Τα παλιά χρόνια ο άνθρωπος στη ζωή του είχε ως στήριγμα τις παροιμίες και τις συνήθειες και βάσει αυτών βάδιζε αισιόδοξος για να πετύχει πρόοδο στην οικογένειά του και στο επάγγελμα που εκτελούσε.
Τον ενδιέφερε περισσότερο η οικογένεια και μετά το επάγγελμα και εφόσον είχε επιτυχίες τον διαδεχότανε το ίδιο αποτέλεσμα.
Επιβάλλεται αυτή τη φορά να αναφερθούμε για ορισμένες συνήθειες που η εφαρμογή τους έφερε στην οικογένεια να διατηρεί αγάπη και πρόοδο.
Πρωτεύανε ορισμένες από αυτές και τις εκτελούσε η οικογένεια με κάθε λεπτομέρεια για να υπάρχουν παντού επιτυχίες όπως: στις αγροτικές και στις κτηνοτροφικές εργασίες είχε πάντοτε συμμετοχή όλη η οικογένεια «γονείς και παιδιά» και όλοι μαζί καθίζανε στο τραπέζι να φάνε το ίδιο φαγητό τους. Ιδιαίτερο φαγητό δεν είχε κανείς τους. Τεμπέληδες στην οικογένεια δεν επιτρεπότανε να υπάρχουν.
Οι γονείς προσπαθούσανε με τις συνήθειες και με τις παροιμίες να μεγαλώνουν τα παιδιά τους για να αποφύγουν να μην γίνουν τεμπέληδες γιατί στο μέλλον τους δεν θα μπορούσανε να ζούνε καλύτερα αλλά ούτε θα μπορούσανε να δημιουργηθούν.
Ο πατέρας και η μάνα ενημερώνανε συνέχεια τα παιδιά τους, τι συνέπειες θα έχει η τεμπελιά όπως: Όταν δεν έχεις να διαβιώνεις θα αναγκαστείς να κλέψεις, οπότε θα βρεθείς στη φυλακή και θα καταστραφείς. Όταν θα βγεις έξω θα έχεις μεγαλώσει και δεν θα προλάβεις να δημιουργηθείς αλλά και ούτε θα παντρευτείς γιατί κανείς δεν δίνει την κόρη του σε τεμπέλη.
Ακόμα τους λέγανε την παροιμία: «πέσε σύκο να σε φάω». Κάποτε ένας 25χρονος τεμπέλης πήγε το καλοκαίρι στη συκιά να κόψει σύκα, αλλά προτίμησε να ξαπλώσει κάτω από αυτήν ανάσκελα, άνοιξε το στόμα του και περίμενε να πέσει το σύκο μόνο του μέσα. Όμως αργούσε να πέσει και τον πήρε ο ύπνος. Την ώρα εκείνη έπεσε ένα αλλά πήγε στο κούτελο και τον ξύπνησε. Μετά περίμενε ότι το επόμενο θα πέσει μέσα αλλά δεν έπεσε ποτέ. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει χωρίς να γευτεί σύκο γιατί βαριότανε να κόψει με τα χέρια του, δεν ήθελε να κουραστεί.
Μετά από τα παραπάνω θα αναφερθούμε για μια ακόμα συνήθεια της οικογένειας που διατηρήθηκε επί πολλά χρόνια στις οικογένειες και είχε άριστα αποτελέσματα που αφορούσε την παντρειά των παιδιών της.
Αυτή τη συνήθεια μας την υπενθύμισε η κυρία Ευγενία που κατάγεται από ένα μεγάλο χωριό της περιοχής μας. Μας είπε ότι τα περασμένα χρόνια στο χωριό μας μια οικογένεια είχε 5 αγόρια. Τα δύο ήτανε γεωργοί και τα άλλα τρία βοσκοί. Όταν μεγαλώνανε με τη σειρά της ηλικίας τους τα παντρέψανε οι γονείς τους από το χωριό τους και από τα γειτονικά χωριά. Κάνανε ότι έλεγε η παροιμία: «παπούτσι από τον τόπο σου ας είναι και μπαλωμένο».
Οι γονείς τους επειδή είχανε μεγάλη αυλή τους φτιάξανε πέντε σπίτια για να κατοικήσουνε κοντά τους. Δεν θέλανε να πάνε μακριά από το σπίτι τους. Όμως εκείνα τα χρόνια υπήρχε στον τόπο μας η συνήθεια όταν παντρεύονται τα παιδιά να φεύγουνε από την αυλή των γονέων τους για να μην εμπλέκονται στα οικογενειακά των παιδιών τους και να έρχονται σε μαλώματα μεταξύ τους.
Επειδή δεν τηρήσανε οι γονείς τους αυτή τη συνήθεια στο χωριό τους και στα γύρω χωριά που καταγότανε οι νύφες γινότανε μεγάλο σούσουρο στα σπίτια και στα καφενεία.
Περιμένανε όλοι ότι γρήγορα θα γίνει πόλεμος όπως λέγανε τότε στην αυλή της οικογένειας του Χατζημανώλη και της Καλλιόπης.
Η καλή πεθερά των πέντε νυφάδων προσπαθούσε να αποφύγει τα σχόλια εις βάρος της οικογένειάς της. Όμως στο χωριό τους υπήρχε μια μεγάλη κουτσομπόλα η κυρία Φρόσω. Μια ημέρα πήγε στο σπίτι της οικογένειας να τους κάνει επίσκεψη μάλλον για να μάθει αν τα πηγαίνουν καλά οι νυφάδες με την οικογένεια.
Την καλοδεχθήκανε και την κεράσανε ότι είχανε εκείνη την ώρα. Η αγωνία που είχε δεν την συγκράτησε και ρώτησε την πεθερά: Καλλιόπη, έχω μια απορία πως περνάτε μέσα στην ίδια αυλή με τις πέντε νύφες; Μόνο εσείς στο χωριό μας δεν τηρήσατε ότι κάνουνε όλοι οι χωριανοί όταν παντρεύουν τα παιδιά τους να φεύγουν μακριά από τα σπίτια τους. Αμέσως της έδωσε την απάντηση: «Άκου, Φρόσω, οι νύφες μου ότι λένε, ότι ακούω και ότι βλέπω, κάνω, τη μουγκή, την κουφή και τη στραβή και όλα πάνε μέλι – γάλα. Εγώ δεν ανακατεύομαι το τι κάνουν στα σπίτια τους. Το ίδιο κάνει και ο άνδρας μου. Αλλιώς να χτυπούνε το κεφάλι τους στον τοίχο».
Η γειτόνισσα δεν περίμενε αυτή την απάντηση, ενώ νόμιζε ότι θα της αραδιάσει πολλά σχόλια και έφυγε χωρίς να έχει να μεταφέρει δυσάρεστα νέα της οικογένειας, οπότε δεν της καλοπήγε που έφυγε με αδειανή γλώσσα.
Η κυρία Φρόσω ήτανε σίγουρη ότι θα είχανε ανάψει φωτιές μέσα στα σπίτια των πέντε νυφάδων και θα πήγαινε στις γειτονιές του χωριού να το κάνει κουδούνα για να το μάθουν οι χωριανοί να χαρούν.
Θα λέγανε καλά να το πάθει ο Χατζημανώλης που κράτησε όλα τα παιδιά του στην ίδια αυλή. Όμως συνέβη το καλύτερο και έφυγε με την ποδιά άδεια όπως λέγανε παλιά για τις κουτσομπόλες του χωριού τους.
Σήμερα δυστυχώς οι συνήθειες και οι παροιμίες μέσα στις νέες οικογένειες αγνοούνται τελείως. Όσοι τις θυμούνται έχουν την υποχρέωση να τις επαναλαμβάνουν συνέχεια όπου βρίσκονται και όπου εργάζονται: στην οικογένεια, στα επαγγέλματα και σε όλες τις υπηρεσίες. Όμως την ευθύνη έχει η πολιτεία να τις εφαρμόζει και να διδάσκονται εις τα σχολεία γιατί αλλιώς θα χαθούν τελείως όλες.
Ας ελπίζουμε ότι εις το μέλλον θα επανέλθουν να εφαρμόζονται και θα έχουμε το αποτέλεσμα που θα είναι χρήσιμο για όλους.
* O Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός