάχικα είναι πια αχνή ανάμνηση στη γεροντική μνήμη μου, όμως ποτέ δεν θα ξεχάσω τα Γρεβενά και την ευγένεια και την καλοσύνη της οικογένειας του Δημήτρη Γιαννούση του τσαγκάρη.
* Ο Δημήτρης Z. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης